Η φεουδαρχία στην Κέρκυρα

Φεουδαρχία είναι η αμοιβαία σχέση μεταξύ ενός άρχοντα και ενός υποτελή. Όταν αναφερόμαστε στη μεσαιωνική φεουδαρχία, μιλάμε για το πώς μεταβλήθηκε η δομή όλου του δυτικοευρωπαϊκού κόσμου: οι κεντρικές εξουσίες αποδυναμώνονται προς όφελος των ευγενών και των τοπικών αρχόντων. Η απάντηση των δυτικών κοινωνιών στις ανασφάλειές  που προέκυπταν από τη βία, τις επιδρομές και το λιμό ήταν η φεουδαρχία ή φεουδαλισμός ως σύστημα κοινωνικής, οικονομικής και διοικητικής οργάνωσης. Ο φεουδάρχης είχε την επικαρπία όλου του φέουδου και εκμεταλλευόταν άμεσα ένα μέρος του. Οι ελεύθεροι χωρικοί – μισθωτές – εκμεταλλεύονταν το άλλο μέρος του φέουδου. Τέλος, οι δουλοπάροικοι (servi)-ήταν οι περισσότεροι – σε αντάλλαγμα για τη γη που καλλιεργούσαν πρόσφεραν αγγαρείες, δηλ. εργασία αμισθί στα κτήματα που εκμεταλλεύονταν άμεσα ο φεουδάρχης, και από ένα σημείο και μετά μέρος του παραγόμενου προϊόντος.

ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ_ΟΙΚΟΣΗΜΟ_ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

Ανδηγαυικός φεουδαλισμός (1267 – 1386)

Κατά την περίοδο της ανδηγαυικής κυριαρχίας κάτοχοι γαιών στην Κέρκυρα ήταν ηcuria, η Εκκλησία, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες. Γύρω από τις έγγειες  κτήσεις αυτών των γαιούχων αναπτύσσεται ένα πλέγμα σχέσεων μεταξύ τους και όσων εργάζονται ή εκμεταλλεύονται τα κτήματα αυτά. Οι κτήσεις της curiaσυνίστανται από το σύνολο των δημοσίων γαιών που περιήλθαν στους Ανδηγαυούς.

Οι φεουδαλικές παραχωρήσεις στην Κέρκυρα είχαν συνήθως εδαφικό χαρακτήρα. Εκτός από τις γαίες που παραχωρούνται με φεουδαλική σχέση και περιλαμβάνουν αμπελώνες, μύλους, αποθήκες και άλλα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα νησιά της Κέρκυρας.Οι Οθωνοί, η Ερείκουσα, το Μαθράκι, ο Διάπλος και ο Άγιος Στέφανος παραχωρήθηκαν σε διάφορους φεουδάρχες, ενώ οι Παξοί αποτέλεσαν ξεχωριστό φέουδο, που μαζί με τη λίμνη των Κορισσίων) γύρω στα τέλη του 14ου αιώνα παραχωρήθηκε στην οικογένεια de Sancto Ippolito, που το διατήρησε και στις αρχές της Βενετοκρατίας.

Αποδέκτες φεουδαλικών αγαθών ήταν μέλη της αριστοκρατίας του βασιλείου της Νεαπόλεως, γόνοι οικογενειών, π.χ. οι deTocco, οι deAltavilla, καθώς επίσης και ανώτεροι αξιωματούχοι που είχαν υπηρετήσει στο νησί. Όμως στην πλειονότητά τους οι φεουδάρχες του νησιού είναι λιγότερο επιφανείς, κυρίως Ιταλοί, αλλά και  γόνοι της παλαιάς κερκυραϊκής τάξης μεγαλογαιοκτημόνων, όπως οι Σκαλίτη, Φιομάχου και άλλοι. Φέουδα στο νησί αποκτούνκαι μέλη της βυζαντινής αριστοκρατίας, (π.χ. οικογένεια Καβάσιλα). Ακόμη και ταπεινότερης προέλευσης Έλληνες αναφέρονται μεταξύ των αποδεκτών φεουδαλικών αγαθών, όταν με τις υπηρεσίες και τη δράση τους εξασφάλισαν την εύνοια των κυριάρχων. Τέτοιοι είναι ο Ανδρόνικος Φούστολος από το Βουθρωτό, ο Ιωάννης Pechi (ενδεχομένως Παχύς) και ο Γεώργιος Ζωχιός από την Κέρκυρα.

Βενετική Κέρκυρα(1386 – 17970)

ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ_ΟΙΚΟΣΗΜΟ_ΚΑΒΑΣΙΛΑ

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο στην ομάδα αυτή θα προστεθούν Έλληνες επήλυδες που θα εγκατασταθούν μόνιμα στο νησί.

Η Κέρκυρα κατά τα έτη 1386-1387 υπάγεται στη βενετική εξουσία, ως Κοινότητα, μετά από την απόφαση ενός τοπικού σώματος Φράγκων, Ελλήνων ορθοδόξων φεουδαρχών (Φιομάχος, Καβάσιλας) και άλλων ιδιοκτητών και κατοίκων του Κάστρου της (συμμετέχουν και οι Εβραίοι). Σύμφωνα με τους φεουδαρχικούς όρους του συμβολαίου, η Κέρκυρα ζητά τη βενετική προστασία υπό το καθεστώς της <<πιστότητας>>.  Οι Καστρινοί, οι προνομιούχοι άρχοντες, κάτοικοι του Κάστρου, ήταν ελεύθεροι ιδιοκτήτες γης, οι οποίοι αν κατείχαν φέουδα, δηλαδή ήταν υπόχρεοι συνήθως στρατιωτικών ανταλλαγμάτων, θεωρούνταν και φεουδάρχες.

Κατά τα πρώτα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας τα μέλη της παραδοσιακής τοπικής ελίτ, εθισμένα στο δεδομένο μιας ευνοϊκά διακείμενης προς αυτούς εξουσίας, μιας σχέσης που στηριζόταν σε φεουδαλικού τύπου εξαρτήσεις, αγωνιούν και αγωνίζονται για τη διατήρηση της κοινωνικής τους υπεροχής με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Από την πλευρά της η Γαληνοτάτη θεωρεί κατ’ αρχήν σκόπιμο να εισακούει τα αιτήματα και να ανταποκρίνεται στις ευαισθησίες των μελών της ομάδας αυτής.

Μια άλλη ομάδα προνομιούχων Εξωκαστρινών του 13ου αιώνα και μετά, ήταν οι ελεύθεροι,  απαλλαγμένοι από αγγαρείες,  κάτοικοι της υπαίθρου. Σύμφωνα με τη Βενετία τα παλαιά βυζαντινά δημόσια κτήματα και οι δημόσιες πρόσοδοι, εξομοιωμένα με φέουδα και αφομοιωμένα από τη φεουδαλική ορολογία -πρόνοιες/φέουδα- παραμένουν στη διάθεση των κατόχων τους, αλλά το βενετικό δημόσιο γίνεται ο επικυρίαρχος. Τα εκκλησιαστικά κτήματα είχαν περιέλθει στη Λατινική Εκκλησία κατά την ανδηγαυική περίοδο, παραμένουν σε αυτήν. Τα εκμεταλλεύεται είτε εγκαθιστώντας σε αυτά καλλιεργητές ή ενδιάμεσους ενοικιαστές άρχοντες της πόλης και της υπαίθρου ή ανθρώπους από ανώτερα κοινωνικά στρώματα.

Η γαιοκτητική πραγματικότητα των Βενετών κυριάρχων βασίζεται σε έναν παλαιότερο φεουδαλικό κώδικα, αυτόν των Ασσιζών της Ρωμανίας, που είχε εκπονηθεί στο Μοριά, σε τόπο δηλαδή φραγκικής κατάκτησης. Η κοινωνική ιεραρχία εξακολουθούσε να στηρίζεται στο διαχωρισμό με βάση την κατοχή της γης και τις πρακτικές εκμετάλλευσής της. Από αυτό συνεπάγεται η ύπαρξη οικογενειακών συσσωματώσεων και φατριών που αναπτύσσουν αντιπαλότητα μεταξύ τους, δηλαδή μίσος προς τους καλλιεργητές και τους χειρώνακτες και αντιστρόφως.

Στην Κέρκυρα κυριαρχούν οι οικογενειακές συσσωματώσεις των ισχυρών αρχοντικών οικογενειών, των νοικοκυραίων, κυρίως της υπαίθρου. Ομαδοποιημένοι στις πόλεις – υποχρεωτικά από τον 17ο αιώνα – αναγνωρίζονται εύκολα μεταξύ τους. Σε αυτούς ανήκουν όσοι προέρχονται από τα Μέλη του Συμβουλίου. Είχαν ανοιχθεί ειδικά μητρώα γι’ αυτό, οι «χρυσοί βίβλοι». Ο μεγάλος τους αντίπαλος εκείνοι που φιλοδοξούσαν, ως έχοντες τα απαιτούμενα προσόντα, να ενταχθούν στις τάξεις τους, ήταν οι αστοί. Οι περιφρονημένοι της μεταξύ τους σύγκρουσης ήταν οι καλλιεργητές της υπαίθρου.

Οι τοπικές κοινωνίες μέσω των οικογενειακών συσσωματώσεών τους ήταν απολύτως σε θέση να επηρεάσουν, αν όχι να προκαλέσουν σοβαρές δυσλειτουργίες στο καθεστώς κατάκτησης. Ποιος Βενετός Προνοητής του 18ου αιώνα μπορούσε να ξεχάσει το ρόλο των οικογενειών Θεοτόκη και Βούλγαρη, όταν οι ισχυρές οικογένειες μπορούσαν να στραφούν κατά του ίδιου του καθεστώτος; Τα περιθώρια κάτω από αυτές τις συνθήκες, μιας «ιδιωτικής» δικαιοσύνης ήταν πολλά, τόσο στις πόλεις τις οποίες οι βενετικές αρχές έλεγχαν μερικώς, όσο και στην ύπαιθρο, από όπου σχεδόν απουσίαζαν.

Στην Κέρκυρα, το 1743, κάποιοι άρχοντες σκότωσαν έναν χωρικό στην πόλη, που μάλλον είχε προσβάλλει έναν από αυτούς. Το φονικό εκδικήθηκαν οι χωρικοί, σύμμαχοι της οικογένειας του νεκρού, φτάνοντας, μάλιστα, στο σημείο να πιουν το αίμα ορισμένων αρχόντων. Και η μια παράταξη, αυτή των αρχόντων, και η άλλη, αυτή των χωρικών, λειτούργησαν με οργανωμένες συμμαχίες, που τα μέλη τους ξεπερνούσαν τους στενούς οικογενειακούς κύκλους των θυμάτων.

Η αυθεντική εξουσία και οι αξιωματούχοι της συγκρατούσαν το εσωτερικό καθεστώς περιορίζοντας τις αντιθέσεις και εξασφαλίζοντας τον πληθυσμό από τις ακραίες παρεκτροπές των αρχόντων. Οι εξουσίες των διοικουμένων γνώριζαν ότι μπορούσαν να διαπραγματεύονται, αν όχι και να εξαγοράζουν, τα αιτήματά τους. Άλλωστε, η καθημερινή πραγματικότητα συχνά ακύρωνε τις κοινωνικές αντιθέσεις χάρη σε ποικίλες άλλες θέσεις.
ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ_ΟΙΚΟΣΗΜΟ_ΘΕΟΤΟΚΗ ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ_ΟΙΚΟΣΗΜΟ_ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ_ΟΙΚΟΣΗΜΟ_ΦΙΟΜΑΧΟΥ

Η Παρακμή του φεουδαλικού συστήματος

Παρόλη, την μεγάλη της ανάπτυξη η Φεουδαρχία και το φεουδαρχικό σύστημα άρχισε σταδιακά να παρακμάζει. Αυτό που λειτούργησε ως ταφόπετρα ήταν η πτώση της Βενετοκρατίας (1797) και η 1η Γαλλική κυριαρχία. Στην ουσία το αγροτικό θέμα, το οποίο στήριζε το σύστημα δεν λύθηκε ποτέ απλώς κατέρρευσε. Κατά την περίοδο της κυριαρχίας των Δημοκρατικών Γάλλων, χωρικοί και αστοί κυνηγούσαν τους άρχοντες(με τρανό παράδειγμα τα γεγονότα στο καντούνι του Μπίζη όπου οι ποπολάροι παραλίγο να σπάσουν το οικόσημο της οικογένειας Χαλικιόπουλου- Μπίζη). Σε σχέση με τους Άγγλους, η Ιόνιος Πολιτεία απλώς αναγνώριζε την αριστοκρατική καταγωγή.

Παρόλα αυτά, τα κατάλοιπα της φεουδαρχίας έμειναν για αρκετό καιρό. Μέχρι το 1797 οι οικογένειες δεν διακρίνονταν από πλούτο ή πνευματική κατάσταση, ενώ, με την κυριαρχία των Γάλλων κάποιες οικογένειες εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο.  Τον 19ο αιώνα βλέπουμε μια αναπτυγμένη αστική τάξη η οποία έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο μέχρι την ένωση του νησιού με την Ελλάδα το 1864( ένα σύνηθες παράδειγμα είναι ο γάμος κόρης πρώην φεουδάρχη με άντρα από την αστική τάξη).  Μια λύση προσπάθησε να δοθεί την 1η εικοσαετία του 20ου αιώνα από τον Βενιζέλο λέγοντας το εξής : ο κάτοχος κτήματος είχε το δικαίωμα να ζητήσει από τον αρχικό ιδιοκτήτη είτε αποζημίωση είτε να το κρατήσει και να δώσει το ποσό στον ιδιοκτήτη(σολιάτικα).

Το φεουδαρχικό σύστημα επηρέασε την Κερκυραϊκή κοινωνία στο πέρασμα του χρόνου σε αρκετούς τομείς της κοινωνίας. Για παράδειγμα, στο πεδίο των εθίμων και του πολιτισμού: αναφέρουμε την παράδοση των Μπότηδων το Μ. Σάββατο, το οποίο λέγεται ότι είναι από την εποχή της Βενετοκρατίας (λέγεται ότι δεν άρεσε καθόλου στον εθνικό μας ποιητή, εκείνη την ημέρα έφευγε από την πόλη), ήτα πανηγύρια, με πιο γνωστό του ΑΙ ΛΙΑ στους Βελονάδες.

Οι σημαντικότερες όμως αποτυπώσεις των φεουδαρχικών καταλοίπων βρίσκονται στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο: η αυστηρή, θεσμοθετημένη διαίρεση της κερκυραίκής κοινωνίας σε τάξεις οδήγησε και στη διαχρονική ανάπτυξη ταξικών και κοινωνικών αγώνων: από τις εξεγέρσεις των χωρικών κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας μέχρι τους αγώνες που έδωσαν στο ελληνικό κοινοβούλιο μετά την ενσωμάτωση των νησιών στην Ελλάδα (1864), οι αγροτιστές βουλευτές με επικεφαλής τον Πολυχρόνη Κωσταντά, για την πλήρη κατάργηση των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής στην ύπαιθρο.

Αναστάσιος – Αχιλλέας Πάϊτας/ Βασίλειος – Τιερρύ Φαϊτάς

 

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης