«Μπαμπά, με βλέπεις;», Νιάκα Σοφία
Είμαι κάπου στα πέντε —
δίχως φωνή, μα καταλαβαίνω.
Το σπίτι μυρίζει καπνό
κι ένα ουρλιαχτό σπάει τον καθρέφτη.
Η μαμά κοιτά το πάτωμα,
ο μπαμπάς κοιτά αλλού.
Κι εγώ, ανάμεσά τους,
μετράω τα δευτερόλεπτα
μέχρι να σωπάσουν τα χέρια.
Μήπως είδε κανείς τον μπαμπά μου;
Ίσως να ’ναι εδώ —
μα εγώ δε βλέπω παρά μόνο
αίμα, φωνές και σκιές στους τοίχους.
Πώς να μάθω την αγάπη,
όταν εκείνος που έπρεπε
να μου τη δείξει,
με φοβίζει;
Κάθε πρωί ξυπνάω με μια πέτρα
εκεί που έπρεπε να ’ναι η καρδιά.
Κι όταν δεν μπορώ να σηκωθώ,
θα πουν πως τεμπελιάζω.
Μα εγώ… απλώς προσπαθώ
να σωθώ απ’ ό,τι με γέννησε.
Κράτα μου το χέρι —
κι ας είναι η τελευταία φορά.
Δεν ζητώ να με σώσεις,
μόνο να θυμηθώ
πως κάποτε άξιζα να αγαπηθώ.
