
Ένας περίπατος στο κέντρο της σημερινής Αθήνας, πέρα από τη δυσάρεστη εικόνα της εγκατάλειψης (απεριποίητα παρκάκια, βρώμικες προσόψεις με μουντζούρες, κάγκελα που υψώνονται σε κάποια κτίρια από φόβο βανδαλισμών), κρύβει ακόμα και σήμερα ευχάριστες εκπλήξεις.
Μια τέτοια έκπληξη νιώθει ο περιπατητής στην οδό Αδριανού 96, στην Πλάκα, αν επισκεφθεί το πρόσφατα ανακαινισμένο αρχοντικό των Μπενιζέλων. Το κτίσμα αυτό θεωρείται μοναδικό δείγμα αρχοντικής κατοικίας των πρώτων χρόνων της Οθωμανικής κατάκτησης της Αθήνας, το οποίο σώζεται ακόμα και σήμερα.
Η πρώτοι ιδιοκτήτες
Η οικογένεια των Μπενιζέλων είναι τυπική περίπτωση των πλούσιων και ισχυρών οικογενειών της Οθωμανικής περιόδου της Αθήνας, τα μέλη των οποίων εκτός από πλούτο είχαν και διοικητικό ρόλο στη μικρή κωμόπολη, ή καλύτερα στο μικρό χωριό, που ήταν τότε η Αθήνα. Χαρακτηριστικό της δύναμης της συγκεκριμένης οικογένειας είναι ότι όταν οι Αθηναίοι μετοίκησαν στην Πελοπόννησο (1688-1691), οι Βενετοί άρχοντες (και κατακτητές) κατέταξαν την οικογένεια αυτή στην πρώτη ιεραρχικά τάξη, από τις τέσσερις συνολικά, στις οποίες χώρισαν τους Αθηναίους.
Το κτίριο που σώζεται σήμερα τοποθετείται στα τέλη του 17ου αιώνα και είναι ριζική ανακαίνιση (ή καλύτερα ανακατασκευή) παλαιότερης οικοδομής του 16ου αιώνα. Η παλαιότερη αυτή κατοικία ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια του Άγγελου Μπενιζέλου και της συζύγου του Συρίγης Παλαιολογίνας με καταγωγή από το Βυζάντιο. Μοναχοκόρη τους ήταν η Ρηγούλα (1520-1589), που δεν είναι άλλη από την Οσία Φιλοθέη, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Το οίκημα
Το σημερινό κτίριο είναι διώροφο ορθογωνικό (περίπου 9,30×23,70 μ), με λιθόκτιστο ισόγειο και ξύλινη ανωδομή. Είναι κτισμένο στο κέντρο του οικοπέδου και έχει δύο αυλές. Στο νότο παλαιότερα ήταν διαμορφωμένος ο κήπος του αρχοντικού. Σε αυτόν το χώρο έχει θέα και ο κλειστός ξύλινος εξώστης (σαχνισί ή σαχνισίνι) που προεξέχει στο μέσον της αντίστοιχης όψης του αρχοντικού. Οι πλάγιες όψεις του αρχοντικού, ανατολικά και δυτικά, ήταν κάποτε ελεύθερες (όπως μαρτυρούν τα χτισμένα σήμερα παράθυρα που τα έφραξαν νεότερες οικοδομές). Πιστεύεται ότι η αρχική ιδιοκτησία ήταν πολύ μεγαλύτερη. Μάλλον περιλάμβανε και την περιοχή προς τα νότια, όπου έχει εντοπιστεί ένα μεσαιωνικό ελαιοτριβείο, ενώ το ισόγειο του κτίσματος φαίνεται πως συνεχιζόταν προς τα ανατολικά, ίσως με μονώροφο κτίσμα με ταράτσα. Στην αυλή του αρχοντικού υπάρχει πηγάδι, ενώ στο πλάι της κτιστής σκάλας, που οδηγεί στον όροφό του, υπάρχει νιπτήρας, που χαρακτηρίζει τα αρχοντικά της εποχής και συνδέεται με τη διασφάλιση του νερού για οικιακές ανάγκες.
Ο όροφος ήταν ο κύριος χώρος στον οποίο ζούσε η οικογένεια. Τα κύρια δωμάτια είναι ο οντάς (για όλες τις καθημερινές δραστηριότητες) και το χαγιάτι (ένα ανοιχτό πέρασμα προς τα δωμάτια, με καθιστικά – σοφάδες – στα άκρα του και τον ορτά-σοφά στο κέντρο του). Στο συγκεκριμένο αρχοντικό υπάρχουν δύο συμμετρικά διατεταγμένοι οντάδες: Χειμερινός με τζάκι και θερινός. Οι οντάδες έχουν σειρές μικρών παραθύρων, με φεγγίτες από πάνω τους, που έκλειναν με γύψινο διακοσμημένο υαλόφραγμα. Χαρακτηριστικό των χώρων του ορόφου είναι η ευέλικτη επίπλωση και εσωτερική διαμόρφωση, που στη διάρκεια της ημέρας μπορούν να αλλάζουν για να ανταποκριθούν σε διαφορετικές ανάγκες.
Οι προσεγμένες ξυλοκατασκευές και η ξυλόγλυπτη διακόσμηση συνηθίζονταν στα αρχοντικά της εποχής (λέγονται και κονάκια) και ήταν τελείως διαφορετικά από τα φτωχόσπιτα των περισσοτέρων Αθηναίων. Έτσι έδιναν κύρος, αλλά και ασφάλεια στον ιδιοκτήτη τους. Η Αθήνα είχε αρκετά σπίτια αυτού του τύπου ήδη στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα (σε ελαιογραφία του 1674 του J.Carrey, με θέμα την επίσκεψη του μαρκήσιου de Nointel, απεικονίζονται αρκετά σπίτια με χαγιάτια στον όροφο ή με επάλληλες σειρές παραθύρων και φεγγιτών).
Η Οσία Φιλοθέη
Στο οίκημα που προϋπήρχε του σημερινού, σύμφωνα με την προφορική παράδοση,έζησε και η Ρηγούλα Μπενιζέλου, η Οσία Φιλοθέη. Το οίκημα αυτό το αποτελούσαν δύο λιθόκτιστες διώροφες οικίες με κεραμοσκεπή, ίχνη των οποίων είναι ορατά μέχρι σήμερα. Η Oσία Φιλοθέη υπήρξε σπουδαία προσωπικότητα του καιρού της, κάτι που αντικατοπτρίζεται στη φήμη που είχε τόσο στην εποχή της όσο και στους μετέπειτα αιώνες, Υπήρξε μία από τις ελάχιστες γυναίκες νεομάρτυρες. Σε ηλικία 14 ετών οι γονείς της την πάντρεψαν χωρίς τη θέλησή της με τον, κατά πολύ μεγαλύτερό της και επίσης από αρχοντικό σόι, Ανδρέα Χειλά. Τρία χρόνια αργότερα έμεινε χήρα, επιδόθηκε σε φιλανθρωπικό έργο και αγαθοεργίες και έγινε μοναχή με το όνομα Φιλοθέη. Η δράση της προκάλεσε το ενδιαφέρον των συμπατριωτών της και του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά απασχόλησε και τις ανώτατες αρχές του Οθωμανικού κράτους και της Βενετίας. Αφού έγινε μοναχή ίδρυσε τη μονή του Αγίου Ανδρέα, γύρω στο 1571, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα η Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Στο μοναστήρι της, εύρισκαν στέγη, τροφή και περίθαλψη οι φτωχοί και ασθενείς αλλά και καταφύγιο οι σκλάβοι ακόμα και δυστυχείς μουσουλμάνες, οι οποίες μάλιστα συχνά ασπάζονταν το Χριστιανισμό. Αντιδρώντας οι οθωμανικές αρχές προκάλεσαν βίαιη σε βάρος της επίθεση, η οποία λίγους μήνες αργότερα την οδήγησε στο θάνατο. Χάρη στο πλούσιο κοινωνικό, φιλανθρωπικό και πνευματικό της έργο, οι συμπατριώτες της, την υποστήριξαν το 1583, όταν ζήτησε οικονομική βοήθεια για τη μονή της από τις ανώτατες αρχές της Βενετίας, και απηύθυναν αίτημα στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως μετά το θάνατό της για να αναγνωριστεί ως οσία (1598-1601).
Η αποκατάσταση του αρχοντικού
Η αποκατάσταση έγινε μεταξύ 2008-2009 με έμφαση στην προβολή του αρχοντικού του 18ου αιώνα, ώστε να αναδειχθούν τα αυθεντικά μορφολογικά στοιχεία της προεπαναστατικής αρχοντικής αστικής κατοικίας. Παράλληλα, διατηρήθηκαν τα κατάλοιπα που αποκαλύφθηκαν στο υπέδαφος της αυλής και στα κατώγια και τεκμηριώνουν τη διαχρονική ιστορία του χώρου (κυρίως ενός υστερορωμαϊκού τείχους αλλά και της μεσαιωνικής δεξαμενής και των μεγάλων πίθων που πιθανότατα ανάγονται στη βυζαντινή περίοδο). Η μελέτη αποκατάστασης εκπονήθηκε μετά από ανάθεση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, στην οποία έχει παραχωρηθεί η χρήση του ακινήτου. Στο πλαίσιο εφαρμογής της μελέτης, στερεώθηκε ο φέρων οργανισμός του κτηρίου, συντηρήθηκαν τα οικοδομικά στοιχεία του και διατηρήθηκαν στο μέγιστο δυνατό τα παλιά μέλη, ώστε να διασφαλιστεί η αυθεντικότητα του μνημείου. Ταυτόχρονα διατηρήθηκαν και τεκμήρια των κατά καιρούς επεμβάσεων που αποτυπώνουν την ιστορία του. Ακολούθησαν αποξηλώσεις νεώτερων επεμβάσεων και οι πρώτες στερεωτικές εργασίες που επέτρεψαν την πλήρη αποκρυπτογράφηση της οικοδομικής του ιστορίας. Το 1988 έγιναν και τα σχέδια του αποκαλυφθέντος ξύλινου σκελετού του αρχοντικού από τους πολιτικούς μηχανικούς Ε. Τσακανίκα και Σ. Λαζούρα, για τη διπλωματική τους εργασία στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Κουρκουλής Κυριάκος (Γ2)