Τα λόγια σου τα όμορφα στόλισαν την καρδιά μου
Άσπρισαν τις πορτοκαλιές γέμισαν τα όνειρά μου
Μερέψανε τα μέσα μου
Η ευωδιά, η φύση,
Τα τρυφερά τα χάδια σου
Μ’ έχουνε ανταμείψει.
Κι αργώ στο σπίτι δε γυρνώ, σαν πρώτα δεν πηγαίνω
Κι η μάνα μου με νοιάζεται και μοιρολόι πιάνει:
- Πού είσαι, γιε μου, κι αργείς;
-Πού τάχα να γυρίζεις;
-Τα ρούχα σου μες τα λευκά μες τα νεραντζάνθια
Τι τάχα να γυρεύουνε;
Τι τάχα να ζητάνε;
Αναστασία Κατσούρη ( Μαθήτρια της Β΄ Λυκείου)