Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος στο 14ο Λύκειο Περιστερίου (28/3/2023)
Η ομάδα Φιλαναγνωσίας του 14ου Λυκείου Περιστερίου είχε τη χαρά να υποδεχθεί στην αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου μας τον συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλο στις 28/3/2023. Ο ίδιος με ιδιαίτερη ευγένεια αποδέχθηκε την πρόσκλησή μας και με φυσικότητα και αμεσότητα διαχειρίστηκε την επικοινωνία του με τους μαθητές μας.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης έγινε παρουσίαση του συνολικού του έργου από τις υπεύθυνες του προγράμματος – Μάρη Δήμητρα και Γαζή Αγγελική – αλλά και ειδική αναφορά στο βιβλίο του Διόδια, το οποίο είχε αποτελέσει αντικείμενο μελέτης της ομάδας. Διαβάστηκαν από μαθητές της ομάδας μικρά αποσπάσματα του βιβλίου, προκειμένου το κοινό της εκδήλωσης – μαθητές του σχολείου, οι οποίοι είχαν εκφράσει σχετικό ενδιαφέρον παρακολούθησης– να γνωριστεί με τον τρόπο γραφής του, ενώ η ανάγνωση συμπληρώθηκε με τη διατύπωση της προσωπικής ανταπόκρισης των μαθητών στα σχετικά αποσπάσματα. Ακολούθησε σειρά ερωτήσεων προς τον συγγραφέα, τις οποίες έθεσαν τα μέλη της ομάδας και στις οποίες ο ίδιος με άνεση και αμεσότητα τοποθετήθηκε. Ερωτήματα έθεσαν στη συνέχεια και οι μαθητές που παρακολουθούσαν ως κοινό την εκδήλωση.
Ήταν μια πλούσια σε ερεθίσματα συνθήκη, η οποία μπορεί άμεσα αλλά και σε εύρος χρόνου να κινητοποιήσει σκέψεις, αντιδράσεις και προβληματισμούς.
Κείμενο παρουσίασης του συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλου
Παρουσίαση, 28/3/2023
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος ως συγγραφέας εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα για πρώτη φορά το 1979 με το πεζογράφημά του «Κομματάκια», ενώ το 1982 ακολουθούν τα «Διόδια». Συνιστά βασικό εκπρόσωπο της πεζογραφικής γενιάς του ’80. Βεβαίως, αξίζει να επισημανθεί ότι ο όρος γενιά – ο οποίος σε γενικές γραμμές συνίσταται στην κοινή ηλικία, στην παράλληλη χρονικά εμφάνιση και συγγραφική παραγωγή και στις ανάλογες κοινωνικές αναφορές των δημιουργών – προϋποθέτει μια λογική γραμμικής χρονολογικής γενεαλογίας και την ύπαρξη ξεκάθαρων ρευμάτων, τα οποία από τη δεκαετία του ’80 και μετά, και ειδικά ως προς την ποίηση, τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Η μυθοπλασία, με έργα όπως «Διόδια», «Τζιτζίκια», «Ο εργένης», «Λούλα», «Η απίστευτη ιστορία της πάπισσας Ιωάννας», «Η επινόηση της πραγματικότητας», «Η αυτοκρατορική μνήμη του αίματος», «Η πιο κρυφή πληγή» και τελευταίο «Η ανέγγιχτη» βρίσκεται στο επίκεντρο της συγγραφικής του παραγωγής. Ωστόσο έχει προχωρήσει και στη συγγραφή βιβλίων που κινούνται μεταξύ χρονικού, αυτοβιογραφίας και δοκιμίου – ενδεικτικά «Η δική μου Αμερική», «Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας», «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί»- ενώ έχει ασχοληθεί και με τη μετάφραση αποσπασμάτων από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς (Ηρόδοτος, Ηράκλειτος, Λουκιανός).
Αντλώντας το υλικό του από τη σύγχρονη, κατά κύριο λόγο, ελληνική πραγματικότητα μεταπλάθει τα δεδομένα της σε ρεαλιστικό μυθοπλαστικό υλικό, με ισχυρά κοινωνικά ερείσματα και ανάλογη πολιτική και ψυχολογική πλαισίωση της δράσης και των χαρακτήρων του. Στο έργο του σκιαγραφείται ολόκληρη η κοινωνία μέσα στην εξέλιξή της στον χρόνο. Θέματά του συνιστούν: η ενηλικίωση, η φιλία, ο ατομικισμός αλλά και το συλλογικό γίγνεσθαι, ο νεοπλουτισμός, η παράδοση στην εξουσία του χρήματος, η οικονομική κρίση, οι υπαρξιακές ανησυχίες, τα αξιακά συστήματα και η κρίση τους, οι οικολογικές ανησυχίες, η λαγνεία, τα απωθημένα, οι νευρώσεις, οι αυταπάτες και το ψυχικό κενό μιας ολόκληρης εποχής. Δεν στέκεται στις παρυφές των θεμάτων του. Αντίθετα τολμά – με όρους βαθιάς ψυχογράφησης – να αγγίξει περιοχές δύσκολες, σκοτεινές, ακραίες. Με την ίδια τόλμη προσεγγίζει και τη σκοτεινή, αθέατη πλευρά των ανθρώπων, όπως αυτή αναπτύσσεται στον ιδιωτικό τους κυρίως βίο.
Ο τόπος της δράσης ποικίλει: οι δυτικές συνοικίες, το Περιστέρι συνδεδεμένο ισχυρά με τον μηχανισμό της μνήμης και της νοσταλγίας που πηγάζει από μια βιωμένη πραγματικότητα, η σύγχρονη Αθήνα, το κέντρο της, τα Εξάρχεια, ο ηλεκτρικός που διατρέχει την πόλη, τα βόρεια προάστια, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ο τόπος μετατοπίζεται σε μια δυστοπία που μετεωρίζεται ανάμεσα στο υπαρκτό και την αλληγορία. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η εφιαλτική δυστοπία δέχεται συγγραφικές «επιθέσεις» ειρωνείας και διακωμώδησης και διανοίγονται σε αυτήν χαραμάδες αισιοδοξίας. Ως προς τον χρόνο, ακολουθώντας τα χνάρια του τόπου, ο συγγραφέας αποτυπώνει το σήμερα, επιχειρώντας μια καταγραφή του υπαρκτού και διανοίγοντας δυνατότητες πανοραμικής θέασής του. Καταφέρνει να αποδώσει το κλίμα κάθε εποχής – δεκαετία ’80, ’90, 2000 – με την οποία ασχολείται αλλά και να πετύχει την εναρμόνιση παρόντος παρελθόντος, όπου αυτό χρειάζεται.
Η αφηγηματική και περιγραφική δεινότητα, η ειρωνεία για αυτά που τον ενοχλούν, τον κάνουν να ασφυκτιά ή τον εκπλήσσουν και η κινηματογραφική δράση είναι γνωρίσματα του έργου του. Εξόχως ενδιαφέροντα είναι και τα τεκμήρια της λογοτεχνικής διακειμενικότητας που μπορούν να ανιχνευθούν σε κάθε του βιβλίο και τα οποία κυμαίνονται ενδεικτικά από την αμερικάνικη λογοτεχνία, τον Στίβεν Κινγκ και τον Νόρμαν Μέιλερ μέχρι τον Μπόρχες και τον Κάφκα, από την Πηνελόπη Δέλτα και τον Ροΐδη ως τον Καζαντζάκη κ.ο.κ.
Ωστόσο ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος δεν φέρει μόνο την ιδιότητα του συγγραφέα. Έχει εργαστεί ως ραδιοφωνικός παραγωγός αλλά και παρουσιαστής ραδιοφωνικής εκπομπής στο Πρώτο, Δεύτερο, Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ, στον Εν Λευκώ, στο Κανάλι 1, στο 105,5 Στο Κόκκινο. Έχει ασχοληθεί με τη διδασκαλία δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ αλλά και σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Έχει λειτουργήσει ως σύμβουλος ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας σε εκδοτικούς οίκους (Κέδρος, Λιβάνης), ως τακτικός συνεργάτης εφημερίδων και περιοδικών και αλλά και ως Επιφυλλιδογράφος. Έχει ασχοληθεί και με τη σεναριακή απόδοση τόσο δικού του έργου – τα «Διόδια» – για τηλεοπτική σειρά όσο και ομοτέχνων του, όπως η «Φανέλα με το νούμερο 9» του Μένη Κουμανταρέα, για τη μεταφορά του στον κινηματογράφο.
Στο επίκεντρο του δικού μας ενδιαφέροντος βρέθηκαν τα «Διόδια», δηλαδή το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Η γενιά μου». Τα «Διόδια» πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1982, με τον συγγραφέα να βρίσκεται περίπου στην ίδια ηλικία με τους ήρωές του κατά την περίοδο της συγγραφής. Η ιστορία τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 με αρχές της δεκαετίας του ’80 και ήρωές της είναι μια παρέα εφήβων που προετοιμάζονται για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και ζουν το τέλος της εφηβείας τους. Η κριτική υποδέχθηκε εγκωμιαστικά το βιβλίο, ενώ το 1988 με σενάριο Β. Ραπτόπουλου και σκηνοθεσία Κ. Μαζάνη επιχειρήθηκε η τηλεοπτική του μεταφορά, σε τέσσερα επεισόδια για την κρατική τηλεόραση, με τα πλάνα να γυρίζονται σε φυσικούς χώρους, στο Περιστέρι, και με ερασιτέχνες ηθοποιούς.
Στα «Διόδια» αποτυπώνεται η καθημερινότητα τεσσάρων εφήβων εκείνης της εποχής, με όρους ρεαλισμού, αν ιδωθούν παροντικά, αλλά και ισχυρής νοσταλγίας υπό το πρίσμα του χρόνου που έχει πλέον μεσολαβήσει. Όλα είναι εκεί: το σχολείο και το φροντιστήριο, η πίεση των γονιών, οι ερωτικές ανησυχίες και οι απογοητεύσεις, οι ζήλιες και οι εντάσεις, η φιλία, οι ατελείωτες συζητήσεις, ο φόβος της αποτυχίας, οι αγωνίες και τα σχέδια για το μέλλον, ο θάνατος και η απώλεια αγαπημένων προσώπων, η αγάπη για τη μουσική και η λειτουργία ενός ερασιτεχνικού ραδιοφωνικού σταθμού, οι δυτικές συνοικίες, το Περιστέρι, η γειτονιά, οι εργατικές πολυκατοικίες, οι στάσεις των λεωφορείων, τα μπιλιαρδάδικα, η ντίσκο και οι εκδρομή με το βανάκι ως φυγή από το αστικό τοπίο αλλά και από την ίδια την καθημερινότητα χωρίς σαφή προορισμό.
Όλα αυτά αποδίδονται με απλότητα, φυσικότητα και ευθύτητα. Ο Β. Ραπτόπουλος δεν επενδύει εν προκειμένω στη σπανιότητα, την ιδιαιτερότητα, σε κάτι το υπαινικτικό και αινιγματικό. Καταπιάνεται με το υπαρκτό, το καθημερινό, με τις καταστάσεις που βίωναν οι έφηβοι εκείνης της εποχής και με κινηματογραφική πλοκή, φυσικούς διαλόγους και ανάλογους τόπους ανάπτυξης της δράσης καταφέρνει να αποδώσει μια εποχή. Οι χαρακτήρες των ηρώων του είναι διακριτοί, αναγνωρίσιμοι και καθόλου μονοδιάστατοι, καθώς μπορούν για παράδειγμα να μετεωρίζονται ανάμεσα στην τρυφερότητα και τη σκληρότητα. Τελικά, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Σπύρος Τσακνιάς αναφερόμενος στο βιβλίο του Β. Ραπτόπουλου «Διόδια», «Παραφράζοντας τον Χάινριχ Μπελ, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για “ομαδικό πορτρέτο με μια γενιά”».