Ο χρόνος παγώνει στον κάθε θάνατο

Καθώς γκρεμιζόμουν, ο χρόνος πάγωσε.

Κι άλλος θάνατος…

Ένα μικρό παράθυρο άνοιξε,

για απόδραση, για ανάταση.

Ή για ανάσταση, ανάσταση των ζωντανών.


Την ώρα που κάποιος πεθαίνει, σου μιλά,

δίχως να βγάλει λέξη, απευθείας στο μυαλό.

Και μάλιστα με γνώριμη φωνή, τη δική σου.

Αρκεί να θες να ακούσεις, επειδή ούτε τον εαυτό μας δεν ακούμε πια,

καθότι καταντήσαμε ξενιστές στο ίδιο μας το σώμα.

 

«Πάει, εγώ έφυγα…

εσύ τι κάνεις σε τούτη τη ζωή;

Ζεις ή απλά αφήνεσαι στο χρόνο που κυλά;

Μην απαντήσεις σε μένα, εγώ είπαμε έφυγα,

σε σένα να απαντήσεις, τολμάς;»


Εκεί λοιπόν, στον παγωμένο χρόνο,

οι νεκροί μας κάνουν ένα δώρο.

Μας υπενθυμίζουν κάτι που τείνουμε να ξεχάσουμε,

ακόμα αναπνέουμε, ακόμα μπορούμε να αλλάξουμε.

Βέβαια οι νεκροί έφυγαν, δεν μπορούμε να τους πούμε ευχαριστώ.

 

Μα αν χρωστάμε κάτι στους νεκρούς

είναι να σώσουμε τους ζωντανούς,

πριν κι αυτοί ολότελα νεκρώσουν.

Διότι, όπως γράφτηκε και σε κάποιο τοίχο,

που μάλλον θα ‘χει τη δική του ιστορία,

«Ο θάνατος αναιρείται ζώντας».

 

Έτσι, για τελευταίο,

άφησα κείνο που είπα κάποτε σε κάποια νέα παιδιά,

μιας και αν δεν μπορούμε να σώσουμε τον εαυτό μας, το παρόν,

ας σώσουμε το μέλλον μας,

επειδή μια μέρα κι εμείς θα πεθάνουμε, κάποιο δώρο θα πρέπει να αφήσουμε…

 

Τη ζωή οι περισσότεροι την μετράνε με τα χρόνια,

όμως, οι πιο σοφοί, ζυγίζουν την πυκνότητά της.

Και δεν υπάρχει μέρα που να μπορεί να θεωρηθεί γεμάτη

αν δεν έχει μέσα της, έστω από λίγο,

συναίσθημα, σκέψεις, γνώσεις και χώρο, χώρο για τους άλλους.

Σ.Γ.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης