«Λίγο πριν από το θάνατο από τους ναύτες ένας , αυτός που είδε πράγματα στη ζήση του φριχτά » :Η ιστορία συνεχίζεται
« Λίγο πριν απ’ το θάνατο από τους ναύτες ένας ,
Αυτός που είδε πράγματα στη ζήση του φρικτά» Ν.Καββαδίας
«…Δεν ήξερε τίποτα για το πώς είναι να μένεις στην στεριά. Να μένεις σε σπίτι. Και αυτό τον οδήγησε στο πλοίο που για πρώτη φορά λύγισε.»
Ποτέ δεν ήξερε που θα καταλήξει. Ποτέ δεν ήξερε αν θα ζήσει. Περνούσε την ζωή του μονότονα, μίζερα, ακριβώς όπως έμαθε. Που να περίμενε μια τόσο αναπάντεχη και ξαφνική αλλαγή στην ζωή του , μόνο από ένα μικρό πλασματάκι ;Μία μόνο γάτα που μπορεί να μην μιλούσε αλλά σίγουρα ήταν η μόνη που τον άκουσε. Που τον είδε, που τον άκουσε πραγματικά. Και γιατί να τον νοιάξει που ήταν μόνο μια γάτα; Καλύτερα γι αυτόν, έλεγε συνέχεια.
Του έφερε στο νου αυτή την παρουσία, αυτή που δεν είχε ποτέ, που μόνο άκουγε και σκεφτόταν, που φανταζόταν. Ίσως κιολας να του έδινε αυτή την ελπίδα, που τόσο λησμονούσε. Την ελπίδα του να ζήσει μια « φυσιολογική» ζωή. Από αυτή που είχε πάντα στο μυαλό. Αυτή που κλάπηκε μέσα από τα ίδια του τα χέρια. Χωρίς επιλογή, με μία μόνο λογική. Ή ίσως με την δική του επιλογή και την δική του, μοναδική λογική. Όπως και να έχει, σίγουρα ήταν δική του η ζωή, δικές του και όλες οι απλωμένες ευκαιρίες που έπρεπε να έχει αρπάξει από καιρό. Ποτέ όμως δεν είναι αργά. Ακόμη και αν χρειαζόταν μια γάτα για να το δείξει.
Παραιτήθηκε λοιπόν από τα πλοία. Αλλά οι περιπέτειές του δεν σταμάτησαν. Οι ψυχολογικές του περιπέτειες παρέμειναν, υπόμεναν και παραμόνευαν περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Χωρίς να μιλάει όμως, κεφάλι ψηλά και προχωρούσε. Είχε πια την γάτα στο μυαλό, την ελπίδα στην καρδιά και τα χρόνια και τις πληγές του στην πλάτη. Αλλά και οι εξωτερικές του περιπέτειες δεν έκαναν πίσω.
Πάτησε το αριστερό του πόδι την στεριά. Πάτησε το δεξί. Ένα περίεργο συναίσθημα τον κατέβαλε. Ενθουσιασμός, ένα κενό, αμέτρητες σκέψεις, φωνές, αναμνήσεις. Μια φωνή όμως ακούστηκε και όλα έφυγαν. Η φωνή ενός παιδιού που έψαχνε τους φίλους του για να τους «φτύσει». Η ίδια φωνή που άκουγε μικρός, που έβλεπε μέσα από τα παράθυρα. Σαν να ήταν εκείνος το ίδιο το παιδί. Η φωνή που είχε μέσα του μα δεν ακούστηκε ποτέ. Αυτό τον έκανε να πιστέψει. Στον εαυτό του, στο μέλλον, στο παρελθόν. Μήπως καλύτερα όμως στο παρόν;
Κάτι ξέχασε. Αυτό που δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του. Ποιο σπίτι; Πανικός επικράτησε στο κεφάλι του και άρχισε να γελάει. Πήγε σε έναν άνθρωπο κοντά στο λιμάνι. Ναύτης και αυτός, έτσι πήγε να του μιλήσει. Πήγε ως θρύλος να ρωτήσει που μπορεί να μείνει και έφυγε ως τουρίστας. Του είπε για ένα μοτέλ εκεί κοντά που μπορεί να μείνει για μερικές μέρες, μέχρι να βρει κάτι πιο σταθερό.
Αυτό έκανε λοιπόν. Το πρώτο του βράδυ σε κρεβάτι που δεν κουνιέται. Έκοβε βόλτες στο δωμάτιο. Έβλεπε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Τον αναγνώριζε; Δεν τον αναγνώριζε; Κομμάτι του εαυτού του όμως σίγουρα του φαινόταν γνωστό. Έβγαλε από τον σάκο του την φωτογραφία από τα χαρτιά του πατέρα του. Σαν να έβλεπε τον ίδιο. Το παρελθόν, το μέλλον. Αλλά αυτό που ένιωθε… ήταν κάτι διαφορετικό. Μια περηφάνια, από μέρος του εαυτού του. Ύστερα από μέρος στου πατέρα του. Όλα με μια φωνή. Όλα με μια ανάμνηση. Με την άκρη του ματιού του όμως, ένα Πικ απ και δίπλα δίσκοι, βινύλια. Έβαλε τον πρώτο που έπιασε. Έπεσε με φόρα στο κρεβάτι και άρχισε να σκέφτεται τι θα κάνει μετά. Σταμάτησε το πριν. Άρχισε το τώρα.
Ξύπνησε αργά το πρωί. Πρώτη φορά και πήγε αμέσως σε ένα εστιατόριο που του είχαν προτείνει. Άρχισε να ρωτάει, άρχισε να μιλάει. Τον σερβιτόρο που γνώρισε τον ρώτησε όλα αυτά που ήθελε από τότε που ήταν μικρό παιδί. Με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια πυγμή. Αποφάσισε το βράδυ να βγει, να πάει σε ένα μπαρ. Ίσως να γνωρίσει κόσμο.
Μέχρι εκείνη την στιγμή, καθόλου δεν έκατσε κάτω. Γύρισε όλη την πόλη. Όλα αυτά στο τώρα του τότε. Χωρίς το πριν. Το μόνο που υπάρχει είναι το τώρα. Και μπήκε στο μπαρ. Έκατσε σε μια γωνία και παρήγγειλε το πρώτο του ποτό. «Το ίδιο με εκείνη». Μήπως δεν καταλάβουν πως δεν ξέρει τίποτα. Δίπλα από αυτόν, μια παρέα από γείτονες. Έτσι φαινόταν. Ένας από αυτούς πήγε να του μιλήσει. Τον είδε μόνο του και του φάνηκε ενδιαφέρον. Τον κάλεσε να κάτσει μαζί τους. Γιατί να αρνηθεί;
Χωρίς πολύ σκύψει, αυτό έκανε. Άρχισαν να τον ρωτάνε για τον εαυτό του, για την καταγωγή του και όλα αυτά που ρωτάνε στις πρώτες γνωριμίες. Εκεί όμως που πάει να αρχίσει να μιλάει, πετάγεται η εκείνη: « ας μην τον βάζουμε σε δύσκολη θέση. Πες μας… ποια τα σχέδιά σου;». Ερώτηση απλή, ερώτηση σύντομή. Ακόμη πιο σύντομη η απάντησή του. « Δεν ξέρω». Και το άφησαν να περάσει. Μετά από λίγο αναφέρθηκε πως χρειάζονται θυρωρό για το σπίτι. Μπορούσε να νιώσει που το πάνε. Δεν το σταμάτησε όμως. Χωρίς έγνοιες είπε ένα απλό «γιατί όχι;» και αυτό έκανε.
Μετά από αυτή την μέρα, περνούσε κάθε στιγμή στο τώρα. Κάθε σήμερα ξεχωριστά, κάθε αύριο απρόβλεπτα. Γιατί πόσο αξίζει το παρελθόν σε σχέση με το τώρα; Η απάντησή του, θα ήταν σήμερα. Κατάλαβε ότι το παρελθόν υπάρχει για να αφήσει σημάδια, αλλά τα σημάδια δεν καθορίζουν εσένα. Το ότι τα σημάδια υπάρχουν δεν σημαίνει πως είσαι σημαδεμένος. Αλώστε γιατί αλλιώς να ανήκουν στο παρελθόν;
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.