Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες για μικρούς και μεγάλους!

Το Α2 του σχολείου μας αποχαιρετά το 2023 με χριστουγεννιάτικες ιστορίες για μικρούς και μεγάλους. Οι μικροί και μικρές συγγραφείς του τμήματος, με αφορμή τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, αποφάσισαν γράψουν μικρές ή μεγαλύτερες ιστορίες και να τις δημοσιεύσουν στο περιοδικό μας. Ήρωες τους: Το Πνεύμα των Χριστουγέννων, το διαφορετικό χριστουγεννιάτικο έλατο, ο πονηρός μαύρος γάτος,  ο πραγματικός Άη Βασίλης…

Ανέκδοτες, λοιπόν, ιστορίες με ευτυχισμένο τέλος, εμπνευσμένες από τις μέρες που λατρεύουν τα παιδιά! Πρωτότυπα παραμύθια για μικρούς και μεγάλους, με ονοματεπώνυμο!

Μιχάλης Ασλανίδης:  «Το δώρο που χάθηκε»

κουκ

Για να πάει κανείς στο μαγαζί του μπάρμπα Θωμά έπρεπε να κατέβει πέντε σκαλάκια, ήταν σαν να λέμε ημιυπόγειο. Ο μπάρμπα Θωμάς, αν και ήταν ωρολογοποιός και μάλιστα πολύ καλός στη δουλειά του, ζούσε με τη γυναίκα και τα παιδιά του στο μαγαζί γιατί ήταν πολύ φτωχοί.

Κλασικά σε κάθε ιστορία υπάρχει ένας φτωχός κι εργατικός άνθρωπος κι ένας πλούσιος και κακός άρχοντας. Αυτό θα γίνει και στη δική μας ιστορία. Από τα χέρια του μπάρμπα Θωμά, λοιπόν, βγαίνανε τα πιο καλοδουλεμένα ρολόγια: ρολόγια χειρός, ρολόγια τοίχου και ρολόγια κούκου. Από εκείνα που σου θυμίζουν κάθε ώρα που περνάει.

Μια μέρα επισκέφτηκε το ρολογάδικο  ο πλούσιος και στριμμένος άρχοντας, ο Στριμίδης.

- Έχω ακούσει πως φτιάχνεις ρολόγια. Λοιπόν, θέλω ένα ρολόι για τη γυναίκα μου, ζήτησε ο Στριμήδης. Το ρολόι που του έδειχνε ήταν ένα καλοδουλεμένο ρολόι με χρυσή επένδυση, πολύτιμες πέτρες και χρωματιστό κούκο. Που έδειχνε τις ώρες, τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα.

-Και θέλω να το φτιάξεις έως αύριο. Με αυτά τα λόγια έφυγε.

Ο μπάρμπα Θωμάς ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό κι αναστέναξε.
- Το χάνουμε το μαγαζί, γυναίκα, είπε απελπισμένος!
- Πιστεύω σε εσένα, είπε η γυναίκα του προσπαθώντας να του δώσει ελπίδα. Με πολύ κόπο ο μπάρμπα Θωμάς, αφού έμεινε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα, κατάφερε να φτιάξει το ρολόι που του ζήτησε ο άρχοντας. Δεν πρόλαβε όμως να φτιάξει ένα δώρο για το γιο του, γιατί πού λεφτά να του αγοράσει κάτι για τα Χριστούγεννα που ερχόταν! Δυστυχώς ο γιος του θα έμενε χωρίς δώρο και θα στενοχωριόταν πολύ, μα δεν γινόταν κι αλλιώς!

Ο γιος του μπαρμπά Θωμά μόλις την προηγούμενη μέρα έστειλε για πρώτη φορά γράμμα στον Άη Βασίλη και το γράμμα έλεγε:
«Αγαπητέ Άη Βασίλη
Είναι η πρώτη φορά που σου στέλνω γράμμα και θέλω να μου φέρεις ό,τι διαλέξεις εσύ.
Όμως μη με ξεχάσεις, γιατί φοβάμαι μήπως είναι αλήθεια αυτό που λένε τα άλλα, τα μεγάλα παιδιά. Λένε πως Άη Βασίλης υπάρχει μόνο όταν οι γονείς έχουν λεφτά.
Με πίστη σε σένα, Γιάννης».

Ο Άγιος Βασίλης, όπως όλοι γνωρίζουμε, μένει με την κυρία Καλοσύνη κι αυτή διαβάζει τα γράμματα όλων των παιδιών. Τη νύχτα, παραμονή Χριστουγέννων, κουρασμένη όπως ήταν, ξέχασε να ξυπνήσει τον Άη Βασίλη και έτσι βιαστικός ο άγιος δεν πρόσεξε πως το δώρο του μικρού Γιάννη έπεσε από τον σάκο. Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα να παραδώσει το δώρο του, όσο κι αν έψαχνε δεν το έβρισκε. Για να μην τον αφήσει όμως χωρίς δώρο του χάρισε το έλκηθρό του κι έτσι εξηγείται πως από τότε ο άγιος ταξιδεύει επάνω στους ταράνδους!

Όσο για τον μπαμπά Θωμά πήρε τα χρήματα που του άξιζαν από το ρολόι και με το παραπάνω κι έτσι η οικογένειά του κατάφερε επιτέλους να αγοράσει ένα ξεχωριστό σπίτι!

Πολύ συχνά στις ιστορίες συναντάμε  χαρούμενο τέλος, όπως ακριβώς έγινε και στη δική μας ιστορία. Η οικογένεια του μπάρμπα Θωμά ήταν πλέον πολύ χαρούμενη και ευτυχισμένη. Ο Γιάννης είχε ένα ξεχωριστό δώρο: το έλκηθρο του Άη Βασίλη και όλη η οικογένεια ήταν πια αρκετά πλούσια ώστε να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Κωνσταντίνος Βασιλειάδης: «Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο διαφορετικό από τ’ άλλα»

template_zografies_a4

Κάθε χρόνο σε ένα ορεινό χωριό της Χαλκιδικής, τον Ταξιάρχη, καλλιεργούνται χιλιάδες έλατα για να γίνουν την περίοδο τον γιορτών χριστουγεννιάτικα δέντρα. Όλα τα έλατα περιμένουν με ανυπομονησία να έρθει η στιγμή που θα έχουν μεγαλώσει τόσο, ώστε να τα επιλέξουν για να μπουν στα σπίτια των ανθρώπων. Ανάμεσα σε αυτά τα χιλιάδες έλατα υπήρχε και ένα μικρότερο, που δεν μεγάλωνε όπως τα υπόλοιπα, ο Πρασινούλης.

Όσο πλησίαζαν οι μέρες των Χριστουγέννων όλο και πιο πολλοί άνθρωποι επισκέπτονταν το χωριό για να διαλέξουν και να αγοράσουν το δέντρο που θα στόλιζε στο σπίτι τους. Ο Πρασινούλης πάντα έμενε πίσω…Όλοι τον προσπερνούσαν και διάλεγαν κάποιο άλλο έλατο, άλλοτε πιο ψηλό, άλλοτε πιο φουντωτό, ποτέ όμως δεν διάλεγαν τον Πρασινούλη….

Ήταν τόσο λυπημένος! Άκουγε κάθε χρόνο τις ιστορίες από τους ανθρώπους για τις γιορτές των Χριστουγέννων και το πόσο όμορφα είναι στολισμένα τα σπίτια τους, τα παιδάκια που τρέχουν χαρούμενα τραγουδώντας τα κάλαντα και περιμένουν με ανυπομονησία τον Άγιο Βασίλη ! Ήθελε τόσο πολύ να τα δει όλα αυτά, να νιώσει τη χαρά και τη ζεστασιά αλλά και τον θαυμασμό των ανθρώπων, όταν θα στέκεται περήφανος στο σαλόνι στολισμένος με πολύχρωμα  λαμπάκια και χρωματιστές μπάλες!

Οι μέρες όμως περνούσαν και αυτός πάντα έμενε πίσω….

Τον κοιτούσαν τα υπόλοιπα έλατα και σιγοψιθύριζαν με τα κλαδιά τους …

-Πω πω.. πάλι δεν θα διαλέξει κάνεις τον Πρασινούλη..

-Τι κρίμα…

-Μα δεν ψήλωσε από πέρσι ούτε ένα εκατοστό!

-Και τα κλαδιά του, δείτε τα, είναι τόσο αραιά. Δεν έχουν  βελόνες βαθυπράσινες και πλούσιες σαν τις δικές μας…

Ένα παγωμένο όμως κυριακάτικο πρωινό επισκέφτηκε το χωριό μια οικογένεια με ένα μικρό παιδάκι. Αφού έκαναν μια βόλτα ανάμεσα από τα έλατα ο μικρός γιος τους στάθηκε μπροστά στον Πρασινούλη και με μάτια γεμάτα χαρά…φώναξε:

-Μαμά, μπαμπά αυτό το έλατο θέλω να πάρουμε! Είναι τόσο όμορφο και είναι στο ύψος το δικό μου, θα μπορέσω να το στολίσω όλο μόνος μου και στο τέλος θα βάλω και το αστέρι στην κορυφή του!

Ο Πρασινούλης αλλά και τα υπόλοιπα έλατα δεν πίστευαν αυτό που άκουγαν …

Την επόμενη μέρα ο Πρασινούλης στεκόταν καμαρωτός και χαρούμενος στο σαλόνι του σπιτιού του μικρού παιδιού. Φορούσε στα κλαδιά του ένα σωρό από χρωματιστές μπάλες και φωτάκια.

Το ίδιο βράδυ όλη η οικογένεια τραγουδούσε μαζί «Ω έλατο! Ω έλατο! Μ’ αρέσεις πώς μ’  αρέσεις…».

Ανώνυμος: «Είδα τον Άη Βασίλη»

άη
Κάποτε ήταν ένα παιδί που το λέγαν Λεωνίδα και ήθελε να δει τον Άη Βασίλη από κοντά. Να τον γνωρίσει. Οπότε άρχισε να καταστρώνει ένα σχέδιο. Έτσι κι αλλιώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, ήταν μοναδική ευκαιρία!

Μετά από το σχολείο είπες τον εαυτό του: Άλλες τρεις μέρες μέχρι την Πρωτοχρονιά, ανυπομονώ…

Σκέφτηκε πως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς θα άφηνε μπισκότα και γάλα κάτω από το δέντρο, θα έλεγε στους γονείς του καληνύχτα, θα πήγαινε στο δωμάτιο του, θα έκλεινε τα μάτια κάνοντας πως κοιμόταν, το ρολόι θα χτυπούσε 12 και τότε θα τον έβλεπε από κοντά.

Στο σχολείο εξήγησε το σχέδιο του στους δύο φίλους του.

- Λοιπόν, ακούστε με παιδιά. Έχω ένα σχέδιο το πώς θα δούμε τον Άη Βασίλη όλοι μαζί!

- Πώς θα γίνει αυτό, ρώτησε με ανυπομονησία ο πρώτος φίλος του.

- Για εξήγησέ μας, σε παρακαλώ, συνέχισε ο δεύτερος φίλος του.

Αφού τους εξήγησε με λεπτομέρειες το σχέδιό του, ο πρώτος φίλος του είπε:

- Το σχέδιο είναι πολύ ωραίο αλλά έχουμε διαφορετικό σπίτι ο καθένας. Πώς θα μπορέσει αυτό άραγε να λειτουργήσει;

- Τι εννοείς;

- Υπάρχουν πολλά προβλήματα, όπως για παράδειγμα, στη δική μου κρεβατοκάμαρα δεν έχω ρολόι. Πώς θα δω τι ώρα είναι;

- Ναι, και οι δικοί μου γονείς είναι πολύ προστατευτικοί, δεν θα μπορέσω εύκολα να τους ξεφύγω, συμπλήρωσε ο δεύτερος φίλος.

- Θα βρω έναν τρόπο παιδιά, μην στεναχωριέστε!

Ο Λεωνίδας αναστατώθηκε που οι φίλοι του θα δυσκολεύονταν να δουν μαζί του τον Άη Βασίλη. Έσπαγε το κεφάλι του για να βρει πώς θα λύσει τα προβλήματα αυτά, όταν μπήκαν στο δωμάτιο οι γονείς του και τον ρώτησαν:

-Τι θα ήθελες Λεωνίδα να σου φέρει φέτος ο Άη Βασίλης;

Χωρίς να το πολυσκεφτεί, απάντησε βιαστικά:

-Μερικά αυτοκινητάκια θα ήταν πολύ καλή ιδέα.

Οι γονείς χωρίς δεύτερη κουβέντα έφυγαν από το δωμάτιο του παιδιού και εκείνος συνέχισε να σκέφτεται.

Την άλλη μέρα το πρωί, απέμειναν μόνο δυο μέρες μέχρι τα Πρωτοχρονιά. Σε ένα διάλειμμα εξήγησε στους φίλους του το καινούριο του σχέδιο.

- Αντώνη, αφού δεν έχεις ρολόι στο δωμάτιο σου, αναγκαστικά θα πρέπει να παρακολουθείς την ώρα από το σαλόνι. Μάρκο, έχεις πολύ προστατευτικούς γονείς. Πρέπει να τους ξεφύγεις, χωρίς να σε καταλάβουν.

Τα δύο επόμενα βράδια η παρέα δούλευε το σχέδιο και όταν επιτέλους ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, 12:00 το βράδυ, δείτε τι συνέβη:

Ο Μάρκος έκανε ό,τι μπορούσε για να μην τον υποπτευτούν οι γονείς του. Όταν ήρθε η κατάλληλη ώρα, έκανε μερικά μικρά και χαλαρά βήματα όμως, η μητέρα του τον είδε να ξεφεύγει και επιτακτικά τον έβαλε για ύπνο.

Ο Αντώνης παρόλο που έφυγε για ύπνο λίγο πριν τις 12, για να μην τον υποψιαστούν, δεν τα κατάφερε. Όταν στις 12:00 πήγε να σηκωθεί από το κρεβάτι, τον άκουσε ο πατέρας του και το σχέδιο ναυάγησε!

Το μόνο παιδί που κατάφερε να μην τον υποψιαστούν οι γονείς του ήταν ο Λεωνίδας. Στις 12:00 έτρεξε μπρος το χριστουγεννιάτικο δέντρο και είδε κάτι παράξενο. Τους γονείς του να βάζουν τα δώρα αντί για τον Άη Βασίλη.

Έτσι ο Λεωνίδας έμαθε την αλήθεια. Όλα έβγαζαν νόημα τώρα. Έτρεξε κλαμένος από τη στεναχώρια στο δωμάτιό του και κρύφτηκε κάτω από τα σεντόνια. Όταν σε μια στιγμή κάθισε στο κρεβάτι του, ανάμεσα από τα αναφιλητά και κοίταξε προς το φεγγάρι, αντίκρυσε ένα παράξενο θέαμα. Σε ένα λαμπερό ουρανό είδε τον Άη Βασίλη και τα ελάφια του! Πριν να βγάλει λέξη ο Άη Βασίλης του είπε:

- Μπορείς να κρατήσεις μυστικό;

- Μπορώ, απάντησε εκείνος διστακτικά.

-Ωραία, άκου λοιπόν: Μπορεί να μην υπάρχει στα αλήθεια ο Άη Βασίλης αλλά ένα είναι σίγουρο: Υπάρχει στην καρδιά σου.

Ο μικρός Λεωνίδας ξύπνησε το επόμενο πρωί, χαρούμενος κι ευτυχισμένος που πράγματι είδε τον Άη Βασίλη. Κοίταξε κάτω από το δέντρο,  βρήκε το δώρο του, τα αυτοκινητάκια, και χαμογέλασε ευτυχισμένος.

Ιωσήφ Δεμερτζίδης: «Μου το υποσχέθηκαν!»

τ

Ο Μάκης ζει στην Πάτρα και είναι 12 χρονών. Δεν έχει αδέρφια και μένει με τη μητέρα και τον πατέρα του. Κάθε φορά που πλησίαζαν Χριστούγεννα βοηθούσε τη μαμά του με το τύλιγμα των δώρων, με το στόλισμα του σπιτιού και φτιάχνανε μαζί χριστουγεννιάτικα μπισκότα. Γενικά, όταν η μαμά του ήθελε κάτι ο Μάκης πάντοτε βοηθούσε με χαρά.

Τώρα όμως που πήγε στο γυμνάσιο, έχει αλλάξει κάπως. Δεν βοηθάει τη μαμά του και όλη μέρα  παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια στον υπολογιστή. Πολλές φορές λέει ότι θα βοηθήσει και η μαμά του περιμένει ότι θα κάνει αυτό που υποσχέθηκε, αλλά αυτός τίποτα.

Έτσι η μητέρα του σε συνεννόηση με τον μπαμπά του αποφάσισε να λάβουν δραστικότερα μέτρα. Πώς θα του φαινόταν αν οι γονείς του αθετούσαν τις υποσχέσεις που του έδιναν; Θα καταλάβαινε πόσο άσχημα αισθάνονταν;

Μια μέρα, λοιπόν, που ο Μάκης είχε προπόνηση μπάσκετ, η μαμά του τού υποσχέθηκε ότι θα παραγγείλει πίτσα για το βράδυ. Ο Μάκης σκεφτότανε την πίτσα καθ” όλη τη διάρκεια της προπόνησης και όταν γυρνούσε στο σπίτι μπορούσε ήδη να γευτεί το κασέρι να λιώνει στο στόμα του. Καθώς ανέβαινε τρέχοντας τις σκάλες, τον χτύπησε μια απαίσια μυρωδιά. «Δεν μπορεί να μυρίζει μπάμιες, αυτό είναι το χειρότερο φαγητό!», σκέφτηκε, καθώς άνοιγε την πόρτα. Στο τραπέζι της κουζίνας τον περίμενε ένα πιάτο μπάμιες και ο Μάκης ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι.

Την εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα οι γονείς του Μάκη υποσχέθηκαν στον γιο τους ότι θα του πάρουν ένα καινούριο tablet, αλλά τη μέρα που άνοιγαν τα δώρα, περίμενε τον Μάκη μια δυσάρεστη έκπληξη. Οι γονείς του, αντί να του αγοράσουν ένα καινούργιο tablet, όπως του υποσχέθηκαν, του πήραν μία μπάλα μπάσκετ, ενώ ήξεραν πως είχε άλλες τρεις. Ο Μάκης ξεχείλιζε από θυμό.

-Ε, όχι να μην τηρούν τις υποσχέσεις τους και για το χριστουγεννιάτικο δώρο! Αυτό πάει πολύ!

Ο Μάκης άρχισε να αναρωτιέται τι έγινε και οι γονείς του συμπεριφέρονταν έτσι. Όσο και να σκεφτόταν δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει το λόγο, ώσπου μια μέρα η μαμά του ήρθε να του μιλήσει και του εξήγησε πως μαζί με τον μπαμπά του ήθελαν να τον ταρακουνήσουν. Αν οι ίδιοι αθετούσαν τις υποσχέσεις τους ίσως  τον έκαναν να αισθανθεί όπως αρχικά αισθάνθηκαν κι αυτοί.

Μετά από αυτό ο Μάκης κατάλαβε το λάθος του και αποφάσισε ποτέ ξανά να μην υποσχεθεί κάτι χωρίς να το τηρήσει μετά.

Βασιλική Καζάκου: «Μια νύχτα μαγική…», εμπνευσμένο από την ταινία «Τα χρονικά των χριστουγέννων 1″

 αη

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια πόλη, όχι πολύ μακριά από δω, ζούσαν ένας παππούς και μια γιαγιά. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και περίμεναν όπως κάθε χρόνο τα παιδιά και τα εγγόνια τους για να γιορτάσουν όλοι μαζί τα Χριστούγεννα.

Όταν ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας, η γιαγιά και ο παππούς πήραν μια βαθιά ανάσα και άνοιξαν την πόρτα με λαχτάρα, μιας και είχαν να δουν τα εγγόνια τους πολλούς μήνες. Τα παιδιά τούς αγκάλιασαν και οι παππούδες πετούσαν στα σύννεφα από ευτυχία.

Κάθισαν στο γιορτινό τραπέζι και εκείνα τους αφηγήθηκαν με λεπτομέρειες πώς περνούσαν στο σχολείο, στις εξωσχολικές δραστηριότητες τους, στην καθημερινότητά τους.

Όταν τελείωσαν το δείπνο οι γονείς των παιδιών έφυγαν και τα παιδιά έμειναν στο σπίτι των παππούδων για να περάσουν τις επόμενες μέρες. Τα παιδιά θα έβλεπαν μια χριστουγεννιάτικη ταινία και θα πήγαιναν για ύπνο, ήταν πολύ κουρασμένα από τις χριστουγεννιάτικες αγορές και τις βόλτες με τους γονείς τους. Ο παππούς και η γιαγιά τούς καληνύχτισαν. Κρυφογέλασαν, γνωρίζοντας τη λαχτάρα να δουν το πρωί τα χριστουγεννιάτικα δώρα που θα τους έφερνε ο Άη Βασίλης.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας πράγματι, ήρθε ο Άη Βασίλης για να αφήσει τα δώρα κάτω από το δέντρο. Τα παιδιά ξαγρυπνήσαν για να τον δουν και όταν τον άκουσαν να μασουλάει τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα που του είχαν αφήσει, έμειναν έκπληκτα. Τα παιδιά όμως χωρίς να το καταλάβουν τον είχαν τρομάξει και εκείνος βιαστικός έτρεξε να εξαφανιστεί. Τα παιδιά τον ακολούθησαν έξω από το σπίτι και είδαν το έλκηθρο με τους ταράνδους να περιμένει. Προσπάθησαν να ανεβούν και μετά από λίγη δυσκολία το κατάφεραν. Από το έλκηθρο είδαν τον άγιο Βασίλη να πηδάει από καμινάδα σε καμινάδα μοιράζοντας τα δώρα και με ένα σάλτο να επιστρέφει  πίσω.

Ο Άη Βασίλης όταν τους αντιλήφθηκε τρόμαξε, έχασε τον έλεγχο του έλκηθρου, έχασε το μαγικό του σκούφο, έχασε τους ταράνδους του. Έχασε τη μαγεία να πετάει και να εμφανίζεται σε μέρη στη διάρκεια μιας ανάσας. Προσγειώθηκε κακήν κακώς σε μια αυλή. Τα παιδιά δεν πίστευαν στα μάτια τους! Ήθελαν να τον βοηθήσουν να ξαναβρεί το σάκο του, τους ταράνδους του και να επιδιορθώσουν το έλκηθρο. Έπρεπε οπωσδήποτε όλα αυτά να διορθωθούν, γιατί διαφορετικά, πολλά παιδιά θα έμεναν χωρίς δώρο.

Μέσα σε αυτήν την ανακατωσούρα δυο αστυνομικοί συνέλαβαν τον Άη Βασίλη, θεωρώντας τον κακοποιό. Όσο κι αν προσπαθούσε να τους εξηγήσει ότι αν τον κρατούσαν η μισή υφήλιος θα έμενε χωρίς δώρα, αυτοί δεν τον πίστευαν και τον έκλεισαν στη φυλακή. Τη λύση ευτυχώς έδωσαν τα ξωτικά του με την βοήθεια των δύο παιδιών. Η Μαρία εντόπισε τον κόκκινο σάκο πάνω σε ένα δέντρο, μπήκε μέσα και εκεί βρήκε τα ξωτικά του Άη Βασίλη. Εκείνα έφτιαξαν ένα καινούριο σκούφο, επιδιόρθωσαν το έλκηθρο και απελευθέρωσαν επιτέλους τον ταλαιπωρημένο Άη Βασίλη από τη φυλακή.

Μετά από λίγο ο Άη Βασίλης άρχισε και πάλι να τρέχει πολύ γρήγορα και να μοιράζει τα δώρα στα παιδιά. Είχε χάσει πολύτιμο χρόνο και ήταν πολύ βιαστικός. Στο τέλος της βραδιάς επέστρεψε κουρασμένος τα παιδιά στο σπίτι τους, χωρίς κανείς να καταλάβει ότι έλειπαν.

Την επόμενη μέρα η Μαρία και ο Φίλιππος ξύπνησαν κατάκοποι αλλά χαρούμενοι. Ήταν τα πιο ευτυχισμένα παιδιά στον κόσμο, όχι μόνο γιατί γνώρισαν από κοντά τον Άη Βασίλη αλλά και γιατί, άθελά τους, πήραν μέρος σε μια τρομερή και ανεπανάληπτη περιπέτεια. Αλλά, όπως λέει και η παροιμία:  «Τέλος καλό, όλα καλά!».

Αιμιλία Δεμερτζίδου: «Ο κλέφτης μικρός γάτος και το πνεύμα των Χριστουγέννων»

μγ

Κάποτε στην Αμπλέζα ήτανε ένας μαύρος γάτος, μικρός και κλέφτης.  Όπως μπορείτε να φανταστείτε  τον έβρισκες παντού: στα τζάμια , στη κολώνες , στα πάρκα…Έκλεβε τα πάντα. Και όταν λέμε τα πάντα εννοούμε τα πάντα! Κονσέρβες, φυτά, μολύβια, κασετίνες , τσάντες, χριστουγεννιάτικα δέντρα…

Η αστυνομία τον έπιανε και τον έβαζε φυλακή αλλά αυτός κατάφερνε πάντα να ξεγλιστράει. Συνεχώς οι φωνές των ανθρώπων ακουγόντουσαν σε όλη την Αμπλέζα, διαμαρτυρόμενοι  για τα χαμένα τους πράγματα. Ό,τι έκλεβε το έκρυβε στη σπηλιά του, η οποία ήταν και το σπίτι του. Μια μέρα, όσο απολάμβανε την κονσέρβα του…

- Μαύρε γάτεεεεεε, ακούστηκε μια περίεργη βαθιά φωνή από το βάθος της σπηλιάς.

- Ποιος μίλησε; Ρώτησε φοβισμένος ο μαύρος γάτος.

- Καλά, δεν με κατάλαβες; Είμαι το χριστουγεννιάτικο δέντρο που έκλεψες από το κέντρο της πόλης.

-Μα καλά, πώς μπορείς και μιλάς; Ρώτησε ο μαύρος γάτος με φόβο και περιέργεια μαζί.

- Σκέψου λίγο. Εγώ φέρνω το πνεύμα των Χριστουγέννων κάθε χρόνο! Και όπως γνωρίζεις ήρθε αυτή η στιγμή που επιτέλους…

- Καλά, καλά… Και για πες, τι θες από εμένα; Αν ζητάς όλον αυτόν τον θησαυρό, ξέχνα το. Αποκλείεται να στον δώσω!

- Όχι ,όχι δεν θα ήθελα να σου κλέψω τον «θησαυρό» σου. Το μόνο που θα ήθελα είναι να σου κάνω μία ερώτηση!

- Παρακαλώ, είμαι όλος αυτιά! Απάντησε πονηρεμένος και πιο ψύχραιμος τώρα ο μαύρος γάτος.

-Όπως γνωρίζεις, μαύρε γάτε, έχεις κλέψει ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει σε αυτό εδώ το χωριό… Όλοι οι άνθρωποι αλλά και οι γάτες δεν έχουνε να φάνε μόνο και μόνο επειδή τα έχεις κατακλέψει όλα. Οπότε η ερώτηση μου είναι… Γιατί δεν θέλεις να δώσεις όλα αυτά που έχεις κλέψει πίσω; Στο κάτω κάτω τίποτα από αυτά δεν χρειάζεσαι. Είναι όλα περιουσία των ανθρώπων! Για παράδειγμα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο σαν εμένα τι να το κάνεις;

- Μα τι λες αγενέστατο χριστουγεννιάτικο δέντρο! Εγώ όλα αυτά τα χρειάζομαι, μου είναι απαραίτητα.

- Σε τι σου χρησιμεύουν όλα αυτά; Είσαι ένας γάτος! Δεν χρειάζεσαι ούτε καθρέφτη, ούτε χριστουγεννιάτικο δέντρο και κυρίως αυτή την βρωμερή κάλτσα! Δηλαδή προς Θεού! απάντησε αηδιασμένο το δέντρο.

- Τώρα που το λες νομίζω ότι έχεις ένα δίκιο! Αλλά και πάλι γιατί, να τα δώσω όλα αυτά;

- Πω πω,  γάτε, συνέχεια κάνεις ανούσιες ερωτήσεις! Στο έχω πει δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κρατάς όλα αυτά!  Ο λόγος όμως για να τα δώσεις πίσω είναι διότι οι άνθρωποι τα χρειάζονται και αν τους τα επιστρέψεις θα δεις ευτυχισμένα τα πρόσωπά τους.

- Καλά, έστω, πως τα δίνω πίσω. Εγώ έχω συνηθίσει να κλέβω πράγματα… Θέλω  κάτι να κλέβω!

- Εντάξει θα κάνουμε μια συμφωνία. Θα δώσεις πίσω όλα αυτά που έχεις και θα αρχίσεις να κλέβεις τις καρδιές των ανθρώπων. Όχι κυριολεκτικά αλλά μεταφορικά. Είναι εξάλλου πιο πολύτιμες από ό,τι έχεις μαζέψει!

- Και πώς θα το κάνω αυτό για να έχουμε καλό ερώτημα;

- Θα κάνεις καλές πράξεις και έτσι θα κερδίσεις την ευγνωμοσύνη και την αγάπη των ανθρώπων!

- Ωραία ιδέα! Καλά αυτό θα κάνω, θα προσπαθήσω τουλάχιστον! Απάντησε σκεπτικός ο μαύρος γάτος.

Από την επόμενη μέρα και μετά ο μαύρος γάτος κάθε μέρα και κάθε βράδυ μοίραζε τα κλεμμένα πράγματα των ανθρώπων! Έτσι κέρδισε την αγάπη και την ευγνωμοσύνη τους χάρη στο χριστουγεννιάτικο πνεύμα κι έτσι μετά από δύο μήνες η σπηλιά, επιτέλους, άδειασε από τα κλεμμένα πράγματα και ο γάτος δεν ξαναενόχλησε ποτέ, μα ποτέ τους ανθρώπους.

Χριστίνα Ζέρβα: «Παραμονή Χριστουγέννων»

καλαντα

Επιτέλους ξημέρωσε παραμονή Χριστουγέννων. Όλη η οικογένεια ήταν πραγματικά χαρούμενη. Η Σοφία και ο Νικόλας, τα δύο παιδιά της οικογένειας, δεν σταματούσαν να χαμογελούν για τη σημερινή μέρα. Αφού σηκώθηκαν κι έφαγαν το πρωινό τους μπροστά στη ζεστή ξυλόσομπα του σπιτιού, άρχισαν να ετοιμάζονται για να βγουν να πουν τα κάλαντα. Κάναν πρόβες όλη την εβδομάδα, ώστε να μην ξεχάσουν ούτε μία λέξη. Φυσικά θα πέρνανε μαζί και τα τρίγωνα. Αφού ντύθηκαν ζεστά, χαιρέτισαν τη μητέρα τους και ξεκίνησαν. Είχαν σκοπό να περάσουν σχεδόν από όλα τα σπίτια του χωριού. Άλλωστε τους ήξεραν όλοι και δεν ντρέπονταν ούτε φοβόντουσαν.

Όλα τα σπίτια άνοιγαν την πόρτα τους. Φυσικά εκτός από χρήματα κερνούσαν τα παιδιά και χριστουγεννιάτικες λιχουδιές. Η ώρα πέρασε και τα δυο παιδιά αποφάσισαν να γυρίσουν στο σπίτι με τις τσέπες φουσκωμένες! Άλλωστε είχαν εκπληρώσει το σκοπό τους και ήθελαν να μοιραστούν τη χαρά τους με τους γονείς τους. Έτσι, την ώρα του βραδινού με το αγαπημένο τους φαγητό, γαλοπούλα με πατάτες, τα παιδιά ζήτησαν να ανακοινώσουν στους γονείς τους κάτι σημαντικό. Τους είπαν πως αποφάσισαν να δώσουν στα παιδιά του ορφανοτροφείου της πόλης τα χρήματα που μάζεψαν από τα κάλαντα.

Ο πατέρας και η μητέρα τους δάκρυσαν από συγκίνηση και υπερηφάνεια που τα παιδιά τους σκέφτηκαν να κάνουν μια τόσο καλή πράξη αυτές τις Άγιες Μέρες. Οι γονείς τούς έδωσαν συγχαρητήρια, διότι αυτοί δεν είχαν σκεφτεί ποτέ κάτι τέτοιο όταν ήταν παιδιά και ξόδευαν τα χρήματά τους σε παιχνίδια και άλλα παρόμοια πράγματα. Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί όλοι μαζί επισκέφτηκαν το ορφανοτροφείο κι έδωσαν τα χρήματα που μάζεψαν για τα παιδιά του ορφανοτροφείου.

Όταν επέστρεψαν στο σπίτι ήταν όλοι τόσο χαρούμενοι που έκαναν κάτι τόσο καλό αυτήν την παραμονή Χριστουγέννων.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης