Συνέντευξη από τον παππού μου, σχετικά με τα βιώματά του την περίοδο της Κατοχής (ασθένειες και κακουχίες), καθώς και ο συσχετισμός αυτών με την σημερινή πανδημία COVID-19.
Καρακώστας Δημήτριος, Τμήμα Α2
Πριν από την συνέντευξη, θα ήθελα να παρουσιάσω το κλίμα της περιόδου :
Στην περίοδο της γερμανικής Κατοχής, από τον Απρίλιο του 1941 μέχρι τον Οκτώβριο του 1944, η Ελλάδα υπέστη αναλογικά τις περισσότερες ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές από κάθε άλλη μη σλαβική χώρα στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Άρα τα γεγονότα αφορούν την Ευρώπη και όχι όλη την υφήλιο όπως συμβαίνει με τη σημερινή πανδημία.
Ο λιμός στην Κατοχή
Λίγους μήνες μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα (27 Απριλίου 1941), η πρωτεύουσα οδηγήθηκε σε αφανισμό λόγω της έλλειψης τροφίμων και η πείνα έπληξε τις ασθενέστερες τάξεις, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Ημερολόγια της εποχής ζωντανεύουν την εικόνα της πόλης: «Στο δρόμο κυκλοφορούν φαντάσματα» θυμάται η Ελένη Βλάχου, «άνθρωποι με άτονο βλέμμα, με σκυμμένες πλάτες, κοκαλιασμένοι από το κρύο, αφανισμένοι από την πείνα. Καμιά φορά τους βλέπεις πεσμένους χάμω στο πεζοδρόμιο. Είναι ζωντανοί, πεθαμένοι;» «Η πείνα θερίζει» οι άνθρωποι πέφτουν κάτω από την εξάντληση. Δεν υπάρχουν πια ούτε φέρετρα για τους νεκρούς».
«Ο πόλεμος και ο ναυτικός αποκλεισμός καθιστούσαν τις εισαγωγές τροφίμων αδύνατες και άρα οι διαθέσιμες ποσότητες περιορίστηκαν». Το ξεκίνημα του πολέμου και η επιστράτευση είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της αγροτικής παραγωγής του 1941. «Μετά τη συνθηκολόγηση, Ιταλοί και Γερμανοί στρατιώτες επιδόθηκαν σε μεγάλης έκτασης πλιάτσικο, ενώ πολλά αγροτικά προϊόντα, όπως λάδι, φρούτα και καπνός, όταν δεν επιτάσσονταν από τα στρατεύματα κατοχής, αγοράζονταν σε εξευτελιστικές τιμές για να μεταφερθούν στο Ράιχ». Επιπλέον, ο λιμός εντάθηκε και από το γεγονός ότι η χώρα ήταν διαιρεμένη σε ζώνες κατοχής που η καθεμία είχε τα δικά της «σύνορα» και το δικό της νόμισμα με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρός περιορισμός στη διακίνηση των αγαθών. Η απαραίτητη ανταλλαγή αγαθών μεταξύ αγροτικών περιοχών και αστικών κέντρων περιορίστηκε ακόμη περισσότερο γιατί το δεδομένα «υποανάπτυκτο δίκτυο μεταφορών και συγκοινωνιών είχε πληγεί σοβαρά εξαιτίας της επίταξης οχημάτων και καυσίμων και των καταστροφών στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο».
Ο λιμός του χειμώνα 1941 – 1942 είχε δραματικό αντίκτυπο στις μεγάλες πόλεις, κυρίως στην Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά και στα μικρά άγονα νησιά. Στις 9 Ιουνίου 1941, οι κάτοικοι της Αθήνας ξεκίνησαν να λαμβάνουν τρόφιμα με δελτίο. Παράλληλα, η Μαύρη Αγορά έλαβε τεράστιες διαστάσεις. Σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς από την επαρχία δεν κατέληγε στην αγορά αλλά σε κερδοσκόπους και μεσάζοντες. Το παράνομο εμπόριο σχεδόν αντικατέστησε τις πραγματικές συναλλαγές και σε λίγους μήνες τα τρόφιμα είχαν σχεδόν εξαφανιστεί από τα ράφια των καταστημάτων. Συσσίτια άρχισαν να οργανώνονται από την εκκλησία, φιλανθρωπικές οργανώσεις και τον Ερυθρό Σταυρό.
Στην πρωτεύουσα την περίοδο 1941 – 1942 πέθαναν από τον λιμό κατά προσέγγιση 45.000 άνθρωποι, ενώ στη Θεσσαλονίκη το χρονικό διάστημα 1942 – 1943 απεβίωσαν από ασιτία – σε συνδυασμό και με την ελονοσία – περίπου 5.000 άνθρωποι.
Στην ελληνική συλλογική μνήμη η οδύνη του λιμού παραμένει ένα από τα ισχυρότερα μελανά στοιχεία της γερμανικής κατοχής. Όπως και πάλι μαρτυρεί ο Ροζέ Μιλλιέξ: «Πώς να ξεχάσουμε εκείνα τα μικρά τραγικά πρόσωπα τα σκαμμένα από την πείνα, τα χωρίς χαρά, που δεν ήξεραν πια να χαμογελούν, με το δέρμα κολλημένο πάνω στα πλευρά, με τους σπονδύλους των κινουμένων αυτών σκελετών να προεξέχουν, εκείνες τις κνήμες που είχαν γίνει σαν καλάμια και ήταν τόσο εύθραυστες ώστε παιδιά οκτώ χρονών έπρεπε να στηρίζονται σαν γέροι με μπαστούνια ή να τα σηκώνουν σαν βρέφη στα χέρια».
Συνέντευξη
- Καλησπέρα Παππού, θα ήθελα να σε ρωτήσω πότε και πού γεννήθηκες;
- Γεννήθηκα την 31-03-1937 στον Νομό Ηλείας και συγκεκριμένα στο χωριό «Νησί».
-Άρα την περίοδο της κατοχής ήσουν μικρός. Έχεις, όμως, αναμνήσεις;
-Μπορεί να ήμουν μικρός, αλλά πώς να ξεχάσω όλη εκείνη τη δυστυχία!
-Γιατί χαρακτηρίζεις εκείνη την εποχή έτσι;
-Γιατί ήταν πολύ δύσκολα. Εμείς βέβαια στο χωριό τα καταφέρναμε καλύτερα, γιατί όλο και κάτι φυτεύαμε, όλο και κάτι βρίσκαμε να φάμε. Στις πόλεις όμως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Ο κόσμος πέθαινε καθημερινά από πείνα αλλά και από τις ασθένειες της εποχής.
-Ποιες ήταν αυτές οι αρρώστιες;
- Εκτός από τον λιμό υπήρχε και η φυματίωση.
-Υπήρχε φάρμακο για αυτή την ασθένεια;
-Από όσο γνωρίζω φάρμακο δεν υπήρχε, για αυτό και πέθαιναν τόσοι άνθρωποι.
-Πώς κολλούσαν; ¨Ήταν τόσο μεταδοτική όπως ο σημερινός ιός Covid 19 ;
-Κολλούσαν περίπου κατά τον ίδιο τρόπο, και επειδή δεν υπήρχε υγιεινή ήταν ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα.
-Άρα για να καταλάβω καλά δεν υπήρχαν γάντια, μάσκες και αντισηπτικά.
-Πού να τα γνωρίζαμε αυτά εκείνη την εποχή! Λίγο πράσινο σαπούνι και στην καλύτερη περίπτωση η απολύμανση γινόταν με τη στάχτη που την ονομάζαμε αλισίβα, έτσι γινόταν η καθαριότητα. Τους ασθενείς με τη φυματίωση τους έστελναν στην εξοχή για καθαρό αέρα ή στα σανατόρια γιατί και αυτή η αρρώστια προσλάμβανε το αναπνευστικό σύστημα, όπως και ο σημερινός ιός Covid.
-Θεωρείς τη σημερινή κατάσταση χειρότερη ή εκείνη την περίοδο;
-Θα έλεγα πως τα πράγματα που βιώνουμε τώρα είναι χειρότερα, γιατί ο κόσμος είχε μάθει στα καλά και στις ανέσεις και όλο αυτό δεν μπορεί να το διαχειριστεί εύκολα. Και εννοείται πως οι οικονομικές συνέπειες θα είναι τεράστιες και θα απαιτηθεί αρκετός καιρός μέχρι να πάρουμε πίσω τις ζωές μας.
Εμείς εδώ στο χωριό και εσείς στην Αθήνα έχουμε ένα χρόνο να ανταμώσουμε από κοντά, μόνο στο τηλέφωνο τα λέμε. Ακόμη και για αυτή την εργασία στο τηλέφωνο μιλάμε.
Άλλα εσείς οι νέοι δεν θα πρέπει να απογοητεύεστε και να προσπαθήσετε να δείτε μόνο τα καλά από όλο αυτό και θα δεις και εσύ κάποια στιγμή ίσως να δίνεις συνέντευξη στο δικό σου το εγγόνι και να του λες αυτό που βίωσες το 2020.
-Ευχαριστώ πολύ παππού και ανυπομονώ να βρεθούμε.
-Και εγώ ανυπομονώ.