Ο παππούς μου πέρασε λίγο χρόνο στο ορφανοτροφείο της «Εγγύς Ανατολής» στο νησί της Σύρου πριν μεταφερθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όταν έφτασε ήταν μόνος και έπρεπε να αγωνιστεί για τον εαυτό του. Αφού ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, εργάστηκε σε διάφορες θέσεις εργασίας, κυρίως στην περιοχή του Πειραιά. Ξεκίνησε αρχικά να πουλάει καρφίτσες για τα μαλλιά, πριν αγοράσει ένα περίπτερο στο οποίο έψηνε φιστίκια και τα πουλούσε στον κόσμο. Με τα χρήματα που αποταμίευσε, αγόρασε ένα εισιτήριο και ταξίδεψε στη Γερμανία ελπίζοντας για μια καλύτερη ζωή.
Επέστρεψε στην Ελλάδα και μετακόμισε στην Κόρινθο, όπου εργάστηκε ως εργάτης σε χωράφια με βερίκοκα, λεμόνια, πορτοκάλια και σταφύλια, και ό, τι ήταν εποχής. Ένιωθε σαν στο σπίτι του στην Κόρινθο, καθώς κατοικούταν από πολλούς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και δεν πέρασε πολύς καιρός πριν ένας από τους εργοδότες να του χαρίσει ένα μικρό αγροτεμάχιο. Ήταν στην Κόρινθο όπου ο Παναγιώτης ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε και έφτιαξε οικογένεια. Παντρεύτηκε την κόρη της Ελένης Τσερλίδου, που ήταν επίσης πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. Η ζωή ήταν ένας μόνιμος αγώνας επιβίωσης για τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και η ζωή του παππού μου δεν ήταν διαφορετική.
Το φαγητό και το καταφύγιο ήταν τα δύο πιο σημαντικά πράγματα για αυτόν. Ήταν ένας σεμνός άνθρωπος που έζησε μια απλή ζωή χωρίς πολυτέλειες, αλλά υπήρχε ένα πράγμα που δεν μπορούσε να αντέξει. Αυτό ήταν τα όσπρια. Κι αυτό γιατί όποτε σκέφτοταν τα όσπρια, σκέφτοταν τις στιγμές που του έδιναν όσπρια ως ορφανό στο νησί της Σύρου. Μου είπε ότι όταν το κουτάλι χτυπούσε στον πάτο του πιάτου, έκανε θόρυβο, γιατί στη σούπα υπήρχαν πέτρες. Δεν έτρωγε όσπρια για αυτόν τον λόγο.
Ταξιάρχης Κουζούπης Α΄2
Το 1922, στην Μικρασιατική καταστροφή η προγιαγιά μου ζούσε εκεί μαζί με τον άντρα της, τον προπαππού μου. Εκεί ήταν ζάμπλουτοι έμποροι με τεράστια περιουσία. Όταν χρειάστηκε να φύγουνε από τον τόπο τους είχαν προγραμματήσει να μείνουν στην Λήμνο. Αλλά ενώ οι Νεότουρκοι τους είχαν πάρει όλα τα σπίτια και τα προικιά τους, η προγιαγιά μου έφτιαξε μεγάλους κεφτέδες και μέσα τοποθέτησε χρυσές λίρες.
Βασίλειος Δεσπότης Β΄1
O παππούς μου Κώστας, πατέρας του πατέρα μου, ήταν επτά ετών κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Γεννήθηκε στη Σμύρνη και είχε τέσσερα αδέρφια από τα οποία ήταν ο δεύτερος πιο μικρός. Ένα βράδυ των ημερών αυτών, η προγιαγιά μου Σοφία επιχείρησε να διαφύγει από τη Σμύρνη, μυστικά από τους Τούρκους, μαζί με τα πέντε της παιδιά, χωρίς όμως τον άντρα της Ιωάννη (δεν γνωρίζω τον λόγο). Ανέβηκαν σ΄ένα καΐκι μαζί με άλλους Έλληνες και η πρώτη στεριά που συνάντησαν ήταν η Κρήτη. Φτάνοντας το καΐκι στο νησί είχε μαζευτεί κόσμος να τους υποδεχτεί. Ένας Κρητικός σήκωσε ψηλά το μικρότερο απ΄τα αδέρφια, το οποίο ήταν μόλις ενός έτους και είπε: «Εγώ θα σε βαφτίσωκαι θα σου δώσω το όνομα του Μίνωα, για να θυμάσαι ότι σώθηκες στην Κρήτη. Έμειναν για μικρό χρονικό διάστημα εκεί και στη συνέχεια πήγαν στον Πειραιά όπου και εγκαταστάθηκαν. Τα μόνα κειμήλια που κατάφεραν να διασώσουν ήταν λιγοστές φωτογραφίες και μερικά ρούχα.
Από τη μεριά της μητέρας μου, ο παππούς μου είχε θεία την Διδώ Σωτηρίου. Αυτή και η οικογένειά της επέζησαν από την καταστροφή και στο βιβλίο της «Ματωμένα Χώματα», το οποίο έχει γίνει και θεατρικό έργο, εξιστορεί τα γεγονότα.
Κωνσταντίνος Συρόπουλος Γ΄4