Ο κορονοϊός μέσα από τα δικά μου μάτια.
Όλα ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2019, στην πόλη Ουχάν της Κίνας. Eκεί σημειώθηκε το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα. Από τότε έχει διασπαρεί σε όλον τον πλανήτη και έχει εξελιχθεί σε πανδημία.
Τα συμπτώματά του, πολλά και διαφορετικά: απώλεια γεύσης,όσφρησης, βήχας, πονοκέφαλος, πονόλαιμος.
Μάρτιος του 2020, ανακοινώθηκε πως κλείνουν τα σχολεία για δύο εβδομάδες. Δεν νομίζω να υπήρξε παιδί που δεν χάρηκε στο άκουσμα αυτής της είδησης. Οι μήνες περνούσαν και αντί τα πράγματα να χαλαρώνουν δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο. Καθημερινά ανακοινώνονταν μεγάλοι αριθμοί κρουσμάτων, διασωληνωμένων και ανθρώπων που έχασαν τη μάχη να κρατηθούν στην ζωή.
Μέσα Μαΐου, τα πράγματα έδειχναν να καλυτερεύουν καθώς η καραντίνα στην οποία βρισκόμασταν τελείωσε, τα μαγαζιά άνοιξαν, το ίδιο και τα σχολεία, επιτράπηκαν οι μετακινήσεις. Αυτό σήμαινε πως αν θέλαμε να αλλάξουμε για κάποιο λόγο νομό είχαμε τη δυνατότητα. Αλλά πού να ξέραμε…
Η προγιαγιά μου, η οποία ήταν για εμένα ένας πολύ κοντινός άνθρωπος που επισκεπτόμουν αρκετά συχνά, αλλά για λόγους υγείας έπρεπε να μείνει στο χωριό, με αποτέλεσμα να έχω να τη δω σχεδόν ένα χρόνο, η προγιαγιά που μόνο καλά έχω να θυμάμαι από αυτήν, που πάντα με υποδεχόταν με ένα τεράστιο χαμόγελο και μια μεγάλη αγκαλιά… αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν πια στην ζωή!
Εξ” αιτίας της πανδημίας που υπάρχει μέχρι και σήμερα, δεν πρόλαβα να την αποχαιρετήσω, ούτε εκμεταλλεύτηκα ποτέ την ευκαιρία να της πω πόσο την αγαπώ, γιατί δεν φανταζόμουν ότι θα φύγει τόσο ξαφνικά. Η πανδημία λοιπόν με έμαθε να εκτιμώ τις στιγμές με την οικογένειά μου και να προσπαθώ καθημερινά να δείξω την αγάπη μου.
Ναταλία Μαυριγιαννάκη, Α3