«Δίνω φωνή στον Βαμάρ, το φίδι»: Κείμενα μαθητών με αφορμή το διήγημα «Ασία, Ιράκ, έρημος: Άχιμ» από το «Κοσμοδρόμιο» της Ελένης Κατσαμά)

"Κοσμοδρόμιο" Ελένη Κατσαμά

 

Περιπλανιόμουν για πολλούς μήνες στην έρημο μόνος μου, μέχρι που γνώρισα τον Άχιμ. Γίναμε οι καλύτεροι φίλοι. Κάθε φορά που βρισκόμασταν μου έφερνε γάλα. Με αγαπούσε και τον αγαπούσα. Βέβαια πάντα κρατούσαμε μια απόσταση μεταξύ μας.

Μια μέρα άργησα να ξυπνήσω. Είχα και ένα κακό προαίσθημα… Στο δρόμο για να συναντήσω τον Άχιμ είδα ξένους στρατιώτες να πηγαίνουν στο στρατόπεδό του. Πρέπει να τον προστατεύσω, σκέφτηκα.

Όταν συναντηθήκαμε, του όρμησα. Τυλίχτηκα γύρω του σφιχτά και δεν τον άφηνα να φύγει. Νόμιζε ότι θα τον σκοτώσω. Μακάρι να μπορούσα να του πω ότι το κάνω για να τον προστατεύσω. Έβλεπα τον Άχιμ να χάνει τις ελπίδες του. Να κλείνει τα μάτια και να είναι έτοιμος να τα παρατήσει. Δεν άντεχα να τον βλέπω έτσι…

Το βράδυ τον άφησα να φύγει. Τον είχα σώσει. Όμως δεν είχα ποτέ ξανά το κουράγιο να τον συναντήσω. Του αφήνω όμως σημάδια ότι υπάρχω και ότι θα είμαι πάντα δίπλα του.

 Αμαλία-Μαρία Χαντέ, Β4

—————————————————————————————–

 

Είχαμε ήδη γίνει φίλοι με τον Άχιμ. Κατευθείαν όταν τον πρωτοείδα τον συμπάθησα. Τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία. Βλέπετε, είμαι ένα παρεξηγημένο είδος και συνήθως οι άνθρωποι με αποφεύγουν και με κάνουν να νιώθω μοναξιά, κάτι το οποίο  όμως δεν συνέβη με τον Άχιμ. Κάθε μέρα βρισκόμασταν, με τάιζε και παρόλο που δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε την ίδια γλώσσα, περνούσαμε δημιουργικό χρόνο μαζί. Όμως μετά ερχόταν η ώρα που έπρεπε να γυρίσει στο στρατόπεδο και εγώ πάλι τριγυρνούσα γύρω από την πόλη με την μοναξιά μου.

Μια μέρα λοιπόν , αφότου είχε φύγει ο Άχιμ και εγώ έκανα βόλτα γύρω από την πόλη, αυτό που είδα με έκανε να αγχωθώ αφάνταστα. Πολλοί οπλισμένοι στρατιώτες να προετοιμάζονται για εισβολή στην πόλη. Η μόνη μου σκέψη ο Άχιμ και το πώς να τον βοηθήσω να μην βιώσει αυτό που ερχόταν. Όλο το βράδυ παρακολουθούσα τους στρατιώτες σκεπτόμενος πώς θα βοηθήσω τον φίλο μου. Ξημέρωσε και ήρθε η ώρα να συναντήσω τον Άχιμ. Το άγχος ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα. Τον είδα και περίμενα την κατάλληλη στιγμή, για να κάνω αυτό που είχα σχεδιάσει. Τον περιτριγύριζα αμήχανα, ώσπου το έκανα. Όρμηξα  πάνω του και άρχιζα να τον σφίγγω τόσο, ώστε να μην μπορεί να φύγει. Δεν ξέρω πώς  εγώ κατάφερα να κάνω κάτι τέτοιο και εάν και το έκανα τελικά για το καλό του. Τα συναισθήματα του Άχιμ δεν θέλω ούτε να τα ξέρω…

Βράδιασε και επιτέλους τον άφησα να φύγει. Η πόλη είχε καταστραφεί ολοσχερώς και οι νεκροί ήταν χιλιάδες. Η οικογένειά του χάθηκε. Τον έσωσα, αλλά ποτέ δεν βρήκα το θάρρος να τον ξαναπλησιάσω. Μου αρκούσε μόνο που έβλεπα ότι είναι καλά, κρυμμένος  πίσω από τις πέτρες , για να μην με δει.

Μαριάνθη Τσερέπη, Β4

——————————————————————————————

 

Με τον Άχιμ είχαμε γίνει πια φίλοι. Με φρόντιζε κάθε φορά που συναντιόμασταν και ήμασταν πολύ χαρούμενοι και οι δύο. Όταν είχε διάλειμμα από το στρατόπεδό του, ερχόταν στο σημείο που βρισκόμασταν και περπατούσαμε για ώρες. Όταν αυτός έλειπε, εγώ καθόμουν στο σπίτι μου, που ήταν κάτω από έναν βράχο, ή έβγαινα και έκανα μόνος μου βόλτα στην έρημο.

Μια μέρα, καθώς σερνόμουν προς το σημείο όπου συναντούσα τον Άχιμ, άκουσα ανθρώπους να τρέχουν. Πήγα λοιπόν να δω ποιοι ήταν. Είδα στρατιώτες που κατευθύνονταν προς το στρατόπεδο του Άχιμ. Ήταν εχθροί που πήγαιναν να το καταστρέψουν. Έπρεπε να κάνω κάτι. Έπρεπε να σώσω τον φίλο μου.

Έφτασα στο σημείο συνάντησης και είδα τον Άχιμ να με περιμένει. Δεν μπορούσα να τον αφήσω να γυρίσει πίσω. Έτσι, αποφάσισα να τυλιχτώ γύρω του και να τον παγιδεύσω. Όχι όμως πολύ σφιχτά. Ό Άχιμ πίστευε σίγουρα πως ήθελα να του έκανα κακό, άλλωστε είμαι ένα φίδι,  αλλά εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να τον προστατεύσω. Δεν τον άφησα να φύγει. Τον έσωσα.

Το επόμενο ξημέρωμα είχαν τελειώσει όλα. Η πόλη καταστράφηκε και όλοι χάθηκαν από τους βομβαρδισμούς. Ο Άχιμ ξύπνησε και δε με βρήκε τυλιγμένο γύρω του. Λογικά θα αναρωτιόταν τι είχε γίνει.

Δε με ξαναείδε ποτέ. Εγώ όμως τον παρακολουθώ πάντα από μακριά και θα είμαι εκεί όταν θα με χρειαστεί.

Ζωή Τρικαλινού, Β4

 

———————————————————————————————-

Με τον Άχιμ είχαμε γίνει  πια φίλοι. Κάθε μέρα τον έβλεπα και κάναμε παρέα, μου έφερνε και γάλα και με φρόντιζε. Πολλές φορές κάναμε μεγάλες βόλτες. Περνούσαμε πολύ ωραία μαζί.

Μια μέρα όμως έφτασα σε ένα στρατόπεδο και είδα στρατιώτες να ετοιμάζονται για βομβαρδισμούς. Τότε γύρισα γρήγορα στον Άχιμ που με περίμενε. Ήθελα να τον βοηθήσω να σωθεί και χωρίς να το σκεφτώ τυλίχτηκα πάνω του. Ίσως να πίστευε ότι το έκαμα για κακό, όμως ήθελα να τον βοηθήσω. Ο Άχιμ ήταν ιδρωμένος και προσαθούσε να ανασάνει. Μπορεί να τον έσφιγγα δυνατά, σκεφτόμουν όμως ότι προτιμούσα να ταλαιπωρηθεί για λίγο παρά να πεθάνει. Αυτό σκεφτόμουν και παρηγορούσα τον εαυτό μου όσο τον έσφιγγα.

Όταν ένιωσα ότι οι βομβαρδισμοί τελείωσαν, τον άφησα και έφυγα μακριά. Από τότε τον έβλεπα κάθε μέρα, αλλά δεν τόλμησα να ξαναπάω κοντά του ποτέ, γιατί ένιωθα ότι με φοβόταν.

Ευαγγελία Χαντέ, Β4

 

 

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης