Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Χασάν, ένα δεκάχρονο αγόρι, που ζούσε με την αδερφή του, την Άννα και του γονείς του στην Ομορφούπολη, στα βάθη της Ανατολής.
Ήταν μια ειρηνική χώρα και ζούσαν ήσυχα. Οι γονείς εργάζονταν και κέρδιζαν τη ζωή τους. Τα παιδιά περνούσαν την ημέρα τους πηγαίνοντας στο σχολείο και παίζοντας ξέγνοιαστα με τους φίλους τους. Μετά από λίγο καιρό, όμως, σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται πάνω από τον ουρανό της Ομορφούπολης. Η γειτονική χώρα, η Ασχημούπολη, ήθελε να χαλάσει τις ομορφιές της χώρας τους. Εξαπέλυσε επίθεση με τον στρατό της. Τεράστια σιδερένια πουλιά έριχναν βόμβες από ψηλά. Πειρατικά πλοία απέκλεισαν τη χώρα από τη θάλασσα. Γκρεμίστηκαν πολλά σπίτια και κτίρια. Καταστράφηκαν δρόμοι και πλατείες. Άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ πολλοί τραυματίστηκαν σοβαρά. Καπνοί γέμισαν τον ουρανό της χώρας. Σειρήνες ηχούσαν παντού.
Οι φιλειρηνικοί κάτοικοι της Ομορφούπολης βρίσκονταν σε απόγνωση. Ήταν απελπισμένοι. Κάποιοι κυκλοφορούσαν σαν χαμένοι στους δρόμους, προσπαθώντας να βρουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Το φαγητό ήταν δυσεύρετο. Άλλοι παρέμεναν κλεισμένοι στα υπόγεια καταφύγια, προσπαθώντας να προφυλαχτούν από τις εχθρικές επιδρομές.
Ο Χασάν και η οικογένειά του, στενοχωρημένοι και ανήσυχοι, φοβούνταν για τη ζωή τους, αλλά και τη ζωή των συνανθρώπων τους. Ανησυχούσαν και αγωνιούσαν για την τύχη τους. Οι γονείς του δεν εργάζονταν πια και τα χρήματά τους τελείωναν. Τα σχολικά κτίρια άλλα είχαν καταστραφεί και άλλα χρησιμοποιούνταν για να στεγαστούν κάτοικοι, που καταστράφηκαν οι οικίες τους. Σιγά σιγά χάνονταν και οι τελευταίες ελπίδες τους για μια καλύτερη εξέλιξη.
Δεν είχαν άλλη επιλογή. Αποφάσισαν με πόνο να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Η θλίψη είχε μαυρίσει την ψυχή τους. Έκλαιγαν, επειδή θα έχαναν, ίσως για πάντα, τα αγαπημένα τους μέρη και πρόσωπα.
Έφυγαν νύχτα. Πήραν μαζί τους μόνο όσα μπορούσαν να κουβαλήσουν. Ξεκίνησαν το δύσκολο ταξίδι τους στο άγνωστο με το φορτηγό ενός φίλου τους, το οποίο ήταν ετοιμόρροπο. Πολλοί άνθρωποι βρίσκονταν στριμωγμένοι στην καρότσα του. Πέρασαν τα σύνορα και βρέθηκαν σε μια ξένη χώρα.
Κάποια στιγμή βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Το όχημα ήταν αδύνατο να προχωρήσει. Αναγκάστηκαν να συνεχίσουν την πορεία τους πεζοπορώντας. Περπάτησαν πολλές ημέρες. Η πείνα και η δίψα κυριαρχούσαν. Έτρωγαν ό,τι μπορούσαν να βρουν στον δρόμο τους. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτά τα εμπόδια. Το δύσβατο έδαφος εμπόδιζε την πορεία τους. Κάποιοι περπατούσαν ξυπόλητοι, γιατί δεν είχαν πια παπούτσια. Τα πόδια τους ήταν κρύα και ματωμένα. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Αγκαλιάζονταν, για να ζεστάνει ο ένας τον άλλον. Άγρια ζώα τούς έφραζαν τον δρόμο. Ληστές απειλούσαν να κλέψουν ό,τι τους είχε απομείνει. Η ελεημοσύνη κάποιων χωρικών διόρθωνε λίγο την απελπιστική κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν. Όμως δεν το έβαζαν κάτω. Με επιμονή συνέχιζαν την πορεία τους προς τη λύτρωση, προς ένα καλύτερο αύριο.
Πονηροί άνθρωποι τούς έταξαν ότι θα τους μεταφέρουν με ασφάλεια σε μια ασφαλή χώρα και θα ζήσουν μια ζωή μακριά από βάσανα και ταλαιπωρίες. Τους πίστεψαν και έδωσαν τα τελευταία χρήματα και πολύτιμα αντικείμενά τους.
Βρέθηκαν πάλι στοιβαγμένοι σε βάρκες, αυτή τη φορά για να διασχίσουν θάλασσες επικίνδυνες, βαθιές και φουρτουνιασμένες. Η πίστη και ελπίδα ήταν τα μόνα εφόδιά τους.
Αλλά τα πράγματα ήταν ακόμα δύσκολα. Ενώ πλησίαζαν τις ακτές της χώρας προορισμού, ένα ισχυρό κύμα αναποδογύρισε το πλεούμενο και βρέθηκαν όλοι στα παγωμένα νερά. Ο Χασάν προσευχήθηκε στον θεό να τους βοηθήσει. Δε θυμόταν πόση ώρα έμεινε αβοήθητος. Ένιωθε το σώμα του να μουδιάζει και πίστευε ότι σύντομα θα τους καταπιεί η θάλασσα.
Για καλή τους τύχη ένα σκάφος του λιμενικού της χώρας τούς μάζεψε και τους οδήγησε στις ακτές. Τους πρόσφεραν στεγνά ρούχα και τους τοποθέτησαν σε σκηνές στην άκρη ενός χωριού. Ο Χασάν με την οικογένειά του ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν μια νέα ζωή.
Κάποιοι από τους κατοίκους της νέας πατρίδας τους έβλεπαν με δυσπιστία και δεν τους ήθελαν στη χώρα τους. Αρκετοί, όμως, στάθηκαν από την αρχή δίπλα τους. Τους βοήθησαν και τους έδωσαν τρόφιμα, νερό και ρουχισμό.
Πέρασαν μήνες κι άρχισαν να συνηθίζουν τη νέα ζωή. Τα παιδιά ξεκίνησαν το σχολείο και σιγά σιγά μάθαιναν τη νέα γλώσσα, ενώ έκαναν και νέους φίλους.
Και προχωρούσαν στον δύσκολο δρόμο της ζωής τους με την ελπίδα πως κάποια στιγμή στο μέλλον θα αξιωθούν να επιστρέψουν στα μέρη, όπου γεννήθηκαν.
Οι μαθητές του Γ’2 (8ο Δημοτικό Σχολείο Κορίνθου / 2021-2022)