ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΡΑΒΔΙΣΤΗ ΒΑΣΙΛΗΣ ΨΑΡΙΑΝΟΣ

Θάνατος του ραβδιστή

            Ο μπάρμπα-Δημουστής ήταν ο καλύτερος ραβδιστής του χωριού. Όταν ράβδιζε κακάριζε μέσα στο λιώνα η τέμπλα του σα να ’ταν κοπάδι πέρδικες, καθώς ξυπνούσαν την αυγή ψηλά στα ράχτα να χαιρετήσουν τον ήλιο. Και κράταγε το τραγούδι της τέμπλας του ρυθμικό, ακούραστο, από το χάραμα ως την ώρα του σπερνού. Μαύριζε το χώμα κάτω από το λιόδεντρο από τις γυαλιστερές μαυρομάτες κι αναγάλλιαζε η ψυχή της μαζώχτρας, καθώς γέμιζε τις χούφτες της με το λαδερό καρπό. Και κάθε φορά που πήγαινε η μαζώχτρα να αδειάσει στα σακιά το καλάθι με το λιόκαρπο σύβαζε και τα δαυλιά στο πυρομάχι να σιγοβράσει η γραγούδα* με τα κουκιά, να ετοιμαστεί το μεσημεριανό φαΐ του ραβδιστή, να στυλωθούν τα σωθικά του, που δεν κατέβηκε από την αυγή πάνω από το δέντρο. Άλλαζε τόπο και στο ζώο, που έβοσκε δεμένο στις ρίγανες, να ’ναι κι αυτό χορτάτο να κουβαλήσει τα σακιά με τον καρπό στ’ αμπάρια.

Ο μπάρμπα-Δημουστής μιλούσε με το δέντρο, πότε το γαργαλούσε ερωτικά και πότε το χάιδευε σαν παιδί του. Περνούσε την τέμπλα του ανάμεσα στα κλαδιά, όπου είχε άνοιγμα το δέντρο, να μη το ματώσει, και μ’ απαλά χτυπήματα, όπως χτυπούμε ένα παιδί στην πλάτη, όπως ανακατεύουμε τα ξανθά μαλλιά μιας κοπελιάς να την πειράξουμε, τίναζε τους βλαστούς του δέντρου να τους ελαφρώσει από τον καρπό. Κι ήταν και στις τέμπλες ο πιο μερακλής.

Από το καλοκαίρι τις ετοίμαζε, τις έξυνε με το γυαλί να φάει τους ρόζους, να αλαφρώσει ή τέμπλα, να γλιστρά στο χέρι του και να δουλεύει ξεκούραστα. Κι είχε άλλη τέμπλα για να ραβδίζει τα ζγούνια* κι άλλη για να φτάνει τις κορφές. Στα μικρά τα δέντρα, τις αμπολάδες, που είχαν ακόμα τρυφερό κορμό, έβαζε το τεμπλί και για τις θεόρατες, τις καρτέλες, έπιανε τη μεγάλη τέμπλα.

Τα πιο καλά λιοχώραφα τα είχε αναστήσει μόνος του ο μπάρμπα-Δημουστής. Οι περισσότερες ελιές ήταν «τιφτές», δηλαδή φυτευτές. Τις είχε βγάλει αγριλιές από το ρουμάνι, τις φύτεψε στο χωράφι, κουβάλησε νερό με τα ξυλοβάρελα και τις πότισε όλο το καλοκαίρι, ώσπου να ριζώσουν και να πετάξει το μάτι. Ύστερα τις μπόλιασε με μπόλι διαλεχτό από λαδολιά, φραγκολιά ή κολοβή και περίμενε χρόνια να ξεπεταχτεί το βλαστάρι, να γίνει δέντρο και να καρπίσει. Άλλες πάλι ήταν μπολιασμένες αγριλιές, που βρέθηκαν στον τόπο τους, όταν ξάνοιξε το ρουμάνι και το ’κάνε χωράφι κι όπου ο τόπος ήταν όρθιος, έχτισε πεζούλες να πιάσει το χώμα, να κρατηθούν οι γλύκες της γης, που θα ρουφούσε το δέντρο να κάνει το μαξούλι.

Καμάρωνε τώρα ο μπάρμπα-Δημουστής κάθε άνοιξη να βλέπει ολάνθιστες σα νύφες τις ελιές του και κάθε φθινόπωρο ετοιμόγεννες να γέρνουν ν’ απιθώσουν τον καρπό τους πάνω στη γη.

Έτσι που κάθονταν μια μέρα στην πεζούλα κι αρμένιζε στο ασημοπράσινο πέλαγος μαγεμένος απ’ τα λιοτράγουδα του λιώνα, ήρθε ξαφνικά μια πίκρα ν’  αλλάξει σε φαρμάκι τη γεύση του μελιού που ’χε στο στόμα.

Με την τέμπλα του είχε «ανθρωπέψει» τα παιδιά του. Έμαθαν γράμματα και πρόκοψαν. Είδε δόξα τω Θεώ, νύφες κι αγγόνια, όμως δεν έμεινε κανείς τους στο χωριό.

Ποιος θα κοιτάξει αύριο τούτα τα πλάσματα; Ένας πόνος έσφιγγε την καρδιά του όσο σκεφτόταν πως θα έμεναν έρημες κι απροστάτευτες οι μαυρομάτες του, που τις είχε αναθρέψει με το ξερό του το σάλιο και τον ιδρώτα του.

Κι όσο γερνούσε ο μπάρμπα-Δημουστής, τόσο μεγάλωνε η κρυφή του πίκρα και τον έπαιρνε το παράπονο κι αγκαλιάζε τις αμπολάδες του και τις φιλούσε, σαν να ετοιμαζόταν να φύγει για τα μακρινά τα ξένα.

Όταν νύχτωσε και δεν είχε γυρίσει ακόμα ο μπάρμπα-Δημουστής, τους έζωσε μαύρο φίδι η αγωνία. Πήραν τα φανάρια και μέσα στη νύχτα έτρεξαν στο χωράφι.

Εκεί στη ρίζα της ελιάς του, τον βρήκαν παγωμένο αλλά χαμογελαστό να κοιτάζει μακριά, πάνω από τις κορφές των δέντρων, στο βάθος όπου στραφταλίζε η θάλασσα στο φως του φεγγαριού κι ένας δρόμος από χυμένο ασήμι ανοίγονταν για τους απέραντους ελαιώνες του ουρανού.

Βασίλης Ψαριανός

*Γραγούδα: ειδικό πήλινο σκεύος για το βράσιμο των οσπρίων

*Ζγούνια: χαμηλά μέρη του λιόδεντρου

ΑΦΗΓΗΣΗ ΜΑΡΙΟΥ

Ο Βασίλης Ψαριανός γεννήθηκε το 1938, στη Βρίσα Λέσβου. Σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπηρέτησε ως καθηγητής φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

Από το 1975 έως το 1977 διετέλεσε Γενικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης και από το 1982 μέχρι το 1986 υπηρέτησε στο Υπουργείο Παιδείας ως Ειδικός Συνεργάτης του Υπουργού, για θέματα Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το 1989, «αποστρατεύτηκε» πρόωρα από την ενεργό εκπαιδευτική υπηρεσία. Έκτοτε, υπερασπίζεται με το συγγραφικό του έργο, το δικαίωμα για μια καλύτερη παιδεία και δημοκρατία.

Συνεργάστηκε με εκδοτικούς οίκους ως επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής και για μία εξαετία, από το 2006, αρθρογραφεί τακτικά στο «Εμπρός», ενώ από το 1996 είναι υπεύθυνος σύνταξης του περιοδικού «Αντίλαλος της Βρίσας». Έχει δημοσιεύσει σε εφημερίδες και περιοδικά άρθρα, μελέτες, ποιήματα και διηγήματα.

Έχει εκδώσει τα βιβλία «Καμπανούστρα. Παραμύθια για μικρούς και μεγάλους», «Τα λαδωμένα τετράδια: Διηγήματα», «Αρχαιολογικά-Ιστορικά της Βρίσας Λέσβου» (συλλογικό) και «Για την ανάπτυξη της Βρίσας Λέσβου. Άρθρα».

 

Πηγές:

http://lesviaki-parikia.gr/wp-content/uploads/2019/04/AIOLIDA_70.pdf

https://www.facebook.com/groups/521890264678409/user/100057064577432

https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=90465

ΒΟΥΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΑΣΗΜΑΚΗΣ, ΑΣΩΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΟΡΕΙΝΩΝ ΕΛΑΙΩΝΩΝ, ΜΥΤΙΛΗΝΗ 2021.

ΤΑΛΙΑΝΗΣ Δ., ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ Π., Η ΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΟΥΣΕΙΟ ΦΥΣΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟΛΙΘΩΜΕΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΛΕΣΒΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΠΙΟ 2001.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης