
Κύριε Δελιόπουλε, υπήρξατε για πολλά χρόνια δάσκαλος και διευθυντής σε δημοτικά σχολεία. Ασκήσατε το λειτούργημα του δασκάλου με συνέπεια και αγάπη για πολλά χρόνια. Τι αποκομίσατε από την εκπαιδευτική σας πορεία;
Με γυρίζεις πολύ πίσω. Στην Εκπαίδευση μπήκα το 1964. Ξεκίνησα από ορεινά χωρία, πεδινός εγώ, πήγα να ζήσω στα βουνοχώρια. Ξεκίνησα από το όμορφο Ελατοχώρι. «Δασκάλεψα» τρία χρόνια εκεί και επειδή το Ελατοχώρι στα Πιέρια μου φάνηκε χαμηλό χωριό, παρόλο που είναι γύρω στα 800-900 μέτρα, έκανα ένα άλμα και βρέθηκα σ’ ένα χωριό του Ολύμπου, που δεν υπάρχει τώρα στο ίδιο σημείο. Είναι το χωριό στο οποίο καταφεύγουν πολλοί να κάνουν τα καλοκαιρινά τους μπάνια, οι Πόροι. Οι Παλιοί Πόροι ήταν ένα χωριό δύσκολο χωρίς παντοπωλείο, χωρίς φούρνο, χωρίς κρεοπωλείο, χωρίς τίποτα. Εγώ μόνος, μπεκιάρης, έπρεπε να κοιτάζω ποιος φούρνος «καπνίζει» , για να δω αν μπορώ να προμηθευτώ ένα καρβέλι ψωμί, πράγματα που σήμερα θεωρούνται τριτοκοσμικά. Μετά από εκεί κατέβηκα στα κοντινά μας χωριά, στον Κολινδρό, στην Καστανιά Λουτρού, στο Λιβάδι Πιερίας, όπου και συνέβη το «επαγγελματικό ατύχημα» να γνωρίσω τη σημερινή γυναίκα μου. Και μετά έφυγα στα σχολεία της Δυτικής Γερμανίας. Εκεί υπηρέτησα πέντε χρόνια. Είναι μια ολόκληρη ιστορία, όχι πάντοτε ευχάριστη. Είχα να παλέψω με δύσκολες καταστάσεις. Ήταν και τα χρόνια που στην Ελλάδα υπήρχε ένα ειδικό καθεστώς, που δε βοηθούσε και πολύ την ανεξαρτησία και την ελευθερία του ανθρώπου. Και μετά επέστρεψα κατευθείαν στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, στο 1ο Δημοτικό Σχολείο. Ως διευθυντής υπηρέτησα στο 2Ο Δημοτικό Σχολείο, στο οποίο φοιτούν πολλά ρομά παιδιά (με όσες δυσκολίες αυτό συνεπάγεται για αυτόν που ασκεί τη διοίκηση) και ήρθα στο 1ο Δημοτικό Σχολείο ως διευθυντής. Το αγάπησα το επάγγελμα στο βαθμό που λέω ότι, αν ξαναγεννιόμουν, θα ήθελα να ξαναγίνω δάσκαλος. Δεν υποτιμώ κανένα επάγγελμα, αλλά για εμένα ήταν «ζωογόνο» επάγγελμα. Δεν είχα , βέβαια, κάνει άλλο επάγγελμα εξόν από το γεωργικό στην αγροτική οικογένεια από την οποία κατάγομαι, αλλά σαν κύρια ενασχόληση αυτό γνώρισα, αυτό αγάπησα και έλεγα πάντοτε πως αν ξαναγεννιόμουν, θα ήθελα πάλι να είναι δάσκαλος.
Εκτός από το εκπαιδευτικό σας έργο ασχοληθήκατε με την έρευνα του τοπικού ιδιώματος του Ρουμλουκιού. Σας παρακαλούμε, εξηγήστε μας ποια περιοχή ονομάζεται έτσι.
Γεννήθηκα και πέρασα τα πρώτα παιδικά μου χρόνια στο Κεφαλοχωρι Ημαθίας, που ονομάζονταν «Ποζαρίτες». Κατά την παράδοση το χωριό αυτό ιδρύθηκε από κάποιους φυγάδες του σημερινού Πόζαρ. Αρχικά το χωριό αυτό ήταν σε άλλη θέση, στην Παλιόχωρα, και όταν ήμουν παιδί και πηγαίναμε στα χωράφια και στις βοσκές – συνήθιζα να βόσκω βουβάλια, πρόβατα, άλογα- βρίσκαμε σε ένα άλλο μέρος, στην Κάτω Εκκλησιά, κεραμίδες, πράγματα που έδειχναν πού ήταν το αρχικό χωριό. Το χωριό μετακινήθηκε από την αρχική του θέση εξαιτίας των πλημμυρών του Αλιάκμονα. Το Κεφαλοχώρι και όλα τα χωριά του κάμπου, που αρχίζουν από τη Βέροια μέχρι ανατολικά, περίπου ως τον Αξιό και από τα πρώτα χωριά των Πιερίων, τα «περατνά» (πέρα από τον Αλιάκμονα) μέχρι τη λίμνη των Γιαννιτσών, μέχρι το Νησί και τα υπόλοιπα παραλίμνια χωριά, αποτελούν την περιοχή που ονομαζόταν «ΡΟΥΜΛΟΥΚΙ». Εμείς είμαστε Ρουμλουκιώτες και η γλώσσα που μιλούμε είναι τα Ρουμλουκιώτικα. Η λέξη Ρουμλούκι είναι σύνθετη από το Rum (= Ρωμιός) + luk (τουρκικό επίθημα που σημαίνει «γεμάτος με»). Σημαίνει τόπος των Ρωμιών, ΕΛΛΗΝΟΤΟΠΟΣ, λέξη την οποία καθιέρωσα και τώρα χαίρομαι που την ακούω.
Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ρουμλουκιώτικου ιδιώματος;
Η γλώσσα που μιλούσαμε (χρησιμοποιώ παρελθοντικό χρόνο, γιατί τώρα τα πράγματα για πολλούς λόγους άλλαξαν) ήταν όπως όλες οι γλώσσες ένα «μωσαϊκό», στο οποίο κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα, αλλά είχε και μεγάλο πλήθος δάνειων λέξεων και φράσεων, από την τουρκική γλώσσα και από τις σλαβικές γλώσσες (όμορες γλώσσες). Μεγάλο μέρος του λεξιλογίου προέρχεται από τη λατινική. Ο βασικός όμως κορμός είναι η ελληνική με τις παραφθορές και αλλοιώσεις , τις οποίες φέρνει ο χρόνος σε όλα τα πράγματα και στη γλώσσα. Μελετώντας τη Γραμμική Β΄ έπεσα μια μέρα στη λέξη «κίπερη» η οποία συγκαταλέγεται στις λέξεις που αποδίδουν τα αρωματικά φυτά και έμεινα «άναυδος», γιατί αυτή τη λέξη την άκουγα στο χωριό μου για ένα «βασανιστικό» αγριόχορτο, που έπνιγε τα βαμβάκια που καλλιεργούσαμε.
Μπορείτε να μας αναφέρετε κάποια χαρακτηριστικά της φωνητικής του ρουμλουκιώτικου ιδιώματος;
Γενικά, εμείς οι βορειοελλαδίτες πετσοκόβουμε λίγο τις λέξεις. Φωνήεντα, τα οποία υπάρχουν μεταξύ δύο συμφώνων τα αποβάλλουμε. Για παράδειγμα στο ιδίωμα θα πούμε «γρούνι» (γουρούνι), «πλί» (πουλί). Υπάρχουν μια σειρά από τέτοιες καρατομήσεις. Επίσης, κόβουμε το τελευταίο φωνήεν από ορισμένες λέξεις, δηλαδή λέμε «πηγαδ» (πηγάδι). Αν πούμε «πηγάδι», μιλάμε «Ιλλινικά» (όπως λέγαμε τότε). Το ιδίωμά μας είναι κατά κάποιον τρόπο ένας «προκρούστης» που δεν αστειεύεται, βάζει τη λέξη «πάνω στο κρεβάτι» και την κόβει.
Τι κερδίσατε από την ενασχόλησή σας με την έρευνα;
Η έρευνα αυτή αποτέλεσε για μένα μια βαθιά κατάδυση στο φαινόμενο της γλώσσας και του ίδιου μου του εαυτού. Ενώ κάποτε θεωρούσα ντροπή μου που μιλούσα αυτή τη γλώσσα, αυτό το ιδίωμα, τώρα αισθάνομαι περηφάνια. Όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, η πιο συνηθισμένη παρατήρηση της καθηγήτριάς μου ήταν «Φτωχό Λεξιλόγιο». Εμείς δεν είχαμε παραστάσεις, δεν είχαμε διαβάσει. Τα μόνα βιβλία που κυκλοφορούσαν στο χωριό μου, όταν ήμουν παιδί, ήταν δυο, ο Ονειροκρίτης και κάτι φυλλάδες θρησκευτικού περιεχομένου, τα οποία δεν ήταν ελκυστικά για εμάς. Για να διαβάσουμε ένα κείμενο, ανατρέχαμε στο αναγνωστικό του δημοτικού. Μόλις στην 5η Γυμνασίου αγόρασα με τα ελάχιστα λεφτά που είχα το πρώτο βιβλίο που διάβασα, την Ιστορία της Λογοτεχνίας του Αρίστου Καμπάνη. Κι όχι αυτό, αλλά τα υπόλοιπα παιδιά μας περιθωριοποιούσαν «άγρια» για τη φτώχεια και τη γλώσσα μας. Αυτό φαινόταν κυρίως τις Κυριακές που πηγαίναμε στην εκκλησία με τον γυμναστή στοιχισμένοι σαν στρατιωτάκια, εμείς με τα τις «μάλτες» -που φορούσαμε ακόμη και στον ύπνο (πυζάμες δεν είχαμε) – και οι αστοί με κουστούμια και καπέλα ολοκαίνουρια! Τη δεκαετία του πενήντα τα πράγματα ήταν άγρια!
Για να κλείσουμε αυτή την ωραία συνέντευξη, θα θέλαμε να μας πείτε και δυο λόγια για κάποιο ανεξίτηλο για εσάς περιστατικό της σχολικής σας ζωής.
Μια φορά μας είχε βάλει η καθηγήτριά μας να γράψουμε μια εργασία για ένα έργο του Παπαδιαμάντη την οποία θα δουλεύαμε κατά τη διάρκεια των διακοπών των Χριστουγέννων. Ωστόσο, για εμένα ήταν ανέφικτο να βρω «Παπαδιαμάντη» στο χωριό. Δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη της Βέροιας, τα «Ρόδινα Ακρογιάλια» . Μετά τις γιορτές, ημέρα Σάββατο ( πηγαίναμε σχολείο και το Σάββατο και Κυριακή πρωί στην εκκλησία υποχρεωτικά) , η καθηγήτριά μας, Αλεξάνδρα Παραβαντίδου, κράτησε το τετράδιό μου πάνω στην έδρα της. Αφού διάβασε δυο καλές εκθέσεις, απευθύνθηκε σ’ εμένα λέγοντάς μου «Ποιος σου την έγραψε την εργασία;». Είναι δύσκολο να σας περιγράψω την οργή που αισθάνθηκα. «Εγώ» της απάντησα και φούσκωσα από περηφάνια. Το έργο αυτό κάτι ξύπνησε μέσα μου, δε θυμάμαι ακριβώς τι… Έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια από τότε!
Σας ευχαριστούμε πολύ !
Ι.Σ. (Β4)
*Ο Δημήτρης Θ. Δελιόπουλος γεννήθηκε στο Κεφαλοχώρι Ημαθίας και κατάγεται από πολυμελή αγροτική οικογένεια. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και το εξατάξιο Γυμνάσιο Βέροιας. Τη διετία 1962-1964 φοίτησε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Υπηρέτησε για περισσότερα από τριάντα χρόνια σε διάφορα σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Σήμερα ζει ως συνταξιούχος στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας.
