Ομαδοσυνεργατική δημιουργική εργασία μαθητών μας στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α` Γυμνασίου (υπό την καθοδήγηση της καθηγήτριάς τους Ευγενίας Καλομοίρη)
Αθηνά Μπάρτζη, Νικολέτα Παπουτσή, Κωνσταντίνος Ρουμελιώτης
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μικρό σπιτικό στην εξοχή, ζούσε ένα δεκάχρονο κοριτσάκι με την οικογένειά της. Το κοριτσάκι το έλεγαν Ίριν και είχε πλούσια χρυσαφένια μαλλιά με γαλανά μάτια. Η Ίριν, που το όνομά της σημαίνει περιπέτεια, ζούσε μακριά απ’ το χωριό, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να περπατάει για να πάει στο σχολείο της. Επίσης, η οικογένειά της ήταν ιδιαίτερα φτωχή και για να μπορέσουν να βγάλουν κάποιο φράγκο, η μικρούλα πήγαινε καθημερινά τα απογεύματα στα χωράφια για να μαζέψει χόρτα με τον πατέρα της.
Η Ίριν όμως είχε μια κακή εμπειρία χαραγμένη στην ψυχή της. Το κοριτσάκι είχε νιώσει την οργή του πολέμου και εξαιτίας του είχε χάσει τους φίλους της που τόσο αγαπούσε. Ο πόλεμος της είχε προκαλέσει λύπη, στενοχώρια, ανασφάλεια και ανησυχία. Σαν δεν έφταναν όλα αυτά, η οικογένειά της έχασε όλη της την περιουσία. Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν μια νέα ζωή απ’ την αρχή σ’ ένα χωριό στην Γεωργία.
Το νέο σπιτικό της Ίριν, ήταν χτισμένο κοντά σ’ ένα απρόσιτο δάσος το οποίο όλοι φοβόντουσαν με το που άκουγαν γι’ αυτό. Το κοριτσάκι είχε ακούσει απ’ τους συμμαθητές της ότι στο δάσος εκείνο ζούσαν τρομακτικά θηρία, ξωτικά, καλικάντζαροι και άλλα περίεργα πλάσματα που ο νους ενός ανθρώπου δε θα μπορούσε να φανταστεί. Η Ίριν όμως, πίστευε ότι όλα αυτά ήταν ανοησίες και την έτρωγε η αγωνία να δει τι πραγματικά υπήρχε εκεί μέσα.
Μια μέρα, ο πατέρας της Ίριν είχε δουλειές στο χωριό και δεν μπορούσε να πάει μαζί της να μαζέψουν χόρτα. Τότε η μικρή βρήκε την ευκαιρία να πλησιάσει επιτέλους το δάσος. Η μητέρα της βέβαια δεν συμφωνούσε να πάει μόνη της αλλά δεν είχε άλλη επιλογή.
Η Ίριν έφυγε βιαστικά αποχαιρετώντας την μητέρα και μετά από περπάτημα δέκα λεπτών, έφτασε στο σημείο που άρχιζε το δάσος. Άρχισε να βαδίζει προς το βάθος του χωρίς φόβο. Η μικρή αντίκριζε μόνο κάτι πελώρια καταπράσινα πεύκα. Τίποτε το ιδιαίτερο. Συνέχιζε να βαδίζει πιο βαθιά αλλά αυτή τη φορά, ανάμεσα στα πεύκα έκλεβαν την προσοχή κάποια πανέμορφα, πολύχρωμα λουλουδάκια που έλαμπαν στο φως του ήλιου. Το κοριτσάκι κοίταξε τον ουρανό και είδε λευκές πεταλούδες να πετούν αρμονικά. Εντυπωσιάστηκε από την φυσική ομορφιά του δάσους η οποία της προκαλούσε ηρεμία.
Η Ίριν βρήκε ένα ξέφωτο για να κάτσει να ξεκουραστεί. Ξάπλωσε με τρόπο έτσι ώστε το κεφάλι της να κοιτά τον ουρανό. Η μικρή αναρωτήθηκε γιατί όλος ο κόσμος έλεγε αυτές τις χαζές θεωρίες για το δάσος. Δεν το χωρούσε ο νους της, «αφού είναι τόσο όμορφα και γαλήνια εδώ» σκέφτηκε. Είχε χαθεί στις σκέψεις της ώσπου την πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε μετά από κάποιες ώρες και συνειδητοποίησε ότι είχε νυχτώσει. Τώρα, όλοι αυτοί οι γαλήνιοι ήχοι του δάσους είχαν εξαφανιστεί και το κοριτσάκι ένιωσε μοναξιά. Ξαφνικά, ένας παράξενος θόρυβος ακούστηκε και η Ίριν το έβαλε στα πόδια κυριευμένη από φόβο χωρίς να ξέρει που πηγαίνει.
Μετά από κάποια λεπτά τρεξίματος, σταμάτησε και έκατσε σ ‘έναν βράχο να ξαποστάσει. Ο θόρυβος είχε σταματήσει και επικρατούσε η σιωπή του δάσους. Το κοριτσάκι ήταν κουρασμένο και άρχισε να πεινάει αφάνταστα. Χωρίς άλλες δυνάμεις λοιπόν, προχώρησε και το μονοπάτι την έβγαλε σε μια καλύβα. Η Ίριν αρχικά φοβήθηκε αλλά τελικά πήρε το θάρρος και χτύπησε την φθαρμένη απ’ τα χρόνια πόρτα της καλύβας. Κανείς δεν απάντησε. Σιωπή. Η μικρή φώναξε διστακτικά με την γλυκιά φωνή της για να δει αν είναι κανείς μέσα. Καμία απάντηση. Αποφάσισε να μπει μέσα. Απ’ τη στιγμή που άνοιξε την πόρτα, την προσοχή της τράβηξε ένα καλοστρωμένο τραπέζι με άφθονο φαγητό και νερό. Χωρίς να το καλοσκεφτεί, έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό και έφαγε μέχρι σκασμού! Έπειτα κάθισε σε μια πολυθρόνα μπροστά από το αναμμένο τζάκι. Εκεί που καθόταν τι ωραία τι καλά, άρχισε να έχει λόξιγκα και να ζαλίζεται. Τελικά, έπεσε λιπόθυμη στο πάτωμα.
Ξύπνησε το άλλο πρωί και αντίκρισε κάτι που την προβλημάτισε. Όλα τα έπιπλα είχαν μεγαλώσει αφάνταστα πολύ και εκείνη αναρωτήθηκε: «τώρα εγώ μίκρυνα ή τα έπιπλα ψήλωσαν;». Πήδηξε απ’ την πολυθρόνα και τότε ήταν που κατάλαβε ότι είχε γίνει τόσο μικρή όσο ένα μυρμήγκι! Η Ίριν προσπάθησε να βγει έξω αλλά με αυτό το μέγεθος της πήρε πολύ ώρα. Όταν επιτέλους κατάφερε να βγει έξω, αντίκρισε στο βάθος μια μηλιά. Ήταν αρκετά πεινασμένη και άρχισε να πηγαίνει προς το μέρος της. Ύστερα, άρχισε να σκαρφαλώνει στο δέντρο για να φτάσει έστω και ένα μήλο. Μέχρι να τα καταφέρει είχε νυχτώσει. Αμέσως μόλις έφτασε το μήλο, κάθισε σ’ ένα κλαδί και το έφαγε. Κατεβαίνοντας, είδε μια χήνα να προσγειώνεται στο έδαφος. Στην αρχή το κοριτσάκι φοβήθηκε ότι θα την περνούσε για μυρμήγκι και θα την πατούσε. Η χήνα όμως την πλησίασε και την ρώτησε τι γύρευε ένα μικρό παιδί σε αυτό το μέγεθος μέσα σε ένα τεράστιο δάσος. Η Ίριν της είπε τι είχε συμβεί και η χήνα προσφέρθηκε να την βοηθήσει. Της είπε ότι εκείνη η καλύβα άνηκε σε μία μάγισσα και το φαγητό που έφαγε ήταν μαγεμένο.
Εντωμεταξύ, οι γονείς της Ίριν είχαν σηκώσει γη και ουρανό για να βρουν την μονάκριβή τους κόρη. Έψαξαν παντού και αφού δεν την έβρισκαν πουθενά, στράφηκαν προς την αστυνομία. Κανείς όμως δεν θα μπορούσε να την βρει σε αυτό το μέγεθος.
Πίσω στο δάσος τώρα, Η Ίριν δέχτηκε την προσφορά της χήνας και ανέβηκε στην ράχη της για να βρουν αρχικά το κοπάδι της. Πετούσαν για πέντε ώρες ώσπου έφτασαν σε ένα ερημονήσι για να ξεκουραστούν. Το κρύο ήταν τσουχτερό και το κοριτσάκι με την χήνα είχαν ξεπαγιάσει. Για καλή τους τύχη, εκεί υπήρχε ένας ανεμόμυλος και οι δύο πλέον φίλοι, μπήκαν μέσα τρέχοντας. Πέρασαν εκεί το βράδυ και το επόμενο πρωί συνέχισαν το ταξίδι τους. Μετά από μερικές ώρες, προσγειώθηκαν σ’ ένα άλλο ερημονήσι όπου είχε ξαποστάσει το κοπάδι της χήνας. Τότε η χήνα το πλησίασε και ζήτησε από την αρχηγό του κοπαδιού να καθυστερήσουν το ταξίδι τους για να μπορέσει να βοηθήσει την Ίριν. Η αρχηγός δέχτηκε και οι δύο φίλοι κατευθύνθηκαν προς την καλύβα της μάγισσας.
Όταν γύρισαν λοιπόν ξανά στο δάσος, ζήτησαν από την μάγισσα να τους πει το αντίδοτο που χρειαζόταν για να επιστρέψει η Ίριν στο μέγεθός της. Εκείνη χωρίς να τους απαντήσει, πήγε σ’ ένα ράφι με πολλά μπουκαλάκια και άρπαξε το μικρότερο που είχε μέσα του ένα μωβ υγρό. Έπειτα, στράφηκε προς την Ίριν και της το έδωσε κάνοντάς της νόημα να το πιει. Η μικρή το ήπιε και αμέσως γύρισε στο μέγεθός της. Αφού ευχαρίστησε την μάγισσα, βγήκε έξω απ’ την καλύβα και αποχαιρέτησε την χήνα. Εκείνη πέταξε μακριά και μετά από πέντε λεπτά είχε εξαφανιστεί τελείως από τα μάτια της Ίριν. Τότε το κοριτσάκι πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Οι γονείς της, μόλις την αντίκρισαν, έτρεξαν αμέσως να την αγκαλιάσουν. Στα μάτια τους ήταν ζωγραφισμένη η ευτυχία. Η Ίριν τους διηγήθηκε την περιπέτειά της και οι γονείς της την άκουγαν προσεχτικά χωρίς να χάσουν καμία λέξη απ’ όσα είπε. Τους υποσχέθηκε επίσης ότι δεν θα ξαναπάει κάπου χωρίς την άδειά τους. Έτσι έζησαν μαζί χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.
