γράφει η Εβίτα Μιγγολιού
Είμαι η Κανέλα, μια μικρή σκυλίτσα με καφετί τρίχωμα που μοιάζει με κανέλα, γι” αυτό και με ονόμασαν έτσι. Τα μάτια μου είναι μεγάλα και γεμάτα ανησυχία. Από τότε που έμεινα μόνη, τα πάντα έχουν αλλάξει. Ήμουν κάποτε χαρούμενη, γεμάτη ενέργεια και πάντα έτρεχα γύρω από τους ανθρώπους που με αγαπούσαν. Όμως εκείνοι με άφησαν και από εκείνη τη στιγμή, η ζωή μου έγινε μια διαρκής περιπέτεια γεμάτη φόβο και ανασφάλεια.
Οι ιδιοκτήτες μου με άφησαν πριν από περίπου ένα χρόνο. Όταν με παράτησαν, τότε κατάλαβα για πρώτη φορά τι σημαίνει να είσαι αδέσποτο. Από εκείνη τη μέρα άρχισα να φοβάμαι. Η βροχή με έβρεχε μέχρι το κόκκαλο, και ήμουν μόνη μου, στο σκοτάδι. Ευτυχώς, με βρήκαν δύο ηλικιωμένοι που μου πρόσφεραν τη βοήθειά τους. Με φρόντισαν, με τάισαν και μου έδωσαν ένα σπίτι για να κοιμηθώ με ζεστασιά.
Δυστυχώς, μετά από δύο χρόνια, οι άνθρωποι που με αγαπούσαν πέθαναν. Τότε ήρθε η κόρη τους, μια γυναίκα που δεν ήθελε σκύλο στο σπίτι, αλλά γάτα. Πόσο ρατσιστικό αυτό για ένα ζώο που μόνο αγάπη μπορεί να δώσει… Με πέταξε στον δρόμο και βρέθηκα πάλι μόνη, χαμένη στον κόσμο.
Αυτή τη φορά, όμως, δεν ήμουν εντελώς μόνη. Βρήκα μερικούς φίλους. Μαζί κατεβήκαμε στο κέντρο της πόλης και εκεί καταφέραμε να βρούμε λίγο φαγητό. Κάποιοι άνθρωποι μας το έδιναν, ακόμα και σουβλάκια! Όμως, οι φίλοι μου με συμβούλεψαν να μην τρώω υπερβολικά, και είχαν δίκιο. Αν το είχα κάνει, ίσως να μην είχε γίνει το κακό που επακολούθησε.
Πέρασαν έξι μήνες, και μια μέρα, καθώς έτρεχα στον δρόμο για να βρω τροφή, ένα αυτοκίνητο με χτύπησε. Είχα βαρύνει τόσο πολύ που δεν μπορούσα να τρέξω για να το αποφύγω. Πλέον, βρίσκομαι στον παράδεισο των σκύλων. Δεν νιώθω πια πόνο, αλλά ελπίζω με όλη μου την καρδιά να μην συμβεί το ίδιο με άλλα σκυλάκια που ζουν στον δρόμο.