Το μπαούλο με τις αναμνήσεις

Μια ιστορία για την Μικρασιατική Καταστροφή:

Το μπαούλο με τις αναμνήσεις – εφιάλτες”

Μπήκα στη σοφίτα. Ήξερα ότι η γιαγιά εκεί θα φύλαγε τους θησαυρούς της. Τους θησαυρούς από την Σμύρνη. Την πόλη της. Πόσες ιστορίες είχα ακούσει για την Σμύρνη; Με πόσες λέξεις μου την είχε περιγράψει; Και η απάντηση είναι άπειρες. Κάθε φορά που μου μιλούσε για αυτήν το πρόσωπό της έλαμπε σαν τον ήλιο μετά από την καταιγίδα. Η φωνή της άλλαζε. Γινόταν πιο μελωδική, σαν τα χελιδόνια την αρχή της άνοιξης. Τον Σεπτέμβρη, όμως, το πρόσωπό της χλώμιαζε. Κανείς δεν καταλάβαινε γιατί. Ή μάλλον εγώ δεν καταλάβαινα γιατί. Η μαμά μού είχε πει ότι θα καταλάβω όταν μεγαλώσω. Σήμερα είχε φτάσει αυτή η μέρα.

Προχώρησα ως το βάθος της σοφίτας και συνάντησα το πολυπόθητο μπαούλο. Για αυτό το μπαούλο είχαν ακουστεί πάρα πολλές ιστορίες. Ο αδελφός μου όταν ήμουν μικρή με τρόμαζε ότι κρύβει μέσα τους χειρότερούς μου εφιάλτες. Εν μέρει, είχε δίκιο. Μόνο που εκεί υπήρχαν αναμνήσεις από τους εφιάλτες της γιαγιάς, κάτι που μόλις είχα μάθει. Μέσα στο μπαούλο υπήρχαν φωτογραφίες ασπρόμαυρες, όχι μόνο λόγω του ότι ήταν τραβηγμένες με φιλμ, αλλά επειδή το περιεχόμενό τους ήταν έτσι. Το άσπρο και το μαύρο διέγραφαν την καταστροφή της Σμύρνης, τα συντρίμμια, τις φωτιές. Ψάχνοντας, βρήκα ένα βιβλίο. Ένα τετράδιο για την ακρίβεια. Άνοιξα την πρώτη σελίδα και διάβασα:

«Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Σήμερα δεν βρίσκομαι ούτε στο κρεβάτι μου ούτε στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν μυρίζω τις λιχουδιές που θα ετοίμαζε η μαμά. Δεν βλέπω τα χαρούμενα πρόσωπα της οικογένειάς μου. Είμαι μέσα σε ένα πλοίο- αν το κάνει ο Θεός πλοίο-. Αφήνω πίσω μου την Σμύρνη, την πόλη μου. Και δεν την αφήνω μόνο. Την βλέπω να καταστρέφεται. Το σπίτι μας, το μαγαζί μας…πάνε. Έγιναν καπνός και σκόνη. Βλέπω τους ανθρώπους να πέφτουν στη θάλασσα, όπως θα έπεφταν τα δίχτυα των ψαράδων στον Βόσπορο. Μυρίζω τη στάχτη, τις φωτιές. Και είμαι μόνη. Η μαμά και η αδελφή μου είναι στην Αθήνα για δουλειές. Δεν ξέρουν τίποτα. Ο μπαμπάς…»

Εδώ σταμάτησα. Δεν μπόρεσα να συνεχίσω. Ούτε εγώ ούτε η γιαγιά. Η υπόλοιπη σελίδα ήταν ανάγλυφη. Τα δάκρυα την είχαν κάνει έτσι. Γιατί η γιαγιά έχασε τον μπαμπά της μπροστά στα μάτια της. Οι Τούρκοι τον σκότωσαν μέσα στο ίδιο του το μαγαζί. Η γιαγιά πρόλαβε να ξεφύγει σε κλάσματα δευτερολέπτου. Η μόνη της παρηγοριά και κουράγιο ήταν η μαμά και η αδελφή της. Και ευτυχώς κατάφερε να τους συναντήσει και να τους διηγηθεί όλα όσα πέρασαν μπροστά από τα μάτια της. Σήμερα όσο την θυμάμαι να μιλάει για αυτά τόσο σκέφτομαι πόσο δυνατή ήταν. Μακάρι να είναι τώρα μαζί του…

Σηκώθηκα και κατέβηκα από τη σοφίτα.

Ηλιοπούλου Πηνελόπη Β΄3

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης