Παλιά, όπως μάθαμε στο σχολείο, υπήρχε στη χώρα μας ένα μεγάλο πρόβλημα: η διγλωσσία. Πάει να πει κάποιοι – οι λίγοι – γράφανε και μιλούσαν μια ακαταλαβίστικη γλώσσα ,την καθαρεύουσα , ενώ κάποιοι άλλοι – οι πιο πολλοί – μιλούσαν τη δημοτική. Και μάλωναν λέει, όπως κάνουν συνήθως οι Έλληνες κι αδύνατον να συνεννοηθούν. Τώρα όμως, λένε, έπαψε ευτυχώς αυτό το μπέρδεμα κι όλοι πια μιλάμε την ίδια γλώσσα και συνεννοούμαστε μια χαρά.
Μια χαρά και δυο τρομάρες λέω εγώ. Γιατί, φίλοι μου, η διγλωσσία – μην ακούτε τι λένε – ζει και βασιλεύει και μενα τουλάχιστον με κυριεύει και με τρελαίνει. Τι, δε με πιστεύετε; Θα σας το αποδείξω αμέσως: Ο πατέρας μου, για παράδειγμα, το βράδυ της Παρασκευής επιμένει πως είμαι πολύ μικρός, τόσος δα σπόρος, λέει, για να γυρίζω αργά στο σπίτι. Το Σάββατο το πρωί, όμως, με ξυπνάει από τα εννιά χαράματα με τις αγριοφωνάρες του, γιατί είμαι πια λέει κοτζάμ γάιδαρος και πρέπει να στρώσω «τον απ’ αυτό μου» στο μαγαζί, να μάθω πως βγαίνει το μεροκάματο. Όταν κάνω κάτι σωστό -πράγμα σπάνιο-, καμαρώνει που ευτυχώς έχω πάρει την εξυπνάδα του και τη λεβεντιά του. Όταν τα θαλασσώνω – πράγμα μάλλον συνηθισμένο – λέει πως είμαι «φτυστός η μάνα μου», ανεπρόκοπος, γαιδούρι ξεσαμάρωτο – τι μανία μ’ αυτό το ζώο – και λέει και διάφορα άλλα για το υπόλοιπο σόι της μάνας μου, που δε μου επιτρέπεται να σας τα πω.
Οι γονείς μου λένε πως δεν πρέπει να λέω ποτέ ψέματα, ο πατέρας μου όμως τα λέει με τη σέσουλα στους πελάτες του. Κι η μητέρα μου τις προάλλες διηγούνταν στις φίλες της το αξέχαστο Πάσχα που περάσαμε πέρσι στη Βαρκελώνη, ενώ εγώ θα ορκιζόμουν ότι την είδα με τα μάτια μου να καταβροχθίζει την πέτσα από το αρνί στην αυλή του θείου Κώστα στην Άνω Ραχούλα. Όταν εκείνοι αράζουν στην τηλεόραση, χαλαρώνουν, όταν το κάνω εγώ κοπροσκυλιάζω. Είναι υπέρ της υγιεινής διατροφής – της δικής μου -, είναι υπέρ της άσκησης – της δικής μου -, είναι υπέρ της μελέτης – της δικής μου.
Όταν τους ζητάω να μου πάρουν καινούριο κινητό, όπως έχουν όλοι, μου λένε πως δεν τους νοιάζει τι κάνουν τα άλλα παιδιά, μου ζαλίζουν όμως όλη μέρα το κεφάλι με το Γιαννάκη της θείας Μαρίας που είναι λέει πρώτος μαθητής και θα πάει μπροστά, ενώ εγώ θα καταντήσω στη φυλακή να δραπετεύω με τα ελικόπτερα σαν τον Παλαιοκώστα. Αυτό το τελευταίο δε με χαλάει, γιατί εγώ από μικρός ήθελα να γίνω πιλότος.
Και στο σχολείο, φίλοι μου, μια από τα ίδια. Οι καθηγητές μου με μικραίνουν και με μεγαλώνουν με την ταχύτητα του φωτός, ανάλογα με την περίσταση. Αφού σκέφτομαι σοβαρά να γράψω του Μπαμπινιώτη να φτιάξει ένα λεξικό μόνο μ’ αυτές τις λέξεις, δεκάτομο. Όταν αποφασίζω να είμαι ήσυχος και νανουρίζομαι γλυκά γλυκά με τη φωνή της καθηγήτριας, αυτή γίνεται έξαλλη και με στέλνει να κοιμηθώ στο σπίτι μου (να μ’ άφηναν και κει να κοιμηθώ καλά θα ήταν). Όταν πάλι είμαι ξύπνιος και μιλάω για τόσα ενδιαφέροντα πράγματα με τον διπλανό μου, ξέρετε … ποδόσφαιρο, μηχανάκια και τα τοιαύτα, γίνεται πάλι έξαλλη και με ξαναστέλνει να μιλήσω στο σπίτι μου (να μ’ άφηναν και κει να μιλήσω!).
Μα, βρίσκεις άκρη με τους μεγάλους; Έχουν φτιάξει τον κόσμο στα μέτρα τους. Δεν την παλεύουμε, φίλοι μου! Σας το λέω η διγλωσσία δεν πέθανε, είναι εδώ, ζει ανάμεσά μας!
Φυλαχτείτε.
Β.Τ.