Το κρυμμένο μυστικό στα κάλαντα

Τα Κάλαντα αποτελούν δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια που ψάλλονται εθιμικά κατ΄ έτος κυρίως την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών όπως των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς (Αγ. Βασιλείου), των Θεοφανείων, ακόμη και των Βαΐων (ή του Λαζάρου), με εξαίρεση εκείνων της Μεγάλης Παρασκευής που είναι κατανυκτικά. Κύρια παραδοσιακά μουσικά όργανα που συνοδεύουν τα κάλαντα είναι το τρίγωνο, το λαούτο, το νταούλι η τσαμπούνα, η φλογέρα κ.ά. Οι τραγουδιστές – οργανοπαίκτες των καλάντων ονομάζονται «καλαντιστές».

250px-Lytras_Nikiforos_Carols

Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Χαρακτηριστικό σημείο είναι η γλώσσα στην οποία αυτά ψάλλονται, στη καθαρεύουσα, καταδηλούντα την άμεση καταγωγή τους από τους Βυζαντινούς χρόνους τις Καλένδες του Ιανουαρίου που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.

Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα και διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ.

Ο μεγάλος αριθμός των διαφόρων παραλλαγών εξανάγκασε να διακρίνονται αυτά σε εθνικά ή αστικά και στα τοπικά ή παραδοσιακά (κατά περιοχή). Στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα έχουν καταμετρηθεί περισσότερες από τριάντα παραλλαγές μόνο στον Ελλαδικό χώρο.

123 (204) 123 (177)

Τα κοινά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, παρουσιάζουν μία τέτοια πλοκή στίχων, ώστε το περιεχόμενό τους να παρουσιάζεται σχεδόν ασυνάρτητο. Συνήθως τα κάλαντα αυτά τα βλέπουμε γραμμένα ως εξής:

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
ψηλή μου δεντρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.

Αρχή που βγήκε ο Χριστός,
άγιος και πνευματικός,
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει.

Άγιος Βασίλης έρχεται
και δε μας καταδέχεται
από την Καισαρεία,
συ ’σ’ αρχόντισσα, κυρία.

Βαστάει εικόνα και χαρτί,
ζαχαροκάντιο ζυμωτή,
χαρτί και καλαμάρι,
δες κι εμέ το παλληκάρι.

Το καλαμάρι έγραφε,
τη μοίρα του την έλεγε
και το χαρτί ομίλει
άσπρε μου, άγιε Βασίλη.

κατάλογος

Το νόημα των στίχων των καλάντων αυτών, ξεκαθαρίζει αν λάβουμε υπ’ όψιν μας την παρουσία και τον ρόλο των τσακισμάτων. Τσάκισμα στα δημοτικά τραγούδια ονομάζεται μία φράση που παρεμβάλλεται μεταξύ των στίχων ενός τραγουδιού.

Παρακάτω παραθέτουμε στίχους της παραλλαγής από την Κάτω Παναγιά της Ερυθραίας της Μικράς Ασίας, όπως θα ήταν πριν την παρεμβολή των τσακισμάτων. Στη μορφή αυτή το νόημα είναι σαφές και πλήρες.

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχικαλός μας χρόνος!
Κι αρχή που βγήκε ο Χριστός στη γη να περπατήσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλειε.
― Βασίλη, πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
― Από της μάνας μ’ έρχομαι και στο σχολειό μου πάω.
― Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε να τραγουδήσεις.
― Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξεύρω.
― Σα δεν ηξεύρεις γράμματα, πες μας την αρφαβήτα.
Και στο ραβδί τ’ ακούμπησε, να πεί την αρφαβήτα.
Χλωρό ραβδί, ξερό ραβδί, χλωρά βλαστάρια επέτα
κι απάνω στα βλαστάρια του πέρδικες κελαηδούσαν.
Δεν ήταν μόνο πέρδικες, ήταν και τρυγονάκια.
Κατέβηκε η πέρδικα να βρέξει το φτερό της
κι έβρεξε τον αφέντη μας τον πολυχρονεμένο.

Οι στίχοι αυτοί έσπασαν λοιπόν σε δύο ημιστίχια, κάθε ένα από τα οποία συνοδεύτηκε από ένα ομοιοκατάληκτο με αυτό τσάκισμα. Τα περισσότερα τσακίσματα απευθύνονται προς κάποια κοπέλα -θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε προς την κοπέλα του σπιτιού- όπου βέβαια υπήρχε. Με τα τσακίσματα, τα οποία τα σημειώνουμε μέσα σε παύλες και με πλάγια γράμματα, τα κάλαντα παίρνουν την εξής μορφή:

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
-ψηλή μου δεντρολιβανιά-
κι αρχικαλός μας χρόνος!
-εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος-
Κι αρχή που βγήκε ο Χριστός
-άγιος και πνευματικός-
στη γη να περπατήσει.
-και να μας καλοκαρδίσει-
Άγιος Βασίλης έρχεται
-αν δε μας καταδέχεται-
από την Καισαρεία.
-σύ ’σ’ αρχόντισσα, κυρία-
Βαστά εικόνα και χαρτί,
-ζαχαροκαντιοζύμωτη-
χαρτί και καλαμάρι.
-δες κι εμέ, το παλληκάρι-
Το καλαμάρι έγραφε
-τη μοίρα μου την έγραφε-
και το χαρτί ομίλειε.
-άσπρε μου, καθάριε κρίνε-
― Βασίλη, πόθεν έρχεσαι
-και δε μας καταδέχεσαι-
και πόθεν κατεβαίνεις;
-και δε μας ε-συντυχαίνεις-
― Από της μάνας μ’ έρχομαι
-κι εγώ σας καταδέχομαι-
και στο σχολειό μου πάω.
-δε μου λέτε τι να κάνω-
― Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς,
-κάτσε τον πόνο σου να πείς-
κάτσε να τραγουδήσεις.
-και να μας καλοκαρδίσεις-
― Εγώ γράμματα μάθαινα,
-μα να σας πω τι πάθαινα-
τραγούδια δεν ηξεύρω.
-αντικρύ μου να σας εύρω-
― Σα δεν ηξεύρεις γράμματα,
-πόσες φορές με κλάματα-
πες μας την αρφαβήτα.
-νά ’χεις το Θεό βοήθεια-
Και στο ραβδί τ’ ακούμπησε
-και δε μας ετραγούδησε-
να πει την αρφαβήτα.
-ωσάν άγιος που ήτα’-
Χλωρό ραβδί, ξερό ραβδί,
-άσπρο σταφύλι ροζακί-
χλωρά βλαστάρια επέτα.
-ροδοκόκκινη βιολέτα-
Και πάνω στα βλαστάρια της
-και στα περικλωνάρια της-
πέρδικες κελαηδούσαν.
-μάτια μου, κι ας σε ξυπνούσα’-
Δεν ήταν μόνο πέρδικες,
-γαρυφαλλιές λεβέντικες-
ήταν και τρυγονάκια,
-μαύρα μου γλυκά ματάκια-
Κατέβηκε η πέρδικα
-πως περπατεί λεβέντικα-
να βρέξει το φτερό της
-διατί ’τανε σκληρότης-
κι έβρεξε τον αφέντη μας
-το ρήγα, το λεβέντη μας-
τον πολυχρονεμένο.
-και στον κόσμο ξακουσμένο-

Σύμφωνα με μία ερμηνεία, κάποιος νεαρός, ταπεινής καταγωγής, ήταν ερωτευμένος με μια αρχοντοπούλα. Επειδή δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό να την πλησιάσει παρά μόνο σε περίοδο εορτών για να της απευθύνει ευχές, αποφάσισε ανάμεσα στα κάλαντα του Μεγάλου Βασιλείου να εντάξει και ένα ερωτικό ποίημα που είχε συνθέσει! Αρχίζει λοιπόν και βάζει ενδιάμεσους στίχους. Με αυτόν τον τρόπο και τα κάλαντα θα έλεγε ακολουθώντας τους κοινωνικούς κανόνες αλλά ταυτόχρονα θα παίνευε την καλή του … !!!
Την αποκαλεί ψηλή, σαν δεντρολιβανιά.
Της λέει ότι δεν τον καταδέχεται γιατί είναι αρχόντισσα κυρία.
Τέλος την λέει ζαχαροκάντυο ζυμωτή, και την παρακαλεί να του ρίξει μια ματιά.

Περιέργως αυτά τα παράδοξα Κάλαντα πέρασαν από γενιά σε γενιά και έγιναν τα πιο διαδεδομένα σε όλο τον ελληνικό χώρο …!!!

Τα-Κάλαντα-του-Γιώργου-Σικελιώτη-από-τη-Συλλογή-της-Εταιρείας-Τσιμέντων-Α.Γ.Ε.Τ-1

Έρευνα: Παύλος Παλαιός, Δημήτρης Αναμουρλόγλου
Πηγή: Διαδίκτυο