Το παρακάτω διήγημα θίγει την αξία της κριτικής στάσης του πολίτη απέναντι στις πληροφορίες που δέχεται και έχει ως στόχο να ωθήσει τους αναγνώστες να ελέγχουν την αξιοπιστία των διαφόρων πηγών ενημέρωσής τους. Τα γεγονότα διαδραματίζονται το 1975, και συγκεκριμένα στην περίοδο που ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’Εσταίν επισκέφτηκε την Ελλάδα. Συνέβη ένα χρόνο μετά την Μεταπολίτευση και ήταν η πρώτη φορά που αρχηγός ξένου κράτους ήρθε στην δημοκρατική Ελλάδα.
Οι αξίες σ’ ένα καφενέ
της Ναταλίας Κιρμιζή
Ένα ηλιόλουστο πρωινό του Σεπτέμβρη του 1975, ο Κωστής Δηλιγιάννης -ή αλλιώς ο κυρ Κωστής- περπατούσε σκεπτόμενος στους δρόμους του Χάρματος, ενός πεδινού χωριού στη Θεσσαλία. Όπως κάθε πρωινό, έτσι και σήμερα, όδευε προς το καφενέ του χωριού «Το Χαμόγελο», προετοιμασμένος να ‘ρθει για ακόμα μία φορά αντιμέτωπος με ένα πλήθος ανόητων συζητήσεων που του προξενούν ανία.
-Καλημέρα κυρ Κωστή, φώναξε η Μαρίνα από το μπακάλικο του χωριού.
-Καλημέρα και σε σένα, είπε ο παππούλης με έναν ευγενικό τόνο.
-Ο φίλος σας δεν ήρθε σήμερα;
Όντως! Σκέφτηκε. Ο Πλάτων δεν ήταν πίσω του, όπως συνήθως.
-Φαίνεται θα σταμάτησε πουθενά για φαγητό, τον ξες τώρα τι λιχούδης είναι, είπε εν τέλει ο κυρ Κωστής και συνέχισε τον δρόμο του ρίχνοντας πού και πού πίσω του κλεφτές ματιές αν τον ακολουθεί ο πιστός του φίλος.
Προτού προλάβει να βάλει το κακό με το νου του, ο Πλάτων στεκόταν δίπλα του, χαρούμενος κρατώντας ένα κομμάτι σαλάμι στο στόμα. Ο Πλάτων ήταν ο σκύλος του χωριού και η αδυναμία όλων των κατοίκων. Ήταν ένα μεγάλο άσπρο σκυλί με το ένα μάτι και το αντίστοιχό του αυτί μαύρα. Αγαπούσε τους ανθρώπους, ήταν φιλικός και ποτέ δεν προξενούσε φασαρίες. Βέβαια, δεν ήταν πάντοτε έτσι. Κάποτε ήταν ένα άγριο θηρίο που γάβγιζε σε όποιον περνούσε από μπροστά του, φοβούμενο ότι θα τον βλάψει. Και δεν είχε άδικο…Όλα άλλαξαν το βράδυ που το βρήκε ο κυρ Κωστής να κάθεται στην πλατεία εμφανώς, ταλαιπωρημένο και γεμάτο μώλωπες, πιθανόν από κάποιον καβγά. Τον μάζεψε στο σπίτι του, τον έπλυνε, του έδωσε να φάει και του ‘στρωσε σε μία γωνιά τρία μαξιλάρια και μία κουβερτούλα να κοιμηθεί.
Από την επόμενη μέρα και ύστερα, ο Πλάτων μετατράπηκε στο πιο γλυκό, φιλικό και όμορφο σκυλί του χωριού, που κοιτούσε τους ανθρώπους στα μάτια, γεμάτο αγάπη για αυτούς, περιμένοντας τα χάδια και τη συντροφιά τους.
-Α εδώ είσαι μικρέ μου, και σε έψαχνα! Άντε, πάμε πρώτα στον Μανώλη να πάρω την σημερινή εφημερίδα και μετά θα πάμε να κάτσουμε στο καφενείο του Στέργιου, να πιώ τον καφέ μου. Ύστερα θα πάμε σπίτι να σου βάλω να φας. Αν και από ότι βλέπω σε περιποιούνται καλά εδώ γύρω, δεν έχεις παράπονο.
Σε πολλούς φαίνονταν σαχλό ότι κάποιος άνθρωπος μιλάει με ένα σκύλο και το ότι περιμένει από αυτόν μιαν απάντηση. Για τον ο κυρ Κωστή, όμως, οι συζητήσεις του με τον Πλάτων ήταν τις περισσότερες φορές πιο εποικοδομητικές από ό,τι με τους ανθρώπους.
-Καλημέρα κύριε Κωστή, πως είστε σήμερα; Του φώναξε με κέφι ο περιπτεράς.
-Μια χαρά Μανώλη μου, να εδώ ήρθα να πάρω την Σημερινή, απάντησε.
-Εδώ στην έχω φυλαγμένη, αν και τις τελευταίες μέρες δεν ξεμένω από εφημερίδες, δυστυχώς. Όλο και λιγότεροι αγοράζουν κάθε μέρα.
-Να τους πείθεις Μανώλη! Να τους πείθεις να αγοράζουν! είπε εμφανώς εκνευρισμένος ο κυρ Κωστής δίνοντας στον περιπτερά τα χρήματα. Κράτα τα ρέστα, καλημέρα να ‘χουμε.
Όσο κατευθυνόταν προς το καφενείο άκουγε κουβέντες από δω από κει. Άκουσε τον Δαμιανό στο φούρνο να συζητά με τους πελάτες για τον πρωθυπουργό της χώρας, άκουσε την Αλεξάνδρα να λέει, χαμηλοφώνως, στον άντρα της τους φόβους της για όλα αυτά που ακούγονται, για τον ερχομό του Ζισκάρ.
Φτάνοντας στο καφενείο καλημέρισε τους συγχωριανούς του, ήρεμα, και κάθισε ήσυχος στη γωνιά του με την εφημερίδα. Μέσα στο καφενείο υπήρχαν πέντε τραπέζια γεμάτα, συνολικά είκοσι με εικοσιπέντε άτομα. Κάθε μέρα μαζεύονταν από τις εννιά το πρωί μέχρι τις τρεις το μεσημέρι, παίζοντας τάβλι, πίνοντας ελληνικούς καφέδες και συζητώντας πότε για τα πολιτικά, πότε για τα κοινωνικά, πότε για τα θρησκευτικά… Στην άκρη του καφενείου, δίπλα από το παράθυρο, υπήρχε μόνο του ένα μικρό τραπέζι στο οποίο καθόταν, πάντα, ο κυρ Κωστής. Ήθελε να κοιτάει από μακριά όλους τους άντρες του χωριού να συζητάνε με πάθος για τις εξελίξεις και τα νέα της χώρας, χωρίς όμως να συμμετέχει ενεργά στη συζήτηση.
Ίσως φαντάζει περίεργο πως ένα ολόκληρο χωριό συμπαθούσε έναν κοντό και απόμακρο παππούλη σαν τον Κυρ Κωστή. Δεν ήταν δα και ο πιο ευχάριστος άνθρωπος στον κόσμο. Αυτό που τον διέκρινε, όμως, ήταν η ευγένεια και η γλυκιά του χάρη. Κάθε φορά που κάποιος τον ρωτούσε κάτι ήταν ετοιμόλογος, είχε πάντα κάτι να πει για να τον συμβουλέψει.
Κάθισε, λοιπόν, στο τραπέζι του, παρήγγειλε έναν μέτριο ελληνικό μαζί με τρία κουλουράκια από δίπλα, αναμένοντας τη σημερινή παράσταση. Δεν άργησαν να φουντώσουν τα αίματα στο καφενείο:
-Αχ φίλοι μου, άρχισαν τα όργανα! Τώρα έρχεται ο Ζισκάρ,αύριο ποιος; Και μέχρι να καταλάβουμε τι συμβαίνει θα ξεχάσουμε την ελληνική μας ταυτότητα. Τρίζουν τα κόκκαλα των προγόνων μας.
-Τι ασυναρτησίες λες πάλι βρε Αρίσταρχε! Ο πρόεδρος της Γαλλίας έρχεται για συζητήσει με τον Καραμανλή για την πορεία της Ελλάδας.
-Δίκιο έχει μωρέ ο Γιάννος, αντί να χαίρεσαι που ένας τόσο σπουδαίος πρόεδρος θα πατήσει το πόδι του στον τόπο μας και μαζί του θα φέρει έναν σωρό νέων αλλαγών, εσύ παραπονιέσαι; Έξω να βγούμε πρέπει, να γιορτάσουμε!
-Τι ακριβώς θα μας προσφέρει αυτή η επίσκεψη; απάντησε ο Αρίσταρχος νευριασμένα.
-Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι η Ελλάδα θα μπει σε μία νέα εποχή, θα γεμίσουν χρήμα οι τσέπες μας!
-Για στάσου λίγο Διονύση, τον διέκοψε ο Γιάννος, ούτε εμείς ξέρουμε τον λόγο ακριβώς του ερχομού του Γάλλου πρωθυπουργού, όμως, είμαστε βέβαιοι ότι θα συνεισφέρει στην χώρα.
Ακούγοντας τα αυτά, ο κυρ Κωστής, άνοιξε επιδεικτικά την εφημερίδα μέσα στο καφενείο, διαβάζοντας από μέσα του την εισαγωγή του πρώτου άρθρου:
«Ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ Ντ” Εστέν επισκέπτεται την Ελλάδα για να μεταφέρει στους Έλληνες τον αδελφικό χαιρετισμό των λαών της Ευρώπης»
Μόλις την πρώτη πρόταση χρειαζόταν κανείς να διαβάσει προκειμένου να του λυθούν οι απορίες.
-Εγώ σας λέω ότι έρχεται για να συζητήσουν για το θέμα περί Ευρωπαϊκής Ένωσης και για νέες επιχειρηματικές ιδέες.
-Και που το μαθες εσύ βρε Αποστόλη; Μήπως στο πε και αυτό ο Καραμανλής;
Όλο το καφενείο τότε γέλασε. Μέχρι και του κυρ Κωστή του ξέφυγε ένα γελάκι. Η αλήθεια είναι πως ο Αποστόλης δεν ήταν και η πιο έγκυρη πηγή.
-Καλά εσείς μη με πιστεύετε, αλλά όταν μάθουμε τι σκαρώνουν θα δείτε πως έχω δίκιο. Άλλωστε μου το πε ο φούρναρης το πρωί! Αυτός έχει κάτι πηγές στην Αθήνα από ανθρώπους στη Βουλή οπότε ξέρει!
-Πολλά λάθη σε μία πρόταση Αποστόλη μου, ξεφύσησε ο κυρ Κωστής.
-Γιατί καλέ παππού, δεν κατάλαβα! Είπα κάτι λάθο
-Έχουμε πει, αγόρι μου, πως οι απόψεις μας οφείλουν πρώτα από όλα να είναι τεκμηριωμένες από έγκυρες πηγές, όχι από τον περιπτερά.
-Μα ο φούρναρης μου το πε!
-Ούτε ο φούρναρης είναι έγκυρη πηγή. Και δεύτερον ο λόγος μας πρέπει να διακρίνεται από διαλλακτικότητα, δεν είμαστε μόνο εμείς σωστοί.
-Πάντα, όμως, σε μένα τα λες αυτά, και ο Αρίσταρχος και ο Γιάννος και ο Δαμιανός έτσι μιλούν, σε αυτούς γιατί ποτέ δεν λες κάτι;
Ο κυρ Κωστής σώπασε για λίγο. Τι να του ‘λεγε άραγε; Ο Αποστόλης ήταν ένα νεαρό παλικάρι, άβγαλτο, που έπρεπε να τον συμβουλέψει κάποιος πριν βγει έξω στην κοινωνία. Από την άλλη όμως, κοτζάμ μαντράχαλοι 50 και 56 χρονών, αντίστοιχα, ο Αρίσταρχος και ο Γιάννος, συζητούν σαν σχολιαρόπαιδα που δεν ξέρουν να ακούν τον άλλον.
-Τι θες είπαμε να γίνεις Αποστόλη μου όταν μεγαλώσεις; του είπε ο κυρ Κωστής
-Δάσκαλος παππού, μα αυτό τώρα τι σχέση έχει;
-Αγόρι μου, θα φας τη ζωή σου στα γράμματα, στις φιλοσοφικές συζητήσεις και στα βιβλία. Όταν, λοιπόν, θα φτάσεις σε μία χρονική περίοδο στη ζωή σου που θα ‘χεις μάθει αρκετά για τον κόσμο γύρω σου και θα έχεις ζήσει πολλές εμπειρίες, τότε θα με θυμηθείς. Αλλά για να με θυμηθείς μετά, μην ξεχάσεις τα λόγια μου τώρα, εντάξει;
Του είπε ο κυρ Κωστής και σηκώθηκε να πληρώσει τον Γιάννο και να πάει σπίτι του.
-Κράτα τα ρέστα Γιάννο μου, σε καλή μεριά!
Κάθε μέρα του άφηνε πουρμπουάρ. Σε όποιον τον εξυπηρετούσε άφηνε. Πότε εικοσάλεπτο, πότε πενηνταράκι. Ο ίδιος του άλλωστε δεν είχε παιδιά να θρέψει καθώς η κόρη και η γυναίκα του πέθαναν μαζί στην γέννα.
-Χαιρετώ παλικάρια, θα τα πούμε αύριο πρώτα ο Θεός. Άντε Πλάτωνα, σήκω πάμε σπίτι!
-Καλό μεσημέρι, φώναξε όλο το καφενείο μονομιάς και συνέχισαν τις κουβέντες τους περί πολιτικής. Όλοι εκτός από τον Αποστόλη που κοιτούσε με απορία τον κυρ Κωστή να απομακρύνεται από το καφενείο μαζί με τον τριχωτό του φίλο. Ίσως και τον μόνο του φίλο…
Πηγή Εικόνας: εδώ