Στάθηκα στην άκρη του γκρεμού
Ν’ αγναντέψω τη θάλασσα
Να με χτυπήσει
Η αρμύρα της η σκληρή
Η ανάσα της η αγριεμένη
Κι ήταν ανάστατη, θυμωμένη, κακιασμένη
Να με ρουφήξει ορεγόταν.
Τόσα χρόνια τη θωρώ
Δεν την καταλαβαίνω
Πότε γλυκιά και ήρεμη
Να με καλεί
Να με καλωσορίζει
Πότε θυμωμένη
Αντάρα κι οργή
ξερνάει απ’ τα σπλάχνα της
Με βασανίζει
Σαν έρωτας, γυναίκα, σιωπή
Κι είναι αυτή που μασάει τα καράβια
Και τα φτύνει στη στεριά
Ξεκοιλιασμένα ναυάγια της ζωής τα ιδανικά.
Η θάλασσα είναι ο τόπος μας
Είναι μάνα, αγώνας, ψωμί
προίκα, δύναμη, απαντοχή
Μάθαμε να τη λατρεύουμε
Να την υπηρετούμε
Κι ας είναι αχόρταγη
Κλέφτρα, τρελή
Αναστασία Κατσούρη (Μαθήτρια της Β΄ Λυκείου)