Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

3ο Γυμνάσιο Ελευσίνας (1)

Η 21η Μαρτίου, η πρώτη μέρα της Άνοιξης, συμβολίζει τη νίκη του φωτός επί του σκότους και την αναγέννηση της ελπίδας. Αυτή την ημέρα κάθε χρόνο εορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.

Η αρχική έμπνευση ανήκει στον Έλληνα ποιητή Μιχαήλ Μήτρα, ο οποίος το 1997 πρότεινε στην Εταιρεία Συγγραφέων να καθιερωθεί μια ημέρα αφιερωμένη στην ποίηση. Η Λύντια Στεφάνου μια από τις σημαντικότερες φωνές της μεταπολεμικής ποίησης, υποστήριξε την ιδέα, προτείνοντας την πρώτη ημέρα της Άνοιξης ως την ιδανική επιλογή. Ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός, τότε πρέσβης στην UNESCO, προώθησε την πρόταση σε διεθνές επίπεδο.

Τον Οκτώβριο του 1999, στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO, η 21η Μαρτίου ανακηρύχθηκε επίσημα Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.

Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης,

«Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης θα ενισχύσει την εικόνα της ποίησης στα ΜΜΕ, ούτως ώστε η ποίηση να μην θεωρείται άχρηστη τέχνη, αλλά μια τέχνη που βοηθά την κοινωνία να βρει και να ισχυροποιήσει την ταυτότητά της. Οι πολύ δημοφιλείς ποιητικές αναγνώσεις μπορεί να συμβάλουν σε μια επιστροφή στην προφορικότητα και στην κοινωνικοποίηση του ζωντανού θεάματος και οι εορτασμοί μπορεί να αποτελέσουν αφορμή για την ενίσχυση των δεσμών της ποίησης με τις άλλες τέχνες και τη φιλοσοφία, ώστε να επαναπροσδιοριστεί η φράση του Ντελακρουά «Δεν υπάρχει τέχνη χωρίς ποίηση»…

 

Ποιητικές Επιλογές

Από τη μαθήτρια Σιμέλα  Μαλάι,  Α2

«Ιθάκη» – Κ. Π. Καβάφης

“Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νά ’ναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.”

 

Από τις μαθήτριες Χριστίνα Καλμπένη, Α2 και Μαρίλια Μαυρονάσου, Γ2

 «Όσο μπορείς» – Κ. Π. Καβάφης

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις

μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την

στων σχέσεων και των συναναστροφών

την καθημερινήν ανοησία,

ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

Από τη μαθήτρια  Μεντινέ Καμπέρογλου, Α2

«Η σιωπή»  – Γιάννης  Ρίτσος

 Η σιωπή είναι πλήρης,

δεν έχει ανάγκη από λέξεις.

Όταν σωπαίνεις,

ακούς καλύτερα τον κόσμο.

 

Από τον μαθητή Οδυσσέα Ελισσαίο Λαμπρόπουλο, Α2

« Άρνηση»  – Γιώργος Σεφέρης 

Στo περιγιάλι τo κρυφό

κι άσπρο σαν περιστέρι

διψάσαμε το μεσημέρι

μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή

γράψαμε τ᾿ όνομά της

ωραία που φύσηξε ὁ μπάτης

και σβήστηκε ἡ γραφή.

Με τί καρδιά, με τί πνοή,

τί πόθους και τί πάθος

πήραμε τη ζωή μας· λάθος!

κι αλλάξαμε ζωή.

Από τον μαθητή Γρηγόρη Μάρα, Α2

«Οι κίονες» – Μιχάλης Λεβέντης

Οι κάτι σάν κίονες στήν  Έλευσίνα

καμινάδες – φαντάσματα

(βλέπεις;) σημαδεύουν

με όπλα – θανάτους – άρνηση

και άρα σφραγίζονται,

πικρές ανάσες πού αγνοούν.

 

Από τη μαθήτρια Εντιόλα Μετσάι, Α2

Από τον μαθητή Παναγιώτη Παντελιδάκη,  Α2

               «Θούριος» – Ρήγας Βελεστινλής

Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,

μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;

Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,

να φεύγωμ” απ” τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,

τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;

 

Καλλιό “ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,

παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!

 

Από τον μαθητή Σωτήρη Μπέτα,  Α2

                                     «Ο Γκρεμιστής» -  Κωστής Παλαμάς

Κι αν έρθουν χρόνια δίσεκτα,

πέσουν καιροί οργισμένοι,

κι οι συμφορές τον άνθρωπο

τον βρουν και τον τσακίσουν,»

 

Από τη μαθήτρια Μαίρη Ντάρδα,  Α2

    «Η Γυναίκα της Ζάκυθος» – Διονύσιος Σολωμός

«Η γυναίκα της Ζάκυθος» δεν έχει τίποτε το ηρωικό·

είναι μια γυναίκα όμορφη και καλή,

που πέθανε από την κακή της μοίρα

και άφησε πίσω της μια αίσθηση θλίψης και πόνο.

 

Η γοργόνα της Ζάκυθος

έκλαιγε τον έρωτά της,

κι όλος ο κόσμος τη στήριζε,

την πλημμύριζε τ’ άστρα και το φως.

 

Έπλασε τον αιώνιο θρήνο της,

την αγάπη της που χάθηκε με το κύμα

και με το δάκρυ των άστρων.

 

Από τον μαθητή Χριστόφορο Λούκο, Α2

                    «Τ’ άσπρα βότσαλα»  – Γιάννη Ρίτσος

Ετούτα τ΄άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι λάμπουν

στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει από ποιους βυθούς

 ανασύρθηκαν. Κανένας δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες καταδύσεις τ’ ανέβασες.

Με τι στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων.

Γι΄αυτό λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους

περηφάνια ν΄αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους

και ποτέ να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.

 

Από τη μαθήτρια Σταματία Μακρή, Α2

         «Μονόγραμμα» – Γιώργος Σεφέρης

«Η αγάπη είναι μια μικρή λέξη,

που την κουβαλάς στην καρδιά σου

σαν μια φλόγα που ποτέ δεν σβήνει.»

Από τη μαθήτρια Αλεξάνδρα Καμπισιούλη, Α2

Οδυσσέας Ελύτης

«Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θά’χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο».

 

Από τη μαθήτρια Ιουλία Ιωάννα Κατσαφάρου, Α2

«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος» – Τάσος Λειβαδίτης

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.

Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα

ματώσουν απ’ τις φωνές

το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες — μα ούτε βήμα πίσω.

Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων

Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.

Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.

Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια

αφίνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες

μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα

αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου

έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς

εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ” τις οβίδες.

Δεν έχεις καιρό

δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

 

Από τη μαθήτρια Δήμητρα Λιόλιου, Α2

               Οδυσσέας Ελύτης

“Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ

και Μητέρα μεγαλοθύμη των πάντων,

ακούσατε τα σύμπαντα και μόνο

οδηγήστε με σαν παιδί που κρατάει το χέρι του πατέρα.”

Από τον μαθητή Ανέστη Ναυρόζογλου, Α2

«Να μάθεις να φεύγεις»  – Μενέλαoς Λουντέμης

Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών.

Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν.

Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας.

Να φεύγεις !

Αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς.

Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο.

Να τρέχεις μακριά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι.

Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο.

Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις, σε παρακαλώ.

Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε.

Από τη μαθήτρια Ελένη Νάσιου, Α2

«Βουβός Λυγμός»  -  Ηρακλής Αντωνογιαννάκης

Κι ήταν η νύχτα πυρκαγιά κι η μέρα από βράχο.

κούρνιαζαν στα ξερά χόρτα και στα ματωμένα κορμιά τούτη την ώρα.

Ο βράχος που θρηνούσε τη μάνα γη

και τα κοράκια που σφάδαζαν στον κουρνιαχτό της νύχτας.

Ο σαρκοβόρος θάνατος πάνω στην αθάνατη άλγη,

η αστραπή που κάθιζε πάνω στα φρύδια των γκρεμών να ξαποστάσει,

να πιει αίμα που κυλούσε στα ποτάμια και στα θροΐσματα της τελευταίας ανάσας,

μιας γης που βούλιαζε κόκκινη στο βρόμικο νυφικό της φόρεμα.

Κι ακροβατούσαν στις χαραμάδες της νύχτας ξυπόλητοι, κουρελιασμένοι,

με ματωμένα κορμιά -μικροί Άγγελοι- τα παιδιά μας

Περπατούσαν στ’ αποκαΐδια μαυρισμένα από τις στάχτες,

χωρίς να έχουνε κάπου να πάνε…

Κι έρχονταν η πυρκαγιά καίγοντας τα κορμιά,

έτσι, που μόνο την ανάμνηση μιας δόλιας μάνας το ουρλιαχτό είχαν πια,

ξερό κλαδί στο πέρασμά της.

Κι έμπαιναν στην αγκαλιά του πατέρα ζητώντας προστασία,

το άσβηστο παρηγορητικό χάδι πριχού πετρώσουν και χαθούν οι καρποί μιας αξόδευτης ζωής,

ένα καταραμένο τραίνο που έσπερνε θάνατο και σκοτάδι …

 

 

Από τον μαθητή Αουρέλ Ισαλλάρι, Β2

«Ιθάκη» – Κ.Π. Καβάφης

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι να “ναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μέν” η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

 αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

 

Να εύχεσαι να “ναι μακρύς ο δρόμος.

Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι

που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά

 θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους·

να σταματήσεις σ” εμπορεία Φοινικικά,

και τες καλές πραγμάτειες ν” αποκτήσεις,

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·

σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ” τους σπουδασμένους.

 

Από τον μαθητή Μιχάλη Καββαδία, Β2

     «Φωνές» – Κ.Π. Καβάφης

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες

εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι

για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

 

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·

κάποτε μες στην σκέψη τες ακούει το μυαλό.

 

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν

ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας –

σα μουσική, την νύχτα, μακρινή, που σβήνει.

 

Από τον μαθητή Κωνσταντίνο Μαυρογιάννη, Β2

     «Μονόγραμμα» – Οδυσσέας Ελύτης

Θα πενθώ πάντα – μ” ακούς; – για σένα,

μόνος, στον Παράδεισο

…… Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς

Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς

Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς

Μαχαίρι

Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς

Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς

Είμ’ εγώ, μ’ ακούς

Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς

Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ

Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς

Που μ’ αφήνεις, που πας και ποιος, μ’ ακούς

 

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς

 

Από τη μαθήτρια Μαρινέλα Κοζντινέ, Β2

        « Ἐπὶ Ἀσπαλάθων…» – Γιώργος Σεφέρης

Ἦταν ὡραῖο τὸ Σούνιο τὴ μέρα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη.

Λιγοστὰ πράσινα φύλλα γύρω στὶς σκουριασμένες πέτρες

τὸ κόκκινο χῶμα καὶ οἱ ἀσπάλαθοι

δείχνοντας ἕτοιμα τὰ μεγάλα τους βελόνια

καὶ τοὺς κίτρινους ἀνθούς.

Ἀπόμερα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδὲς μιᾶς ἅρπας ποὺ ἀντηχοῦν

ἀκόμη…

Γαλήνη

 

Από τον μαθητή Τριαντάφυλλο Καραγιάννη, Β2

«Fata Morgana»  – Νίκος Καββαδίας

Θὰ μεταλάβω μὲ νερὸ θαλασσινὸ

στάλα τὴ στάλα συναγμένο ἀπ᾿ τὸ κορμί σου

σὲ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,

ποὺ κοινωνοῦσαν πειρατὲς πρὶν πολεμήσουν.

 

Από τη μαθήτρια Τατιανή Κοσμίδου, Β2

«Εαρινή Συμφωνία» – Γιάννης Ρίτσος

Αγαπημένη

 κοίταξε πώς διστάζουν

 τα νυχτωμένα χέρια μου.

 Πώς μπορεί ν” ανοιχτεί

αυτή η θύρα του φωτός

 για μένα που δε γνώρισα

 μήτε τον ίσκιο μιας μαρμαρυγής;

Στέκω απ” έξω στο ψύχος

δειλός και κοιτώ τα μεγάλα παράθυρα

 τα φωτισμένα ρόδα

και τα κρύσταλλα

 κι όλο λέω να κινήσω να φύγω

 προς τη γνώριμη νύχτα

 κι όλο λέω να” ρθώ

κι όλο στέκω έξω απ” τη θύρα σου.

 

Από τη μαθήτρια Αικατερίνη Νέζη, Β2

 «Κεριά» -  Κ.Π. Καβάφης

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ” εμπροστά μας

σα μια σειρά κεράκια αναμένα —

χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,

μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·

τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,

κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

……….

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω

τί γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,

τί γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Από τον μαθητή Λευτέρη Μιχαήλ, Β2

«Ἡ ἀσάλευτη ζωή»  – Κωστής Παλαμάς

Καὶ τ᾿ ἄγαλμα ἀγωνίστηκα γιὰ τὸ ναὸ νὰ πλάσω

στὴν πέτρα τὴ δική μου ἀπάνω,

καὶ νὰ τὸ στήσω ὁλόγυμνο, καὶ νὰ περάσω,

καὶ νὰ περάσω, δίχως νὰ πεθάνω.

καὶ τό ῾πλασα. Κ᾿ οἱ ἄνθρωποι, στενοὶ προσκυνητάδες

στὰ ξόανα τ᾿ ἄπλαστα μπροστὰ καὶ τὰ κακοντυμένα,

θυμοῦ γρικῆσαν τίναγμα καὶ φόβου ἀνατριχάδες,

κ᾿ εἴδανε σὰν ἀντίμαχους καὶ τ᾿ ἄγαλμα κ᾿ ἐμένα.

Καὶ τ᾿ ἄγαλμα στὰ κύμβαλα, κ᾿ ἐμὲ στὴν ἐξορία.

Καὶ πρὸς τὰ ξένα τράβηξα τὸ γοργοπέρασμά μου

καὶ πρὶν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία

ἔσκαψα λάκκο, κ᾿ ἔθαψα στὸ λάκκο τ᾿ ἄγαλμά μου.

Από τον μαθητή Θανάση Μπάλλο, Β2

«Το τέλος του Αντωνίου» – Κ.Π. Καβάφης

Αλλά σαν άκουσε που εκλαίγαν οι γυναίκες

και για το χάλι του που τον θρηνούσαν,

με ανατολίτικες χειρονομίες η κερά,

κι οι δούλες με τα ελληνικά τα βαρβαρίζοντα,

η υπερηφάνεια μες στην ψυχή του

σηκώθηκεν, αηδίασε το ιταλικό του αίμα,

και τον εφάνηκαν ξένα κι αδιάφορα

αυτά που ώς τότε λάτρευε τυφλά —

όλ’ η παράφορη Αλεξανδρινή ζωή του —

κι είπε «Να μην τον κλαίνε. Δεν ταιριάζουν τέτοια.

Μα να τον εξυμνούνε πρέπει μάλλον,

που εστάθηκε μεγάλος εξουσιαστής,

κι απέκτησε τόσ’ αγαθά και τόσα.

Και τώρα αν έπεσε, δεν πέφτει ταπεινά,

αλλά Ρωμαίος από Ρωμαίο νικημένο[ς]».

Από τη μαθήτρια Ζωή Μαυρογιάννη, Β2

«Μυθιστόρημα» – Γιώργος Σεφέρης

“Ήταν μια φορά, ήταν και δεν ήταν. Τα πάντα ετούτα πέρασαν,

και δεν έμεινε τίποτα,

παρά μια πληγή, ένα παλιό ερώτημα.

Αυτός ο κόσμος, οι άνθρωποι, τα πράγματα

είναι απλώς μια σκιά,

μια εικόνα σβησμένη,

ένα χνάρι στον αέρα.

Και πάλι, πάλι εγώ γυρίζω

να βρω τη λέξη, τη σωστή λέξη,

μα αυτή πάντα μου ξεφεύγει

και μένω με τη σιωπή.»

 

Από τη μαθήτρια Όλγα Μαρία Μουρτζά, Γ2

«Φυγή» -  Γιώργος Σεφέρης

Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας

ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε

ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ

ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο

μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι

ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε

νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.

Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε

σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν

νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε

μὲ τόσο πάθος.

Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε

μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες

κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα

ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου

κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη

μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε

μέσα στὴ φυγή.

Από τη μαθήτρια Μαρινίκη Μητρώκα, Γ2 

«Γαλανό καλοκαίρι» – Μπάμπης Καρπουχτσής

 Μεταξένιες προσευχές μέσα στον Αύγουστο

φτιάχνουν παιδιά το δρόμο με χαλίκια.

Στρωμένα από αρώματα τα γέλια τους,

γλυκό αλάτι και μυρωδιά λεβάντας.

Μικρά χαμόγελα που γνέφουνε

πιο κάτω και πιο πέρα από τον ήλιο

καθώς γελούν τα χέρια που μας χτίσανε

με χρώματα γαλάζια.

Από τη μαθήτρια Αγγελική Κουπετώρη, Γ2

«Τα παράθυρα» Κ.Π. Καβάφης

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ

μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ

για νάβρω τα παράθυρα. – Οταν ανοίξει

ένα παράθυρο θάναι παρηγορία. –

Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ

να τά βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.

Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.

Ποιός ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.

 

Από τη μαθήτρια Κατερίνα Μπέχλη, Γ2 

«Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες» – Μαρία Πολυδούρη

Δεν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες

στά περασμένα χρόνια.

Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα

καί σέ βροχή, σέ χιόνια,

δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.

 

Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου

μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,

μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο

κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,

μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.

 

Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν

μέ τήν ψυχή στό βλέμμα,

περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο

τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,

μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.

 

Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα

γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη

στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη

μένα ἡ ζωή πληρώθη.

Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα.

 

Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες

ἔζησα, νά πληθαίνω

τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες

κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω

μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες.

 

Από τη μαθήτρια Μαρκέλλα Μπουραντά, Γ2 

«Όλα τα πήρε το καλοκαίρι» – Οδυσσέας Ελύτης

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

τ’ άγριο μαλλί σου στην τρικυμία

το ραντεβού μας η ώρα μία

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι

την εκκλησούλα με το καντήλι

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

με τα μισόλογα τα σβησμένα

τα καραβόπανα τα σχισμένα

Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια

όλα τα πήρε τα πήγε πέρα

τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

 

Από τη μαθήτρια Γεωργία Συναδινού, Γ4

«Άνοιξη» – Μαρία Πολυδούρη 

Φούντωσε η Άνοιξη και δω σε κάθε δέντρου κλώνο.

Τα πάρκα λουλουδίσανε και κείνα

Μα δε μου λέει η γιορτερή χαρά τους, παρά μόνο

πως λείπω μακριά ’πο σέν’ Αθήνα.

Έρχεται ακάλεστη, βουβή, μεσ’ στου ηλίου το θάμπος

βροχούλα που κανείς δεν υποπτέφτη

και νοιώθω, η νοσταλγία σου καθώς μ’ ανάφτει, σάμπως

ξεχωριστά για μένανε να πέφτη.

                                                                      Παρίσι. Άνοιξη 1927

 

«Το  Παλιό Βιολί» – Ιωάννης Πολέμης

Άκουσε τ΄ απόκοσμο το παλιό βιολί

μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη

στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί

με τ΄ αχνά κι’ απάρθενα της αγάπης χείλη.

Και τ’ αηδόνι τ’ άγρυπνο και το ζηλευτό

ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη,

για να δει περήφανο τι πουλί είν’ αυτό

που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.

Ως κι ο γκιώνης τ’ άχαρο, το δειλό πουλί,

με λαχτάρα απόκρυφη τα φτερά τινάζει

και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί,

για να μάθει ο δύστυχος πως ν` αναστενάζει.

Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι; τι

κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;

Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή

η φωνή του γίνεται, όσο αυτό παλιώνει.

Είμ’ εγώ τ’ απόκοσμο το παλιό βιολί

μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη

στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί

με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.

Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; τι

κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με τον χρόνο;

Πιο γλυκιά πιο όμορφη και πιο δυνατή

γίνεται η αγάπη μου, όσο εγώ παλιώνω.

Από τη μαθήτρια Αντωνία Τσουμάνη, Γ4

«Τελευταίο ταξίδι» – Κώστας Καρυωτάκης

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου,

στου απείρου

και στης νυκτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!

Να ήμουν στην πλώρη σου ήθελα,

για να κοιτάζω γύρου

σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,

μακριά σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,

να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,

δίχως να ξέρω πού με πας και

δίχως να γυρίσω!

 

 

Από τον μαθητή Γιάννη Χρονά, Γ4

«Ανατολή» – Κωστής Παλαμάς

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,

μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,

λυπητερά,

πῶς ἡ ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!

Εἶναι χυμένη ἀπὸ τὴ μουσική σας

καὶ πάει μὲ τὰ δικά σας τὰ φτερά.

 

Σᾶς γέννησε καὶ μέσα σας μιλάει

καὶ βογγάει καὶ βαριὰ μοσκοβολάει

μία μάννα· καίει τὸ λάγνο της φιλί,

κ᾿ εἶναι τῆς Μοίρας λάτρισσα καὶ τρέμει,

ψυχὴ ὅλη σάρκα, σκλάβα σὲ χαρέμι,

ἡ λαγγεμένη Ἀνατολή.

 

Μέσα σας κλαίει τὸ μαῦρο φτωχολόι,

κι ὅλο σας, κ᾿ η χαρά σας, μοιρολόι

πικρὸ κι ἀργό.

Μαῦρος, φτωχὸς καὶ σκλάβος καὶ ἀκαμάτης,

στενόκαρδος, ἀδούλευτος, διαβάτης

μ᾿ ἐσᾶς κ᾿ ἐγώ.

 

Στὸ γιαλὸ ποὺ τοῦ φύγαν τὰ καΐκια,

καὶ τοῦ μείναν τὰ κρίνα καὶ τὰ φύκια,

στ᾿ ὄνειρο τοῦ πελάου καὶ τ᾿ οὐρανοῦ,

ἄνεργη τὴ ζωὴ νὰ ζοῦσα κ᾿ ἔρμη,

βουβός, χωρὶς καμιᾶς φροντίδας θέρμη,

μὲ τόσο νοῦ,

 

ὅσος φτάνει σὰ δέντρο γιὰ νὰ στέκει

καὶ καπνιστὴς μὲ τὸν καπνὸ νὰ πλέκω

δαχτυλιδάκια γαλανά·

καὶ κάποτε τὸ στόμα νὰ σαλεύω

κι ἀπάνω του νὰ ξαναζωντανεύει

τὸν καημὸ ποὺ βαριὰ σᾶς τυραννᾷ.

 

Κι ὅλο ἀρχίζει, γυρίζει, δὲν τελειώνει,

καὶ μία φυλὴ ζῇ μέσα σας καὶ λιώνει.

Καὶ μία ζωὴ δεμένη σπαρταρᾷ,

γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,

μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,

λυπητερά.

 

 

Ποιητικές Απόπειρες

Από τη μαθήτρια Μαρία Τσακάλη, Γ4

«Το Σχολείο»

Το σχολείο είναι ιερό

και συνεργαζόμαστε όλοι

για έναν κοινό σκοπό.

Δάσκαλοι, δασκάλες σοβαρά

προσπαθούν να κάνουν τα παιδιά σοφά.

Εμείς γινόμαστε σοφά ακολουθώντας

τις οδηγίες των δασκάλων τακτικά.

Ακούμε πάντα καθαρά

ακόμη κι αν δεν είμαστε καλά,

φιλολογικά μα και τα θετικά,

γιατί είναι τα πιο σημαντικά.

Έτσι μορφωνόμαστε σωστά

και οι δάσκαλοι μας λένε

«μπράβο σας παιδιά!»

«Η Άνοιξη»

Ήρθε η άνοιξη ξανά

και τα λουλούδια ανθίζουν χαρωπά,

άνθη μεγάλα και μικρά

βγάζουν τα φύλλα τους ξανά.

Εμείς τα παιδιά

την άνοιξη ξεκινάμε τα παγωτά,

μπαμπάδες και μαμάδες

φωνάζουν δυνατά

 

Από τη μαθήτρια Γεωργία Συναδινού, Γ4

«Άνοιξη»

Η άνθιση των λουλουδιών επιτέλους ήρθε,

βιαστικά η άνοιξη μπήκε.

Γέλιο και χαρά φέρνει σε όλα τα παιδιά,

το Πάσχα πλησιάζει σε λίγα λεπτά.

Τα παιδιά έτοιμα να πουν στα σχολείο «άντε γεια».

 

Η Καθαρά Δευτέρα πέρασε,

μαζί με τον χαρταετό πέταξε,

το Πάσχα μας περιμένει,

αυγά, λαμπάδες, λαγουδάκια φέρνει.

 

Από τη μαθήτρια Κατερίνα Χατζηκωσταρά, Γ4

Τώρα που πλησιάζει  η Πρωταπριλιά

βγαίνουν τα παιδιά

χαρούμενα στη γειτονιά

παντού πλάκες, γέλια και χαχανητά.

Από τη μαθήτρια Αντωνία Τσουμάνη, Γ4

«Γιατί μ” αγαπάς;» 

Είμαι αυτή που θα ήθελες να έχεις;

Είμαι αυτή που αγάπησες στα αλήθεια;

Είμαι ένας παγερός χειμώνας στη ζωή σου;

Ή μήπως ένα απαλό αεράκι που σε αγκαλιάζει με στοργή;

Γιατί με αγαπάς; Γιατί με φροντίζεις;

Επειδή το θέλεις ή επειδή σου το ζήτησα

τη στιγμή που σε χρειάστηκα  αληθινά;

 

Από τους μαθητές του Γ4

«Όσο μπορείς…»

 

Όσο μπορείς προσπάθησε τον κόσμο να δεις,

Να μάθεις πράγματα καινούρια, τον εαυτό σου να βρεις.

 

Όσο μπορείς να προσπαθείς

Όσο μπορείς να προσπερνάς τα εμπόδια της ζωής

Όσο μπορείς να προσκυνάς τον Θεό τον Αληθή.

Όσο μπορείς κοίτα με

Όσο μπορείς μίλα μου

Όσο μπορείς φρόντισέ με΄

Όσο μπορείς αγάπησέ με

Όσο μπορείς στήριξέ με.

 

Όσο μπορείς τη ζωή σου να χαρείς

Με εμπειρίες κι ευτυχία να τη γεμίσεις

Και να μη φοβάσαι ποτέ να μιλήσεις.

 

Όσο μπορείς ζήσε στο έπακρο τη ζωή

Ζήσε τη μέχρι να πεις ευχαριστώ για όλα πολύ.

 

Όσο μπορείς να παίζεις ανέμελα‧

κάνε το όσο δεν υπάρχει κριτική από άτομα

που σε πείθουν για κάτι με ένα «έλα».

 

Όσο μπορείς να ονειρεύεσαι

Και να κάνεις αυτό που επιθυμείς.

Όσο μπορείς θα κάνεις το δικό σου

και μόνο αυτό που είναι καλό για τον εαυτό σου.

 

Όσο μπορείς ζήσε

παίξε, χαμογέλα,

γιατί όσο θα μεγαλώνεις

αργά – αργά πεθαίνεις.

 

Όσο μπορείς αθλήσου,

γιατί, αν κοπιάσεις τώρα,

θα ανταμειφθείς αργότερα.

 

Όσο μπορείς να περπατάς

Όσο μπορείς να φαντάζεσαι

Όσο μπορείς να γελάς

Όσο μπορείς να χαίρεσαι.

 

Όσο μπορείς να μιλάς

παράλληλα να περπατάς.

Όσο μπορείς να είσαι λάτρης της ζωής.

Αν δεν μπορείς, ξεκίνα να προσπαθείς

και στο τέλος θα με θυμηθείς.

 

Όσο μπορείς να με αγαπάς

και τις ελπίδες μου να μη σκορπάς.

Όσο μπορείς μη με στενοχωρείς

Να με εκτιμάς και να μην με υποτιμάς!!!

 

Όσο μπορείς μη σταματάς

βρες το κουράγιο να συνεχίσεις.

Όσο μπορείς μη σταματάς

βρες τη δύναμη να τα καταφέρεις.

Όσο μπορείς μη σταματάς,

γιατί κι άλλο τόσο θα μπορέσεις.

 

Όσο μπορείς…

κάνε το καλύτερο για τον εαυτό σου,

μη σταματήσεις να προσπαθείς.

Μη σταματάς, αυτό είναι το νόημα της ζωής.

 

Όσο μπορείς ζήσε, γιατί δεν γνωρίζεις

πόσο θα διαρκέσει αυτό,

δεν ξέρεις πότε θα σταματήσεις να γελάς και θα τρέχεις.

Αγάπησε, γέλα, βοήθα, ζήσε1

Ζήσε για εσένα και για τους αγαπημένους σου.

 

Όσο μπορείς φρόντισε τον αδελφό σου,

βοήθησε τους γύρω σου και τον συνάνθρωπό σου.

 

Όσο μπορείς να γίνεσαι πιο καλός

και να μην τα παρατάς ποτέ.

Όσο μπορείς να κάνεις αυτό που σου αρέσει.

 

Όσο μπορείς να είσαι ο εαυτός σου,

ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές σου.

 

Όσο μπορείς να προσπαθείς

ποτέ μη σταματάς τους φίλους σου να ακολουθείς

και μαζί τους να γελάς.

 

Όσο μπορείς να αγαπάς κάποιον, αγάπησέ τον

και να είσαι ο εαυτός σου.

 

Όσο μπορείς μην τα παρατάς,

μην κοιτάς πίσω και συνέχισε μπροστά.

Μη φοβάσαι, θα είμαι εγώ πίσω να σε προσέχω

σε όποιο βήμα και αν παραπατάς.

 

Όσο μπορείς προχώρα,

πίσω σου άφησέ τα όλα.

Άφησε το παρελθόν,

δες τι επιφυλάσσει το μέλλον.

Κατατρόπωσε τους άλλους

και τους στόχους σου

πέτυχέ τους όλους.

 

Όσο μπορείς μάθε καινούρια πράγματα.

Προσπάθησε όσο μπορείς περισσότερο,

γιατί ο χρόνος δεν γυρνά πίσω.

Πάνω από όλα να είσαι ο εαυτός σου

ώστε να περνάς καλά, χωρίς δεύτερες σκέψεις.

 

Όσο μπορείς διάβαινε

Όσο μπορείς πολέμα

Ώσπου  να φτάσει η ώρα

που πια… δεν θα μπορείς…

Από τους μαθητές του Γ3

«Όσο μπορείς…»

Όσο μπορείς … ζήσε το παρόν,

Όσο μπορείς … θυμήσου το παρελθόν,

θυμήσου τις ξέγνοιαστες στιγμές του καλοκαιριού το βράδυ

με το Αυγουστιάτικο μελτέμι.

Όσο μπορείς να προσπαθείς

και να παλεύεις όσο κανείς.

Όσο μπορείς τη ζωή να ευχαριστηθείς,

Όσο μπορείς να μην στεναχωρηθείς,

Όσο μπορείς να περνάς καλά,

μακριά απ’ του κόσμου τα κακά.

Όσο μπορείς συνέχισε να προσπαθείς,

μην τα παρατάς και πάντα να γελάς.

Όσο μπορείς μείνε καλός,

Όσο μπορείς φέρε ειρήνη,

μην αφήσεις το μίσος να σε κυριεύσει

και τον φθόνο να σε παγιδεύσει.

Το πλήθος δεν κάνει πάντα το καλό

ούτε όμως πάντα το κακό.

Γι’ αυτό, όσο μπορείς μείνε σταθερός

και των απόψεών σου πάντα αρχηγός.

Όσο μπορείς να είσαι ζεστός

σαν τον ήλιο του καλοκαιριού,

Όσο μπορείς να είσαι ευγενικός,

με την καρδιά στα δυο σου χέρια.

Όσο μπορείς μέσα στην πόλη που ζεις

τα καλά να σκεφτείς,

ποιοι ήταν δίπλα σου,

όταν εσύ δεν μπορούσες να σταθείς.

Όσο μπορείς προσπάθησε

και μην τα παρατάς.

Όσο μπορείς τόλμησε

και κοίτα καθαρά κάπου μακριά

και ίσως κάποια μέρα

να με θυμηθείς…

Όσο μπορείς να χαρείς…

Όσο μπορείς να εμπνευστείς…

Όσο μπορείς να ονειρευτείς…

και όσο μπορείς να ποθείς…

Όσο μπορείς να έχεις αυτοπεποίθηση,

κανείς δεν είναι καλύτερος πνευματικά από εσένα.

Να νιώθεις πάντα πως είσαι ο εαυτός σου

και όχι κάποιος που θέλεις απεγνωσμένα

να του μοιάσεις.

Όσο μπορείς να προσπαθείς,

αν δεν μπορείς, να επιμένεις

και όταν απογοητευτείς,

μην παραμείνεις αδρανής,

γιατί όσο ο ήλιος δύει και ανατέλει

μπορείς να κάνεις οτιδήποτε σε γαληνεύει.

Όσο μπορείς να μην ακούς τους άλλους,

Όσο μπορείς να κάνεις τα όνειρά σου πραγματικότητα,

Όσο μπορείς να ζήσεις τη ζωή σου,

χωρίς να έχεις ανάγκη κανέναν.

Όσο μπορείς να μείνεις δυνατός

και να αγαπάς τους ανθρώπους σου

που σε αγαπάνε πολύ.

Όσο μπορείς να αγαπήσεις

τόσο θα αγαπηθείς.

Γι’ αυτό πάντα

να αγαπάς πολύ!

Όσο μπορείς κάνε κάτι καλό

αντί για κάτι κακό.

Και όταν σου ξαναδοθεί η ευκαιρία,

κάνε πάλι το καλό

και αν μπορείς, κάτι ακόμα καλύτερο!

Όσο μπορείς να γίνεσαι κάθε μέρα

όλο και καλύτερος.

Και αυτό, για σένα και μόνο!

Όσο μπορείς να προσπαθείς να σηκωθείς

μετά από κάθε δυσκολία.

Δεν είναι λύση η απραξία.

Όσο μπορείς να γίνεις καλύτερος,

να πετύχεις αυτό που θέλεις.

Όσο μπορείς εξασκήσου τόσο πνευματικά

όσο και σωματικά.

Στο τέλος θα το δεις,

θα είσαι πάντα υγιής!

Όσο μπορείς να κοιμάσαι νωρίς,

για να εχεις ενέργεια

να δουλέψεις πολύ.

Όσο μπορείς να μην κρυφτείς,

να έχεις τα κότσια την αλήθεια να πεις.

Όσο μπορείς  να σκεφτείς

τι είναι αυτό που στον άλλον θα πεις…

Όσο μπορείς προσπάθησε,

Όσο μπορείς συνέχισε,

‘Οσο μπορείς άντεξε,

Όσο μπορείς άκουσε…