Μύθοι και Θρύλοι της Αφρικής
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο μύθος σύμφωνα με την ανθρωπολογική ερμηνεία του όρου είναι ιερή ή θρησκευτική αφήγηση της οποίας το περιεχόμενο σχετίζεται με την προέλευση ή τη δημιουργία φυσικών, υπερφυσικών ή πολιτιστικών φαινομένων. Η ανθρωπολογική έννοια για τον μύθο διαφέρει από εκείνην που υπονοεί στο περιεχόμενο του μύθου κάποιο ψεύδος. Οι μύθοι διερευνούνται επίσης ως αποσπασματικές πηγές προφορικής ιστορικής αφήγησης ως ενδείξεις κοινωνικών αξιών που διαμορφώνουν τον κοινωνικό χάρτη μιας ομάδας ανθρώπων και για τις καθολικές συμπαντικές δομές του.
Στο παρακάτω άρθρο αναφέρεται μια από τις πιο δημοφιλείς και παραδοσιακές ποικιλίες των αφρικάνικων μύθων. Τους περιγράφουμε με λεπτομέρειες οι οποίες όμως δεν θα σας κάνουν να πλήξετε. Από τον αφρικάνικο μύθο του κροκόδειλου και της ζέβρα μέχρι το πώς οι άνθρωποι απόκτησαν δέρμα.
Κροκόδειλος
Ένα πρωινό, ενώ ο Hamut και η αδερφή του Nekatu, δύο παιδιά από την Αίγυπτο, έπαιζαν, συνάντησαν ένα μωρό κροκόδειλο. Κάθε μέρα το τάιζαν και κολυμπούσαν μαζί του στον Ποταμό Νείλο.
Μία μέρα η Nekatu και ο Hamut βρήκαν μία βάρκα. Ανέβηκαν πάνω και κρύφτηκαν από το πλήρωμα.
Μέχρι το επόμενο πρωί είχαν φτάσει εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το χωριό τους. Όταν ανακαλύφθηκαν από το πλήρωμα ο καπετάνιος έπιασε λιμάνι προσπαθώντας να βρει κάποιο φιλικό σπίτι να τους φιλοξενήσει, ενώ αγγελιοφόροι επέστρεψαν στο χωριό για να ενημερώσουν την οικογένειά τους για το που βρίσκονταν. Ο φίλος του καπετάνιου που φιλοξένησε τα δύο παιδιά έτυχε να είναι γλύπτης και έτσι άρχισε να μαθαίνει στον Hamut να σκαλίζει αγάλματα.
Δεν άργησε και η Nekatu να μάθει να σχεδιάζει και να ζωγραφίζει. Οι χωρικοί ένιωσαν δέος για το ταλέντο των παιδιών. Ο γλύπτης είχε αναλάβει να δουλέψει σε μια υπόγεια πυραμίδα και ζήτησε από τα παιδιά να τον βοηθήσουν στη διακόσμηση των τοίχων. Μία μέρα ο βασιλιάς επισκέφθηκε τον τύμβο και έμεινε έκπληκτος με τη δουλειά που είχαν κάνει τα παιδιά. Θυμήθηκε ότι τα γενέθλια της γυναίκας του πλησίαζαν και ζήτησε από τα παιδιά να σχεδιάσουν ένα δώρο για εκείνη, κάτι πολύ σπάνιο και ξεχωριστό. Τα παιδιά ξεκίνησαν να δουλεύουν και μέχρι την ημέρα του εορτασμού για τα γενέθλια της βασίλισσας είχαν ολοκληρώσει το σπάνιο και πολύτιμο δώρο.
Έτσι παρουσιάστηκαν ενώπιον της βασίλισσας για τα αποκαλυπτήρια του δώρου. Εκείνη ευχαριστήθηκε τόσο πολύ που προσκάλεσε τον Hamut και τη Nekatu στο τραπέζι τους. Από το γεγονός αυτό κέρδισαν απεριόριστη φήμη, αλλά τα ίδια παρέμειναν μετριοφρόνων και ντροπαλά.
Ωστόσο, κάποιοι κακοί άνθρωποι, γνωρίζοντας το ταλέντο τους τα απήγαγαν και τα -οδήγησαν με μία βάρκα σε ξένα λιμάνια για να ζητήσουν λύτρα. Τότε έφθασε η παλίρροια και η βάρκα βούλιαξε στα φουρτουνιασμένα κύματα.
Ευτυχώς όμως τα παιδιά σώθηκαν καθώς ο παλιός τους φίλος ο Κροκόδειλος ήρθε και τα βρήκε και τα οδήγησε με ασφάλεια στο σπίτι τους.
ΠΩΣ Η ΖΕΒΡΑ ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΤΙΣ ΡΙΓΕΣ ΤΗΣ
Κάποτε υπήρχε ένας υπερόπτης μπαμπουίνος όπου αυτοαποκαλούνταν ο «άρχοντας του νερού». Φυλούσε μία από τις μοναδικές πηγές που παρέμεναν κατά την διάρκεια της ξηρασίας, μια μικρή λιμνούλα, και απαγόρευε σε όλα τα ζώα να πιούν από εκεί.
Μια μέρα η ζέβρα και το παιδί της πήγαν στην λιμνούλα. Ο καιρός ήταν πολύ ξηρός και ζεστός με αποτέλεσμα να υπάρχει πολύ λίγο νερό σε όλη την περιοχή. Καθώς έσκυψαν να πιούν νερό, ακούστηκε μια φωνή : « Φύγετε από εδώ, είμαι ο άρχοντας του νερού και αυτή είναι η λιμνούλα μου». Οι ζέβρες κοίταξαν ξαφνιασμένες και είδαν έναν εξαγριωμένο μπαμπουίνο να κάθεται δίπλα στην φωτιά του.
«Το νερό ανήκει σε όλους και όχι μόνο σε εσένα πιθηκομούρη», φώναξε η νεαρή ζέβρα. «Τότε πρέπει να με πολεμήσεις αν θέλεις να πιεις» προκάλεσε ο μπαμπουίνος και επιτέθηκε στην νεαρή ζέβρα. Κι οι δυο τους πάλεψαν άγρια για πολύ ώρα, που φάνηκε μια αιωνιότητα, ώσπου η μικρή ζέβρα με μία εξοργισμένη κλωτσιά πέταξε τον μπαμπουίνο στον αέρα και προσγειώθηκε ανάμεσα στους βράχους.
Η κουρασμένη ζέβρα τρέκλιζε από την κούραση και έπεσε στην φωτιά που είχε ανάψει ο μπαμπουίνος. Έτσι καψάλισε την άσπρη γούνα της και της έμειναν οι μαύρες ρίγες σε όλο το μήκος της. Οι τρομοκρατημένες ζέβρες έφυγαν πίσω στην πεδιάδα όπου έμειναν εκεί για πάντα.
Ο υπερόπτης μπαμπουίνος και η οικογένεια του ακόμα μένουν ανάμεσα στους βράχους και περνούν την ημέρα τους προκαλώντας όλους τους εισβολείς κρατώντας ψηλά τις ουρές τους για να απαλύνουν τον πόνο στον πισινό τους όπου δημιουργήθηκε από το πέσιμο στους βράχους.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΜΥΘΟΣ ΤΟΝ ΜΠΑΛΟΥΜΠΑ
Οι Μπαλούμπα στη μυθολογία τους αφηγούνται ότι οι πρώτοι άνθρωποι ήταν αθάνατοι. Και όταν γερνούσαν άλλαζαν το δέρμα τους όπως τα φίδια, όμως η μεταμόρφωση αυτή έπρεπε να γίνεται κρυφά. Ο Θάνατος εισχώρησε στον κόσμο, όταν κάποια μέρα μια γυναίκα περίεργη πρόβαλε ξαφνικά και είδε μια γριά γειτόνισσά της τη στιγμή που άλλαζε δέρμα
ΜΥΘΟΣ ΤΟΝ ΠΥΓΜΑΙΩΝ
Οι Πυγμαίοι και οι Μπαντού αφηγούνται σ’ ένα μύθο ότι τα παλιά χρόνια ένα τέρας είχε καταβροχθίσει όλους τους ανθρώπους, και στη γη δεν έμεινε παρά μια γριά που είχε κρυφτεί και που, χωρίς άντρα, γέννησε ένα παιδί στολισμένο με φυλαχτά που το ονόμασε Θεό, τον Λιτουολονέ. Την ημέρα που γεννήθηκε το παιδί, απόχτησε κιόλας το σώμα ενός κανονικού άντρα. Ρώτησε τη μητέρα του πού βρίσκονται οι άλλοι άνθρωποι και μόλις πληροφορήθηκε την ύπαρξη του τέρατος Καμάππα, πήρε ένα μαχαίρι και πήγε να χτυπηθεί μαζί του. Μόλις το μυθικό ζώο τον κατάπιε, εκείνος ξέσκισε τα σωθικά του και ελευθέρωσε μέσα από την κοιλιά του μυριάδες ανθρώπινα πλάσματα.
ΜΥΘΟΣ ΤΟΝ ΒΟΣΜΑΝΩΝ
Στη μυθολογία των Βουσμάνων το ανώτατο ον, ο θεός Κάανγκν, είναι ένας μάγος που η δύναμή του έγκειται στην κατοχή ενός ειδικού δοντιού, ενώ χρησιμοποιεί τα πουλιά για αγγελιοφόρους ή απεσταλμένους. Τον έφαγε ο Δράκος Κβαϊχέμ, που τον ξέρασε κατόπι. Μια άλλη φορά του επιτέθηκαν οι Άνθρωποι-Αγκάθια και τον σκότωσαν. Τα μυρμήγκια έφαγαν το πτώμα του και δεν άφησαν παρά τα κόκαλά του, που όμως ξανακόλλησαν και ο Κάανγκν αναστήθηκε. Μια από τις κόρες του παντρεύτηκε φίδια, που ήταν και άνθρωποι και που έγιναν έτσι οι υπήκοοι του Κάαγκν.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΡΙ
Ο Όσιρις λατρεύτηκε σε ολόκληρη την Αίγυπτο. Ανήκει σύμφωνα με τον εσωτερισμό στους θεούς τους Γης και σχετίζεται κυρίως με τον Διόνυσο και τον Άδη. Γεννήθηκε στις Θήβες της Άνω Αιγύπτου κι ο Ρε μόλις έμαθε τη γέννηση του, τον κάλεσε πλησίον του και τον αναγνώρισε ως κληρονόμο του θρόνου του. Ήταν ωραίος, μελαχρινός και ψηλότερος όλων των ανθρώπων. Όταν ο πατέρας του αποσύρθηκε στον ουρανό τον διαδέχθηκε στο θρόνο της Αιγύπτου και αναγόρευσε βασίλισσα την αδελφή του Ίσιδα. Κατήργησε την ανθρωποφαγία και εκπαίδευσε τους ημιάγριους υπηκόους του στην κατασκευή γεωργικών εργαλείων. Ανήγειρε τους πρώτους ναούς, έφτιαξε τις εικόνες των Θεών, διατύπωσε την τάξη των τελετών και των οργάνων που συνοδεύαν τα τραγούδια. Ακόμα ίδρυσε πόλεις και έδωσε νόμους. Αλλά θέλησε να εκπολιτίσει και τον υπόλοιπο κόσμο. Άφησε αντιβασίλισσα την Ίσιδα και χάρις την πραότητα του , προσεταίριζε τη μία χώρα μετά την άλλη και αφόπλιζε τους κατοίκους με τα μουσικά όργανα. Αφού επέστρεψε βρήκε τα πάντα σε πλήρη τάξη, χάρις την Ίσιδα. Σε μια γιορτή που έγινε στη Μέμφιδα, μετά την επιστροφή του στο βασίλειο, ο αδελφός του Σεθ μαζί με 72 συνενόχους τον προσκάλεσε σε συμπόσιο και του έφερε μεγάλο κατεργασμένο κιβώτιο και είπε ότι θα το πάρει εκείνος που θα χωρέσει ακριβώς σε αυτό. Ο Όσιρις μπήκε σε αυτό χωρίς να υποψιασθεί τίποτα. Αμέσως με τους συνωμότες τού κατέβασαν το κάλυμμα και το κάρφωσαν. Κατόπιν το έριξαν στο Νείλο όπου το ρεύμα το έφερε στις ακτές της Φοινίκης, στη ρίζα μιας μυρίκης που μεγάλωνε με καταπληκτική ταχύτητα και το έκρυψε μέσα στον κορμό της. Ο Βασιλιάς της περιοχής όταν έριξε το δέντρο για να το χρησιμοποιήσει ως στήριγμα για τα ανάκτορα, άρχισε να βγάζει εξαιρετική ευωδιά, πράγμα που έκανε την Ίσιδα να υποψιαστεί ότι εκεί ήταν το πτώμα του Όσιρη. Έτσι αφού πήρε τον στύλο βρήκε το φέρετρο και το πήγε στα έλη της Βουτούς μακριά από το μίσος του Σεθ. Αυτός όμως λόγω τυχαίων γεγονότων καθώς κυνηγούσε στο Δέλτα, βρήκε το πτώμα του αδελφού του και για να δώσει οριστικό τέλος το έκοψε σε 14 κομμάτια που τα διασκόρπισε. Η Ίσιδα άρχισε να κάνει έρευνες να τα βρει και τα βρήκε όλα. Αφού τα προσάρμοσε βοηθούμενη από την αδελφή της Νέφθη, τον βεζύρη Θωθ, τον ανεψιό της Άννουβι και γιο της Ώρο, που συνέλαβε με το πτώμα του συζύγου της, κατάφερε να τον ξαναφέρει στη ζωή κάνοντας μάγια και με το τυπικό της ταριχεύσεως τον έκανε αθάνατο. Κατόπιν κατέφυγε στα έλη της Βουτούς για να αναθρέψει με ασφάλεια τον γιο της που θα έπαιρνε αργότερα εκδίκηση, ο οποίος μαζί με το γεράκι του νικάει τον Σεθ και κλείνει ο κύκλος με την Τριάδα καθώς ζουν και οι τρεις σαν άγια οικογένεια, ενώ ο Όσιρι αποσύρεται αφήνοντας την κοσμική εξουσία στον Ώρο.
ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗ ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ
Λόγω της ποικιλίας των εθνικών ομάδων που είναι εγκατεστημένοι στην αφρικάνικη ήπειρο, το γεγονός ότι οι περισσότερες αφρικάνικες γλώσσες δεν διαθέτουν ιθαγενείς τύπους γραφείς και για διάφορους άλλους λόγους αποτελεί δύσκολο εγχείρημα η συνεπής εξέταση της αφρικάνικης μυθολογίας και ιδιαίτερα αυτής που πρόσκειται στην κοσμογονική. Παρακάτω θα παρουσιαστούν μερικές παραδόσεις μυθικού χαρακτήρα που εμπίπτουν στο κοσμογονικό πλαίσιο διαμέσου των κυριότερων ομάδων.
Κεντρικό στοιχείο κάθε ντόπιας αφρικανικής θρησκείας είναι η κοσμολογία της -όπου αναφέρονται οι απαρχές της φυλής και οι πρώτες μεταναστεύσεις της και εξηγούνται τα βασικά ιδεολογικά προβλήματα κάθε πολιτισμού, όπως γιατί υπάρχει θάνατος, η φύση της κοινωνίας, η σχέση ανδρών και γυναικών, ζωντανών και νεκρών κλπ. Οι κοινωνικές αξίες εκφράζονται τυπικά στους μύθους, τους θρύλους, στις λαϊκές παραδόσεις και στα αινίγματα, που συχνά κρύβουν κοινωνιολογικά και ιστορικά νοήματα, τα οποία δεν διακρίνει εύκολα ο ξένος.
Νοτιοανατολική ομάδα.
Πριν πολλά χρόνια, ο θεός Ντριαναναχάρυ έστειλε στη γη το γιο του Αταοκολοϊνόνα για να εξετάσει όλα τα πράγματα και να τον πληροφορήσει για τη δυνατότητα να δημιουργηθούν εκεί ζωντανά πλάσματα. Κατά τη διαταγή του πατέρα του, ο Αταοκολοϊνόνα έφυγε από τον ουρανό και κατέβηκε στη γη. Αλλά παντού η ζέστη ήταν τόσο ανυπόφορη, ώστε μη δυνάμενος να ζήσει βυθίστηκε στα έγκατα της γης, για να βρει δροσιά. Δεν εμφανίστηκε πια από τότε. Για πολύ καιρό ο Ντριαναναχάρυ περίμενε την επιστροφή του γιου του. Επειδή ανησυχούσε πολύ που δεν τον έβλεπε να επιστρέφει έστειλε τους υπηρέτες του να τον αναζητήσουν. Αυτοί ήταν άνθρωποι που ήλθαν στη γη και ο καθένας πήρε διαφορετική κατεύθυνση για να βρει τον εξαφανισθέντα. Οι έρυνες υπήρξαν μάταιες. Οι υπηρέτες του Ντριαναναχάρυ ζούσαν άθλια γιατί η γη ήταν σχεδόν αδύνατο να κατοικηθεί, τόσο ήταν ξερή και φλεγόμενη άγονη και γυμνή. Η έλλειψη βροχής δεν επέτρεπε τη βλάστηση. Βλέποντας τις μάταιες προσπάθειες τους, πότε πότε οι άνθρωποι έστελναν κάποιον στον ουρανό για να πληροφορήσει τον Ντριαναναχάρυ για τις άκαρπες προσπάθειες και να ζητήσει νέες οδηγίες. Πολλοί στάληκαν στον θεό αλλά δυστυχώς κανείς δεν επέστρεψε στη γη. Δεν γνωρίζουν λοιπόν τι να κάνουν. Να συνεχίσουν τις έρευνες ή να τις εγκαταλείψουν. Εν τούτοις στέλνονται ακόμη πολλοί απεσταλμένοι και οι έρευνες εξακολουθούν πάντοτε χωρίς επιτυχία. Για το λόγο αυτό οι νεκροί δεν επανέρχονται στη γη. Ο θεός για να ανταμείψει τους ανθρώπους για την πίστη τους έριξε μια βροχή για να δροσίσει τη γη και να επιτρέψει τους υπηρέτες του να καλλιεργήσουν τα αναγκαία για τη διατροφή τους φυτά.
Μοζαμβίκη. Οι κάτοικοι της Μοζαμβίκης πιστεύουν σε φυλακτά, αναγνωρίζουν όμως και κάποι.ες θεότητες, μεταξύ των οποίων ο Τίλο, ο οποίος είναι θεός του ουρανού και ταυτόχρονα του κεραυνού και της βροχής. Πολλοί λατρεύουν τον ήλιο και τη σελήνη. Ένας κοσμογονικός μύθος της Ζαμβέσης εξηγεί γιατί η σελήνη έχει κηλίδες. «Κάποτε η σελήνη ήταν πολύ χλωμή και δεν είχε λάμψη, γι αυτό ζήλευε τον ήλιο, που ήταν στολισμένος με λαμπρά φωτεινά φτερά. Επωφελήθηκε λοιπόν μια στιγμή που ο ήλιος έβλεπε σε άλλη πλευρά της γης. Έκλεψε μερικά από τα χρυσά του φτερά και τα φόρεσε. Όταν το κατάλαβε ο ήλιος, νευριασμένος της πέταξε λάσπη που έμεινε αιωνίως κολλημένη στο πρόσωπό της. Από τότε η σελήνη άλλο δε σκέφτεται από το να τον εκδικηθεί. Από δεκαετία σε δεκαετία πιάνει τον ήλιο σε στιγμή απροσεξίας και τον λασπώνει με τη σειρά της. Ο ήλιος τότε έχει μεγάλες κηλίδες, δεν μπορεί να λάμψει για πολλές ώρες και η γη θλίβεται και οι άνθρωποι και τα ζώα φοβούνται γιατί αγαπούν τον ήλιο.
Οι Μακούας και οι Μπανάγις πιστεύουν σε ένα υπέρτατο ον που ονομάζουν Μουλουκού. Έχουν τον ακόλουθο μύθο για τη δημιουργία του πρώτου άνδρα και της πρώτης γυναίκας. « Στην αρχή ο Μουλουκού έκανε δυο τρύπες στη γη. Από τη μια βγήκε ο άντρας και από την άλλη η γυναίκα. Ο θεός έδωσε σ’ αυτούς καλλιεργήσιμη γη, μια αξίνα, έναν πέλεκυ, ένα σφυρί, ένα πιάτο και κεχρί. Είπε σ’ αυτούς να σκάψουν τη γη, να σπείρουν το κεχρί, να χτίσουν ένα σπίτι και να μαγειρέψουν εκεί την τροφή τους. Αντί να ακολουθήσουν τις συμβουλές του Μουλουκού, έφαγαν ωμό το κεχρί, έσπασαν το πιάτο, γέμισαν τη χύτρα με ακαθαρσίες και μετά αναζήτησαν καταφύγιο στο δάσος. Ο θεός, βλέποντας ότι τον παράκουσαν κάλεσε ένα ζεύγος πιθήκων και τους έδωσε τις ίδιες συμβουλές και εργαλεία. Αυτοί εργάστηκαν, μαγείρεψαν κι έφαγαν το κεχρί. Τότε ο θεός έμεινε ευχαριστημένος. Έκοψε τις ουρές των πιθήκων και τις κόλλησε στον άντρα και στη γυναίκα λέγοντας στους πιθήκους « Γίνετε άνθρωποι», και στους δεύτερους «Γίνετε πίθηκοι»
Οι Μασσάι. Αρχικά στη γη ζούσε ένας μόνο άνθρωπος ονόματι Κιντού. Η κόρη του ουρανού τον ερωτεύτηκε και έπεισε τον πατέρα της να της τον δώσει για σύζυγο. Ο Ουρανός κάλεσε τον Κιντού και χάρη στη μαγική δύναμη της κόρης του βγήκε νικητής στις δοκιμασίες που του υπέβαλε ο θεός. Τότε επέστρεψε στη γη με τη σύντροφό του, την προίκα της, τα οικιακά ζώα, τα χρήσιμα φυτά και μια συμβουλή του θεού, να μην επιστρέψουν στον ουρανό. Ο θεός φοβόταν τον την οργή του γιου του, του Θανάτου, ο οποίος απουσίαζε από το γάμο. Θα ζούσαν ευτυχισμένοι, αν ο Κιντού δεν έκανε μια αποκοτιά. Είχε ξεχάσει τους σπόρους και τα πουλερικά. Παρά τις ικεσίες της γυναίκας του, ανέβηκε και πάλι στον ουρανό. Ο θεός του θανάτου που ήταν εκεί τον ακολούθησε κατά την επιστροφή του στη γη, πήγε στο σπίτι του και σκότωσε όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν από τον Κιντού και την κόρη του Ουρανού. Αυτοί απευθύνθηκαν τότε στο θεό, ο οποίος έστειλε άλλον γιο του να διώξει το θάνατο. Ο θάνατος στάθηκε επιδεξιότερος από τον αδελφό του ξέφυγε όλε στις παγίδες του και εγκαταστάθηκε κυρίαρχος στη γη.
Μεσημβρινή ομάδα
Φυλή των Μποσιμάν Υπάρχει ένα δέντρο το «Υγκδραζίλ» από το οποίο γεννήθηκαν οι άνθρωποι. Το δέντρο αυτό έχει το όνομα «Ομουμπο-ρομπόνγκα». Απ’ αυτό το δέντρο προήλθαν επίσης και οι βόες. Ο κυριότερος θεός τους είναι ο Κανγκ, ο δημιουργός όλων των πραγμάτων. Οι ιθαγενείς αγνοούν πού κατοικεί, αλλά το γνωρίζουν οι αντιλόπες. Ο Κανγκ έχει για σύζυγό του την Κότι. Ο Κανγκ είχε δυο γιους τον Κογκάζ και τον Γκέβι και ήταν μεγάλοι αρχηγοί. Η δύναμη του Κανγκ οφειλόταν σε ένα του δόντι. Τα πουλιά ήταν οι αγγελιοφόροι του. Ο Κανγκ μπορούσε να μεταμορφώσει τα παπούτσια του σε σκύλους και να τα εξαπολύσει εναντίον των εχθρών του. Οι πίθηκοι οι οποίοι ήταν άλλοτε άνθρωποι τον κορόιδευαν κι εκείνος τους εξόρισε σε απόμακρα μέρη. Είχε τη δύναμη να παίρνει μορφή ζώου όπως αντιλόπης. Τα αγκάθια που ήταν άλλοτε άνθρωποι, όρμησαν μια μέρα εναντίον του Κανγκ και τον σκότωσαν. Μετά τα μυρμήγκια τον έφαγαν, αλλά τα οστά του συγκολλήθηκαν εκ νέου και αναστήθηκε. Στου Μποσιμάν της δύσης ο Κανγκ ταυτίζεται με την ακρίδα, η θετή του κόρη με τον σκαντζόχοιρο. Ο Κανγκ καταβρόχθισε όλον τον κόσμο και μετά ξέρασε τα θύματά του ζωντανά.
Οι Ζουλού Σε έναν μύθο για την καταγωγή του κόσμου αναφέρουν: Ο πρώτος άνθρωπος, που παρουσιάστηκε στον κόσμο, είχε το όνομα «βασιλιάς των καλαμιών», γιατί από εκεί ξεπρόβαλε! Το καλάμι αυτό ονομάζεται ουθλάνκα. Μετά ήρθαν οι άντρες και οι γυναίκες, τα λουλούδια και τα δέντρα, τα πουλιά και τα ζώα και όλα τα φρούτα. Ο πρώτος άνθρωπος ήταν ο Ουνκολουνκουλού ( ο πολύ γέρος) και έφερε στους ανθρώπους τη γνώση των τεχνών, τους νόμους, το γάμο κλπ
Ζούσαν στην Κεντρική Αφρική, σε ένα μέρος που ήταν ο πιο όμορφος κήπος σε όλη τη γη.
Άφθονα κρυστάλλινα νερά κυλούσαν παντού, γαλάζιες λίμνες καθρέφτιζαν τα χρώματα του ουρανού, εύφορες κοιλάδες απλώνονταν ανάμεσα σε καταπράσινους λόφους. Δέντρα φορτωμένα με φρούτα και λουλούδια φύτρωναν παντού. Κανείς όμως δεν άγγιζε, ούτε τα φρούτα, ούτε τους καρπούς της γης, αλλά ούτε τα ζώα! Οι πρώτοι αυτοί άνθρωποι δεν ένοιωθαν ποτέ πείνα! Ούτε δίψα! Δεν πέθαιναν, αλλά δεν γεννιόταν.
Μέσα στον κήπο αυτό πέρασαν χρόνια πολλά! Και ξαφνικά την ηρεμία την διέκοψε ένας άγνωστος μέχρι τότε ήχος! Το κλάμα ενός μωρού! Ξαφνιασμένοι οι άνθρωποι και πλησίασαν να δουν τι συμβαίνει. Σε μια καλύβα βρήκαν μια γυναίκα που μόλις είχε γεννήσει ένα μωρό. Οι άλλες γυναίκες φοβήθηκαν ότι παραβιάστηκαν οι άγραφοι νόμοι και όλοι θα είχαν συνέπειες από αυτό. Πρότειναν λοιπόν οι γυναίκες, να της δώσουν να φάνε καλαμπόκια και κολοκύθες. Ο στόχος τους ήταν να σκοτώσουν την μάνα και το παιδί και να πάρουν εκδίκηση… Αντίθετα όμως η μητέρα και το παιδί, όχι μόνο δεν πέθαναν, αλλά κάθε μέρα γινόταν πιο γεροί και πιο όμορφοι! Βλέποντάς τους έτσι οι άλλοι, μπήκαν στο πειρασμό να δοκιμάσουν και αυτοί τους καρπούς. Τους άρεσαν και έφαγαν και άλλους και άλλους! Μετά δοκίμασαν και κρέας! Και τους άρεσε! Άρχισαν να κυνηγούν και να σκοτώνουν. Και τα ζώα τρόμαξαν και έφυγαν μακριά τους. Και οι γυναίκες βλέποντας πόσο όμορφη ήταν η μητέρα και το παιδί ζήλεψαν και αποφάσισαν να κάνουν και αυτές παιδιά.
Και πολλαπλασιάστηκαν τόσο, που δεν χωρούσαν στον κήπο που ζούσαν. Αναζήτησαν καινούργια μέρη, απλώθηκαν σε όλο τον κόσμο και έχασαν την αιωνιότητα!
Κογκό Ένας μύθος του Κογγό σχετικός με τον κατακλυσμό, διηγείται ότι κάποτε ο ήλιος συνάντησε τη σελήνη, της έριξε λάσπη και μείωσε τη λάμψη της. Όταν έγινε η συνάντηση αυτή συνέβη κατακλυσμός και οι άνθρωποι μεταμορφώθηκαν σε πιθήκους. Η σημερινή φυλή των ανθρώπων είναι νέα δημιουργία. Ορισμένοι ιθαγενείς αναφέρουν ότι κατά τον κατακλυσμό αυτό, οι άντρες μεταμορφώθηκαν σε πιθήκους και οι γυναίκες σε σαύρες. Σε άλλο μύθο ο κατακλυσμός συνέβη κατά τον σχηματισμό της λίμνης Ντιλόλο, οπότε χάθηκε ολόκληρο χωριό με τους κατοίκους του και τα κατοικίδιά του.
Ομάδα του Νείλου Πιστεύουν στη μετεμψύχωση και λατρεύουν τα φίδια. Μεταξύ των μύθων της ομάδας αυτής βρίσκουμε την παράδοση της δημιουργίας των Τσιλλούκς του Λευκού Νείλου, όπου εξηγούνται τα διάφορα χρώματα του ανθρώπινου γένους από την εκλογή το χρώματος του πηλού απ’ τον οποίο πλάστηκε. Ο Τζουόκ υπήρξε ο δημιουργός θεός όλων των ανθρώπων της γης. Στην περιοχή των λευκών βρήκε λευκό χώμα ή άμμο κι έπλασε τους ανθρώπους. Στην Αίγυπτο με την άμμο του Νείλου έπλασε τους μελαμψούς και τέλος τους Τσιλλούκς. Εκεί ο Τζουόκ είπε: « Θα πλάσω έναν άνθρωπο να μπορεί να τρέχει και να βαδίζει, γι αυτό θα του δώσω δυο μακριά πόδια όμοια μ’ αυτά των φοινικόπτερων». Μετά είπε: « Πρέπει ο άνθρωπος να μπορεί να καλλιεργεί κεχρί. Θα του δώσω δυο χέρια, ένα για να χειρίζεται το τσαπί κι ένα για να ξεριζώνει τα κακά χόρτα. Μετά είπε: « για να μπορεί να βλέπει θα του δώσω δυο μάτια, για να μπορεί να τρώει θα του δώσω στόμα και τέλος για να μπορεί να φωνάζει, να χορεύει, να τραγουδάει, να ακούει το θόρυβο και την ομιλία του έδωσε γλώσσα και αυτιά». Έτσι ο άνθρωπος έγινε τέλειος.
Οι Σερέρες φυλή που ανήκει στη Σενεγαλέζικη ομάδα έχουν τον ακόλουθο κοσμογονικό μύθο για τον ήλιο και τη σελήνη: « Μια μέρα η μητέρα του ήλιου και η μητέρα της σελήνης λούζονταν γυμνές στον ποταμό. Ενώ η ήλιος γύρισε την πλάτη για να μη δει τη μητέρα του γυμνή, η Σελήνη αντιθέτως κοίταζε επίμονα τη δική της. Μετά το μπάνιο η μητέρα του ήλιου του είπε: «Γιε μου, πάντα με σέβεσαι. Επειδή έστρεψες το βλέμμα σου από μένα στο ποτάμι επιθυμώ ο θεός να μην επιτρέψει σε κανένα ζωντανό πλάσμα να σε ατενίσει.» Η μητέρα της σελήνης αφού την κάλεσε κοντά της είπε: « Κόρη μου, καθόλου δε με σεβάστηκες στο ποτάμι και με κοίταξες σαν λαμπερό αντικείμενο. Θέλω όλος ο κόσμος να σε κοιτάζει χωρίς τα μάτια του να κουράζονται ποτέ».
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.