Αποκριάτικα έθιμα της Ηπείρου

Οι Απόκριες  αρχίζουν με το άνοιγμα του Τριώδιου και τελειώνουν την Κυριακή της Τυροφάγου και στα χωριά της Ηπείρου  γιορτάζονταν από παλιά με πολύ κέφι.

Στα  περισσότερα χωριά της Ηπείρου, την Κυριακή της Κρεατινής και της Τυρινής μικροί και μεγάλοι ντύνονταν μασκαράδες. Έφτιαχναν αυτοσχέδιες μάσκες και αποκριάτικες φορεσιές και γύρναγαν όλο το χωριό. Συνήθως φορούσαν ρούχα γερόντων, σιγκούνια, βράκες, ρόκες, άμφια, τουφέκια, τσαρούχια, προβιές,  που προξενούσαν το γέλιο. Κρεμούσαν  αρμάθες από σκόρδα και κρεμμύδια στο λαιμό, κέρατα ζώων κοσμούσαν τα μέτωπα τους ενώ κρεμούσαν πίσω τους ουρές αλογίσιες ή βοδινές. Κάποιοι ντύνονταν με ολόκληρα τομάρια, κρεμούσαν κουδούνια και κύπρους διπλούς και τριπλούς, περπατούσαν με τα τέσσερα σαν τα ζώα, χτυπούσαν ντενεκέδες ή άλλα παλιοσίδερα και αναστάτωναν τον κόσμο από τη φασαρία. Γανώνανε τα πρόσωπά τους  και τα αμασκάρευτα πρόσωπα που συναντούσαν και τους φτιάχνανε τα πιο παράξενα μουστάκια. Στις γειτονιές και στα σπίτια τραγουδούσαν και χόρευαν, ενώ  οι ιδιοκτήτες προσπαθούσαν να ανακαλύψουν τους μασκαράδες, τους κέρναγαν γλυκά, ποτά ή λίγα χρήματα για το καλό της Αποκριάς.

Ένα από τα έθιμα της Αποκριάς ήταν ο «Βαλμάς», κατά το οποίο δέκα με δεκαπέντε άτομα έκαναν κύκλο γύρω από μία φωτιά και προσπαθούσαν να ρίξουν κάποιο χορευτή μέσα.

Άλλο παιχνίδι  των Αποκριών ήταν το «χάσκο» ή «χάψα». Στην άκρη ενός ξύλου στερέωναν μια κλωστή, όπου έδεναν ένα βραστό αυγό και το βουτούσαν στο γιαούρτι.  Κουνώντας το ξύλο, ο παίχτης προσπαθούσε  να πιάσει το αυγό με το στόμα. Και καθώς το αυγό  ήταν καλυμμένο με γιαούρτι, γέμιζε το πρόσωπο του παίκτη προκαλώντας  το γέλιο στους  υπόλοιπους.
Ένα έθιμο που έδινε μεγάλη ευθυμία όλα τα βράδια  της εβδομάδας των Αποκριών, κυρίως στα Γιάννενα, ήταν οι «Φωτιές» ή « Τζαμάλες».  Οι φωτιές αυτές  κρατούσαν πολλές φορές και μετά τα μεσάνυχτα και βασικό ρόλο έπαιζαν τα παιδιά του μαχαλά.  Αυτά συγκέντρωναν τα ξύλα από  τα  σπίτια  της  γειτονιάς  με  την συγκατάθεση  των  νοικοκυραίων ή και  χωρίς  αυτή πολλές  φορές  κρυφά, και αυτά φρόντιζαν  να ξεχιονιστεί  ο  τόπος. Νέοι, κορίτσια και αγόρια ελαφρά μασκαρεμένα, μαζεύονταν, έπιναν, τραγουδούσαν  και χόρευαν, ενώ οι ηλικιωμένοι γύρω από τη φωτιά, συμμετείχαν συζητώντας, παρακολουθώντας τους νέους ή καμαρώνοντας τους δικούς τους.
Σύμφωνα με  το εύθυμο αποκριάτικο πνεύμα τραγουδούσαν και χόρευαν και χορούς με σατυρικούς στίχους. Όπως:

  1. «Στης ακρίβειας τον καιρό  επαντρεύτηκα κι εγώ. Ώχ και πήρα μια γυναίκα πώτρωγε για πέντε δέκα, και την πρώτη τη βραδιά έφαγε πέντε-έξι αυγά, και τη δεύτερη βραδιά προβατίνα με έξι αρνιά, και το τρίτο της το βράδυ, έφαγε ένα γελάδι.»
  2. «Μια καλή νοικοκυρά τάντρός της βράζει τραχανά, του φίλου της τυρί κι αυγά. Τ’ αντρός της στρώνει στρώματα πέντε γομαροτόμαρα του βάνει και προσκέφαλο ενα γομαροκέφαλο. Του φίλου στρώνει στρώματα πέντε βαμπακοστρώματα του βάνει και προσκέφαλο ένα βαμπακοκέφαλο. κ.τ.λ.»

 

Άλλος μιμητικός χορός των Αποκριών ήταν και ο γανωτζής ή καλαντζής. Ένας από τους χορευτές παρίστανε τον καλατζή και  προσποιούνταν πως γανώνει ταψιά και κατσαρόλες.

Στην Άρτα την τσικνοπέμπτη οι μανάδες τσίκνιζαν τα τσουκάλια και μουντζουρώνονταν για το καλό του χρόνου. Οι λεγόμενες «μπούλες», οι μεταμφιεσμένες παρέες, έμπαιναν στα μαγαζιά δημιουργώντας θόρυβο και πειράζοντας τους άλλους θαμώνες. «Αν είσαι κι αν δεν είσαι του δήμαρχου παιδί, εγώ θα σε γανώσω κι ας πάω φυλακή».

Ένα άλλο έθιμο ήταν η Γκαμήλα, ένα σκελετωμένο κεφάλι αλόγου δεμένο σ’ έναν πάσσαλο, μια τάβλα, που τη στήριζαν σε μια κουβέρτα και για να μη φαίνεται η άκρη του ξύλου, τη στόλιζαν με αλογίσια ουρά. Ο Γκαμηλιέρης φορούσε μια προβιά στο κεφάλι και γυρνούσε στις γειτονιές. Την ίδια μέρα έβγαινε και η αρκούδα, που ήταν κάποιος που είχε μεταμφιεστεί. Ο αρκουδιάρης χτυπούσε το ντέφι και η αρκούδα έκανε πως θέλει να τον φάει.

 

Το Σάββατο της Αποκριάς και το Σάββατο της Τυρινής έβγαινε το αρτινό γαϊτανάκι και έρχονταν και τα άλλα γαϊτανάκια από τα γύρω χωριά, με τα βιολιά. Οι άντρες ήταν ντυμένοι με φουστανέλα και φέσι. Τα μισά παιδιά ήταν ντυμένα γενίτσαροι με φουστανέλες και τα υπόλοιπα με γυναικεία φορέματα και τα έλεγαν νύφες. Το γαϊτανάκι ήταν ένα ξύλο που στην κορυφή του είχε χρωματιστές κορδέλες. Σαν βράδιαζε, το γαϊτανάκι έμπαινε  σε κάποια γωνιά του καφενείου κι εκεί οι κάτοικοι γλεντούσαν μέχρι το πρωί.

 

Επιμέλεια:

Οι μαθητές του Γ1

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης