Πασπαρτού

Πετρούλα Κασαλμά

Στα τέλη της δεκαετίας του 80, ένα κορίτσι από την Γερμανία, αναγκάζεται να μεταφερθεί στην Γαλλία λόγω της χρεωκοπίας του ορφανοτροφείου που ζούσε. Κάθε βράδυ προσευχόταν και φιλούσε το περιδέραιο που της είχε δώσει η μητέρα της. Ένα βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί, την είχε πιάσει δυνατή ταχυκαρδία. Είδε ένα τρομερό εφιάλτη. Βρισκόταν σε ένα δωμάτιο, αυτή και μια σκιά. Ήταν σκοτάδι. Τότε είδε την μαμά της που την έδιωχνε και την καταριόταν. Δεν κατάφερε να κλείσει μάτι όλη νύχτα. Κάθε βράδυ έβλεπε τον ίδιο βάναυσο εφιάλτη. Δεν ένιωθε ασφαλής πια. Αισθανόταν πως κάποιος την ακολουθούσε σε κάθε βήμα της.

Πέρασαν τρεις μήνες και το μικρό κορίτσι άρχισε να απομακρύνεται από τους φίλους της. Δεν έβρισκε τίποτα ενδιαφέρον να πει μαζί τους και έτσι περνούσε τα διαλείμματα σε ένα χαντάκι δίπλα στην κουζίνα του ορφανοτροφείου, μόνη της. Σε ένα διάλειμμα καθόταν και χάζευε μια κάμπια, όταν ξαφνικά ένα βαρέλι έφραξε την έξοδο και το μικρό κορίτσι παγιδεύτηκε. Τότε, έκανε την εμφάνισή της μία σκιά. Η σκιά ήταν γνώριμη στο μικρό κορίτσι. Ήταν η σκιά από εκείνο τον τρομερό εφιάλτη.

Ξαφνικά αποκοιμήθηκε, όμως δεν είδε αυτόν τον εφιάλτη. Στο όνειρό της εμφανίστηκε μια γυναίκα που έμοιαζε σαν ξωτικό. Η γυναίκα της είπε για έναν μύθο, μια κατάρα. Κάποτε, πριν γεννηθούν οι άνθρωποι στη Γη μας, υπήρχε ένας μαγικός κόσμος. Ένας κόσμος όπου όλα ήταν σε αρμονία. Τότε, αναδείχτηκε ένας αστερισμός. Όλοι οι σοφοί της φυλής των ξωτικών άρχισαν να ψάχνουν, να ψάχνουν και να ψάχνουν… Ανακάλυψαν ότι δεν ήταν καλό σημάδι για τον κόσμο τους.

Ο αστερισμός αυτός έδειχνε την καταστροφή από ένα ξωτικό που θα γεννιόταν τη στιγμή που θα έλαμπε ο αστερισμός. Μετά από είκοσι χρόνια αυτό το ξωτικό φάνηκε καταστροφικό λες και κάτι τον είχε κυριεύσει. Έμπλεκε με τις μαύρες ενέργειες. Έτσι, κατάφερε και ισοπέδωσε έναν ολόκληρο πολιτισμό. Το ξωτικό αυτό ήταν το μόνο που σώθηκε, έτσι κατέληξε στην οικογένεια του μικρού κοριτσιού.

Η αποστολή του μικρού κοριτσιού ήταν να σπάσει την κατάρα. Έτσι το βράδυ της επομένης έφυγε από το ορφανοτροφείο και ταξίδεψε μέχρι να φτάσει σ’ ένα μαγικό απαγορευμένο νησί. Εκεί συνάντησε έναν μάντη που ζούσε για εκατοντάδες χρόνια. Την είδε κατάματα και έπεσε στα γόνατα της, ευτυχισμένος και ανακουφισμένος. Άνοιξε τα χέρια του και έδωσε στο μικρό κορίτσι ένα κλειδί πασπαρτού. Της είπε να τραβήξει προς το απομονωμένο γαλάζιο σπίτι δίπλα στο ποτάμι με τις πάπιες.

Άνοιξε την πόρτα και αισθάνθηκε κάτι γνώριμο. Κάποιο συναίσθημα σαν να είχε ξαναβρεθεί εδώ. Έκατσε στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο και πήρε ένα από τα βιβλία που ήταν στην άκρη του τραπεζιού. Το διάβαζε για ώρες. Ήταν ένα ημερολόγιο μιας γυναίκας που ζούσε σε αυτό το σπίτι με την νεογέννητη κόρη της. Βράδιαζε. Ήταν η ώρα να φύγει. Τότε αντίκρισε μία φωτογραφία του κολιέ που φορούσε. Ήταν η μητέρα της. Αυτό ήταν που την ένωνε με αυτό το σπίτι. Όλες αυτές οι αναμνήσεις που χάθηκαν.

Τώρα πλέον ήξερε τι έχει σειρά … έκλεισε τα μάτια της και …βρέθηκε στο κρεβάτι της. Κατάλαβε ότι όλα ήταν ένα όνειρο. Σηκώθηκε και φόρεσε τα παπούτσια της και το κολιέ της μητέρας της. Προσπαθούσε να καταλάβει τι έζησε και αν ήταν αλήθεια. Το μόνο που είδε ήταν το κολιέ της μητέρας της να λάμπει. Όχι από τον ήλιο αλλά από την κατάρα που έσπασε για πάντα.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης