«Μια περίεργη μέρα»
Ήταν ένα ήρεμο βράδυ. Είχα καλέσει κάποιους φίλους μου για να διανυκτερεύσουν σπίτι μου. Κατά τις 12 π.μ. πέσαμε για ύπνο. Στις 2 π.μ. ξυπνήσαμε από ένα ουρλιαχτό, αλλά νομίζαμε ότι ήταν το μωρό του γείτονα και ξανακοιμηθήκαμε. Στις 3 π.μ. ακούαμε μια φωνή από τα μεγάφωνα του Αμαλείου να λέει «Κλειστείτε στα σπίτια σας και βρείτε κάπου να κρυφτείτε». Προσπαθούσε να πει και κάτι άλλο, αλλά δεν μπόρεσε.
Μετά, ξαναμίλησαν από τα μεγάφωνα είπαν «Αν έρθει κάποιος σπίτι σας και χτυπήσει την πόρτα, μην τολμήσετε να ανοίξετε. Θα σας-». Ξαναέκλεισαν τα μεγάφωνα. Στις 7 π.μ. ήρθε κάποιος στην πόρτα του σπιτιού μου. Πήγα να δω από το ματάκι τις πόρτας ποιος ήταν και ήταν η γιαγιά μου. Μας είπε να πάμε σπίτι της επειδή είχε φτιάξει ένα καταφύγιο με έπιπλα δίπλα στο παράθυρο. Πήρα τα κυάλια μου και ανεβήκαμε πάνω στο σπίτι της γιαγιάς μου.
Στις 11 π.μ. ήρθε κάποιος στην πόρτα και ο φίλος μου άνοιξε νομίζοντας ότι θα ήταν η μητέρα του αλλά ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα και με μια μαύρη μάσκα τον άρπαξε κι έφυγε. Η γιαγιά μου φώναξε «Ένας άντρας με τον φίλο σου!» και τρομάξαμε.
Κάτσαμε άλλη μια εβδομάδα σπίτι και μετά ξαναπήγαμε σχολείο. Ξαφνικά, ο φίλος μου που τον είχε αρπάξει ο μυστηριώδης άντρας ήρθε καταϊδρωμένος και μας φώναξε «Κρυφτείτε έρχεται!». Και μπήκε ο ίδιος άντρας στην τάξη μας αλλά καλέσαμε κρυφά την αστυνομία και πριν προλάβει να μας κάνει κάτι έφτασαν, τον πήραν στην φυλακή και ζήσαμε εμείς καλά, αλλά αυτός χάλια.
Λεονάρδος Τριανταφύλλου