Το πράσινο φόρεμα της Λένας Μαντά
της Ανδρονίκης Μητροπούλου
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα Λένα Μαντά
Η Λένα Μαντά είναι Ελληνίδα συγγραφέας, η οποία γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1964, αλλά σε πολύ μικρή ηλικία ήρθε στην Ελλάδα. Η ίδια σπούδασε νηπιαγωγός χωρίς, όμως, να θελήσει ποτέ να ασκήσει το συγκεκριμένο επάγγελμα. Ασχολήθηκε με τα καλλιτεχνικά και την δημοσιογραφία. Μάλιστα, επί τρία χρόνια είχε δικό της θίασο κουκλοθεάτρου, όπου ανέβαζε έργα δικής της συγγραφής καθώς και δικές της διασκευές λαϊκών παραμυθιών. Επιπλέον, έχει δημοσιεύσει διάφορα άρθρα σε τοπικές εφημερίδες ενώ για δύο χρόνια ήταν διευθύντρια σε ραδιοφωνικό σταθμό των βορείων προαστίων, στον οποίο έκανε καθημερινά μια ενημερωτική εκπομπή. Σήμερα η Λένα Μαντά είναι παντρεμένη, έχει δύο παιδιά και ζει μόνιμα στο Καπανδρίτι.
Η Λένα Μαντά είναι συγγραφέας μυθιστορημάτων που οι υποθέσεις τους βρίσκονται πάντα μέσα στα πλαίσια της πραγματικότητας. Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Τη μέρα που σε γνώρισα» κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις Λιβάνη ενώ, ακόμα δεκαοχτώ μυθιστορήματα της, καθώς και δύο συλλογές διηγημάτων της, έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Μερικά από αυτά έχουν μεταφραστεί και σε άλλες γλώσσες όπως είναι τα αγγλικά, τα ιταλικά, τα τουρκικά, τα κινέζικα, τα σέρβικα και τα βουλγαρικά. Συνολικά έχουν πουλήσει περισσότερα από 2,3 εκατομμύρια αντίτυπα. Το βιβλίο της με τίτλο «Βαλς με δώδεκα Θεούς» έγινε τηλεοπτική σειρά στον ANT1, με τηλεθεατές από όλη την Ελλάδα αλλά και την Κύπρο, να το παρακολουθούν. Ακόμη, το βιβλίο της με τίτλο με τίτλο «Ένα σπίτι δίπλα στο ποτάμι» έχει γίνει best seller. Τέλος, η συγγραφέας τα έτη 2009 και 2011 βραβεύτηκε από το περιοδικό Life & Style «Συγγραφέας της Χρονιάς», ενώ το 2016, στην κατηγορία «Ηρωίδα-Έμπνευση», για το μυθιστόρημά της «Μια συγγνώμη για το τέλος», της απονεμήθηκε το Βραβείο Κοινού των βιβλιοπωλείων PUBLIC.
Το πράσινο φόρεμα
Λίγα λόγια για την υπόθεση
Το βιβλίο με τίτλο «Το Πράσινο Φόρεμα» διαδραματίζεται σε δύο χρόνους. Το παρελθόν, Αθήνα 1960, και το παρόν, Αθήνα 2018. Η γιαγιά Μάγδα οργανώνει το τέλειο σκηνικό έτσι ώστε να αποτρέψει τον γάμο της εγγονής της, Κοραλίας, με έναν άντρα, τον οποίο η ίδια δεν εγκρίνει. Η γιαγιά Μάγδα, λοιπόν, με την βοήθεια ενός φίλου της γιατρού πείθει την οικογένειά της πως είναι ετοιμοθάνατη και επιθυμία της πριν φύγει είναι να δει την αγαπημένη της εγγονή. Έτσι η Κοραλία η οποία βρισκόταν στο εξωτερικό για ένα επαγγελματικό ταξίδι τα παρατάει όλα και γυρίζει πίσω στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή των Εξαρχείων για να δει την γιαγιά της. Προς έκπληξη της, όμως, όταν έφτασε διαπίστωσε πως η γιαγιά της δεν είχε τίποτα στην πραγματικότητα. Η γιαγιά Μάγδα αφού σιγουρεύτηκε πως έχει μείνει μόνη της με την εγγονή της άρχισε να της διηγείται την ιστορία για τον πρώτο της και μοναδικό έρωτα, η οποία έληξε άδοξα, με τον νεαρό τότε Αχιλλέα.
Αθήνα 1960
Η νεαρή Μαγδαληνή Χαρμαντά, κόρη ενός από τους πλουσιότερους άντρες της τότε Αθήνας, Θρασύβουλου Χαρμαντά, ετοιμάστηκε, φορώντας ένα πανέμορφο πράσινο φόρεμα, για να πάει σε ένα απογευματινό τσάι της οικογενείας Οικονόμου μαζί με την μητέρα της Ευαγγελία Χαρμαντά. Τέτοιου είδους εκδηλώσεις για τους νέους της εποχής αποτελούσαν αφορμή συνάντησης και διασκέδασης. Και ενώ η Μαγδαληνή δεν περίμενε να συναντήσει κάτι ιδιαίτερο εκεί, καθώς θα ήταν μαζεμένα μόνο παιδιά τα οποία γνώριζε από όταν ήταν μικρά, η τύχη έμοιασε να της χαμογελά. Εκείνο το απόγευμα η Μαγδαληνή γνώρισε τον όμορφο νεαρό Αχιλλέα. Οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν αμέσως ο ένας τον άλλον, χόρεψαν και διασκέδασαν ενώ όταν έφτασε η ώρα του αποχωρισμού, η Μαγδαληνή και ο Αχιλλέας έκλεισαν ραντεβού για την επόμενη μέρα το απόγευμα στον εθνικό κήπο. Η Μαγδαληνή βρίσκοντας μία πειστική δικαιολογία για τους γονείς της, την επόμενη μέρα καταφέρνει να βγει από το σπίτι και να καταφθάσει στο σημείο όπου είχε δώσει ραντεβού με τον Αχιλλέα, ο ίδιος ήταν ήδη εκεί περιμένοντάς την. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε ξανά και ξανά. Οι δύο ερωτευμένοι νέοι όταν ήταν μαζί έκαναν σχέδια για το κοινό μέλλον τους. Όμως βαθιά μέσα τους και οι δύο ήξεραν πως αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να μπει ένα τέλος στην πλατωνική μέχρι τότε σχέση τους. Ο Αχιλλέας καταγόταν από φτωχή οικογένεια, δούλευε σχεδόν όλη μέρα για να καταφέρει να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαγητό για την οικογένεια του καθώς και για να φτιάξει την προίκα των δύο μεγαλύτερων αδερφών του, αφού ο πατέρας του είχε πεθάνει στον πόλεμο, στο αλβανικό μέτωπο. Από την άλλη η Μαγδαληνή προερχόταν από μία πολύ πλούσια οικογένεια ενώ ο πατέρας της, Θρασύβουλος ήταν πολύ αυστηρός. Δυστυχώς, η ταξική αυτή διάφορα αρκούσε για να τους χωρίσει. Και ενώ οι ψίθυροι του κύκλου της Μαγδαληνής δυνάμωναν υποστηρίζοντας ότι ο Αχιλλέας δεν είναι παρά ένας προικοθήρας, εκείνος αποφάσισε να πάει μετανάστης στην Γερμανία να δουλέψει στις φάμπρικες μαζί με την μεγαλύτερη αδερφή του, Παναγιώτα. Δεν βρήκε το θάρρος όμως να ανακοινώσει αυτή του την απόφαση στην αγαπημένη του Μαγδαληνή.
Οι γονείς της Μαγδαληνής θα έφευγαν για ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο κρουαζιέρα στο Σαρωνικό και εκείνη έμοιαζε αποφασισμένη να περάσει το διήμερο με τον Αχιλλέα. Έτσι, αφού χαιρέτησε τους γονείς της άρχισε να ετοιμάζετε για τη συνάντηση της με τον Αχιλλέα, περιποιήθηκε τον εαυτό της, φόρεσε ξανά το πράσινο φόρεμά της και έφυγε για το σημείο όπου είχε δώσει ραντεβού με τον αγαπημένο της. Ο Αχιλλέας δεν ήταν εκεί, όμως, να την περιμένει ως συνήθως. Η κοπέλα αποφάσισε να τον περιμένει αλλά μάταια εκείνος δεν θα ερχόταν, στη θέση του εμφανίστηκε ένας άλλος άντρας ο οποίος της έδωσε ένα γράμμα λέγοντάς της πως είναι από τον Αχιλλέα. Η κοπέλα τρομαγμένη για το τι μπορεί να έλεγε το γράμμα αποφάσισε να το διαβάσει σπίτι της όπου την περίμενε ακόμη μία έκπληξη αφού το ταξίδι των γονιών της είχε ακυρωθεί και εκείνοι είχαν γυρίσει σπίτι ψάχνοντάς την, ευτυχώς εκείνη βρήκε γρήγορα μία δικαιολογία και έπειτα ανέβηκε στο δωμάτιό της να διαβάσει το γράμμα του Αχιλλέα (σελ. 69-70). Η Μαγδαληνή διαβάζοντας το γράμμα κατέρρευσε, δεν μπορούσε να το πιστέψει.
Λίγο καιρό αργότερα πολλά υποσχόμενοι, με τεράστιες περιουσίες, άντρες κατέφθασαν να ζητήσουν την πανέμορφη Μαγδαληνή σε γάμο. Εκείνη, όμως, τους απέρριπτε όλους έναν προς έναν. Μέχρι που μπήκε στη ζωή της ο Σωκράτης Βέργος, αποφασισμένος να την κάνει γυναίκα του και τα κατάφερε. Η καρδιά της Μαγδαληνής, όμως είχε παγώσει και ήταν ανίκανη να αγαπήσει άλλον άντρα. (σελ. 103)
«Το πράσινο φόρεμα, μικρό μου, είναι το ρούχο της ευτυχισμένης μας ψυχής… είναι η τρέλα που έρχεται μόνο μία φορά στη ζωή μας… είναι το επίσημο ένδυμα του ασυγκράτητου, παθιασμένου, ανείπωτου έρωτα, που ωστόσο εντός σου αφουγκράζεσαι πως σηματοδοτεί κάτι πολύ παραπάνω: το ίδιο το πεπρωμένο!… Και το φοράς μόνο μία φορά!»
Αθήνα 2018
Η Κοραλία μετά από όσα άκουσε από την γιαγιά της μπήκε σε σκέψεις. Με τον Λίνο η ζωή της θα ήταν τακτοποιημένη, χωρίς εκπλήξεις και εντάσεις γεγονός που τελικά δεν ήξερε αν την ικανοποιούσε ή όχι. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα φορούσε ποτέ το πράσινο φόρεμα για εκείνον. Χαμένη στις σκέψεις η Κοραλία βρέθηκε σε μία Λίμνη κοντά στην Ιπποκράτειο Πολιτεία, εκεί γνωρίζει τον γοητευτικό πιλότο Κωσταντίνο Θαλασσή, ο οποίος, αν και η συνάντησή τους ήταν σύντομη, καρφώνεται στο μυαλό της. Σαν από μηχανής θεός έρχεται η είδηση του γάμου του αδερφού της με την κολλητή της φίλη Έρση, η οποία αν και ταράζει τα νερά στην οικογένεια καθώς η Έρση είναι αρκετά χρόνια μεγαλύτερη από τον Ιάσωνα, χωρισμένη και με ένα παιδί στέκεται αφορμή ώστε η Κοραλία να αναβάλει τον γάμο της με τον Λίνο. Στο μεταξύ καταιγιστικές είναι η αποκαλύψεις για το βίαιο παρελθόν του Λίνου με την Έρση την οποία είχε ξυλοκοπήσει και εκβιάσει στο παρελθόν. Η Κοραλία, ενώ είχε αναλάβει να παραλάβει το νυφικό της φίλης της, συναντιέται για τρίτη φορά τυχαία με τον Κωσταντίνο και αποφασίζουν να πάνε για έναν καφέ μαζί.
Η μέρα του γάμου έφτασε και όλα ήταν υπέροχα μέχρι που η Κοραλία άθελά της στο τραπέζι του γάμου όταν βγήκε έξω κρυφάκουσε μια έντονη συζήτηση ανάμεσα στον Λίνο και την Έρση, ο οποίος ήταν έτοιμος να χτυπήσει ξανά την κοπέλα και θα το είχε κάνει αν δεν επενέβαινε ο πατέρας της και έπειτα η ίδια. Αφού η Κοραλία έμεινε μόνη της με τον Λίνο του ζήτησε να χωρίσουν επιστρέφοντάς του το δαχτυλίδι των αρραβώνων τους. Ο Λίνος εξοργίστηκε με αυτή της την κίνηση και, αφού την απείλησε, έφυγε.
Η Κοραλία μετά τον χωρισμό της με τον Λίνο πήγε από το σπίτι τους με τον πατέρα της για να μαζέψει τα πράγματά της αλλά τίποτα δικό της δεν υπήρχε λες και δεν έζησε ποτέ εκεί μέσα. Θεώρησε το συμβάν, όμως, ως ασήμαντο. Λίγο καιρό μετά αποφάσισε να προχωρήσει τη ζωή της και να βγει ραντεβού με τον Κωσταντίνο, έτσι και έγινε. Με τον Κωσταντίνο το επανέλαβαν και φαινόταν να περνάει καλά μαζί του, μέχρι που σε ένα από τα ραντεβού τους εκείνος είχε αργήσει να φανεί. Η Κοραλία τον βρήκε τελικά ξυλοκοπημένο έξω από το αυτοκίνητό του. Ο ξυλοδαρμός του Κωσταντίνου σίγουρα δεν οφειλόταν σε απόπειρα ληστείας, αφού όταν συνήλθε ο ίδιος ομολόγησε στην Κοραλία πως οι φερόμενοι κακοποιοί, καθώς τον χτυπούσαν, είχαν αναφέρει ο όνομά της. Η Κοραλία συνέδεσε αμέσως το συμβάν με τον Λίνο αλλά δεν το ανέφερε στην αστυνομία ελπίζοντας να σταματήσει εκεί η οργή του. Όμως δεν σταμάτησε εκεί, η Κοραλία ένιωθε συνεχώς πως παρακολουθείται και φοβόταν να κυκλοφορήσει έξω χωρίς συνοδεία ειδικά αφού ο Κωσταντίνος έλειπε μακριά.
Ένα επαγγελματικό ταξίδι έρχεται να την βγάλει από την εφιαλτική καθημερινότητά της καθώς, ενώ το ταξίδι το περίμενε βαρετό και ανούσιο, στάθηκε η αφορμή για να γνωριστεί καλυτέρα με τον νέο προϊστάμενό της Άρη Αλαβάνο, τον οποίο αντιπαθούσε μέχρι τότε. Κάποια στιγμή το ταξίδι αυτό έφτασε στο τέλος του και η Κοραλία επέστρεψε ξανά στην κανονικότητα.
Ο Κωσταντίνος γύρισε από το ταξίδι του, επιτέλους, και μαζί με την Κοραλία αποφάσισαν να φύγουν για ένα διήμερο. Όμως κάπου στον δρόμο άρχισαν να υποψιάζονται πως κάποιος τους ακολουθεί. Η υποψίες τους βγήκαν αληθινές όταν το άλλο αυτοκίνητο έβγαλε το δικό τους από τον δρόμο γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η Κοραλία και ο Κωσταντίνος να τραυματιστούν άσχημα. Στο μεταξύ ο Άρης είναι αποφασισμένος να βρει τον υπαίτιο για το ατύχημα της Κοραλίας καθώς και για ποιο λόγο του ζητήθηκε να την απολύσει από την εταιρεία.
Μετά το ατύχημα η Κοραλία κλείστηκε στον εαυτό της, φοβόταν μέχρι και να βγει από το σπίτι. Ο Λίνος είχε καταφέρει να την κάνει να φοβάται όχι μόνο για τη δική της ζωή αλλά και για τη ζωή των αγαπημένων της.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, λοιπόν, αποφασισμένη η Κοραλία να βάλει ένα τέλος σε όλο αυτό αποφάσισε να ακολουθήσει τον Λίνο σε μια έξοδο η οποία κατέληξε σε απαγωγή. Η Κοραλία βρέθηκε κλειδωμένη σε ένα σπίτι μαζί με τον Λίνο ο οποίος είχε σκοπό να την κρατήσει εκεί μέσα μέχρι να γυρίσει ξανά σε εκείνον.
Από την άλλη η οικογένεια της Κοραλίας, ο Άρης και αργότερα ο Κωσταντίνος αφού κατάλαβαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά, κινούν γη και ουρανό για να την βρουν. Μόλις τα κατάφεραν, ο Άρης, ο Κωσταντίνος και ο αδερφός της έφυγαν αμέσως για το σπίτι όπου την κρατούσε ο Λίνος. Εκείνος προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη αυτοκτόνησε πέφτοντας από έναν γκρεμό.
Η ζωή της Κοραλίας, έπειτα από εκείνη την ημέρα, επανήλθε στο φυσιολογικό και η μόνη της έγνοια πλέον ήταν για τον ποιον θα φορούσε το πράσινο φόρεμα… Για τον Άρη ή τον Κωνσταντίνο;
Προσωπική ανταπόκριση στο κείμενο
Στο συγκεκριμένο βιβλίο μού έκανε μεγάλη εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο παρουσιαζόταν ο ρόλος του θύτη και του θύματος και το πώς εναλλάσσονταν σε πολλές περιπτώσεις. Ακόμη, μου τράβηξε την προσοχή το ποσό πολύ η κοινωνική θέση και η οικονομική κατάσταση επηρέαζαν και έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Τέλος, το ενδιαφέρον μου στράφηκε και στο πόσο απόλυτος παρουσιαζόταν ο πρώτος και μοναδικός έρωτας της γιαγιάς Μάγδας, καθώς μέσα από τις αφηγήσεις της εξομολογήθηκε πως όχι απλά δεν αγάπησε ποτέ τον σύζυγό της αλλά ούτε κατάφερε να δείξει ουσιαστική αγάπη και ενδιαφέρον ακόμη και προς τα ίδια τα παιδιά της, επειδή ακριβώς, όπως και η ίδια αναφέρει, δεν ήταν δικά του παιδιά.