Τοπικά έθιμα του δήμου Λαγκαδά και Βόλβης

Η ΧΕΛΙΔΟΝΑ

 Του μαθητή της Γ΄ Λυκείου Τσώρη Κωνσταντίνου

Χελιδόνα (3)

Τα χελιδονίσματα είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα της 1ης Μαρτίου, η συνήθεια δηλαδή να γυρίζουν το πρωί της ημέρας αυτής τα παιδιά της σχολικής ηλικίας τα σπίτια κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού και να τραγουδούν για τον ερχομό της Άνοιξης και την επιστροφή των χελιδονιών.

Τα χελιδονίσματα είναι συνέχεια από τα χελιδονίσματα των αρχαίων Ελλήνων, από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς της 1ης Μαρτίου. Οι Ρωμαίοι το 153 π.Χ. όρισαν ως Πρωτοχρονιά την 1η Ιανουαρίου, κι ενώ πήγαν εκεί και τα κάλαντα, παρέμειναν και στην παλιά Πρωτοχρονιά τους, την 1

η Μαρτίου:

Όταν ήρθε ο Χριστιανισμός, προστέθηκαν στου στίχους και αναφορές με χριστιανικό περιεχόμενο, όπως για το Πάσχα. Το έθιμο πέρασε στους βυζαντινούς χρόνους, διασώθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στους νεότερους χρόνους κατέγραψε χελιδονίσματα και ο Κλοντ Φοριέλ στη γνωστή συλλογή του Ελληνικά δημοτικά τραγούδια.

Χελιδόνα (2)

Από ημέρες πριν, τα παιδιά 7-12 ετών ετοιμάζονταν εντατικά γι’ αυτή τη γιορτή. Η κάθε ομάδα έκανε μια ξύλινη χελιδόνα την οποία τοποθετούσε στο μικρό «ξύλινο κλουβί». Το «κλουβί» το αποτελούσαν ένας ξύλινος σταυρός, στις άκρες του οποίου προσαρμόζονταν δυο ημικυκλικά ξύλινα τόξα, φτιαγμένα από κόντρα πλακέ ή άλλο ευλύγιστο λεπτό ξύλο, που έκαναν την κατασκευή να μοιάζει με κλουβί. Από το κέντρο τους, του σταυρού και των τόξων, περνούσε ένας ξύλινος άξονας. Αυτός μπορούσε να περιστρέφεται αριστερά-δεξιά με το τράβηγμα ενός κορδονιού. Πάνω στον ξύλινο άξονα και έξω από το «κλουβί» υπήρχε ένα ομοίωμα χελιδονιού που περιστρεφόταν μαζί με τον άξονα. Όταν ο χειριστής της χελιδόνας τραβούσε το κορδόνι του άξονα, εξαιτίας της αδράνειας συνέχιζε να περιστρέφεται η χελιδόνα και μετά το ξετύλιγμα του κορδονιού, με αποτέλεσμα το κορδόνι να τυλίγεται ξανά αλλά με αντίθετη φορά. Με την ολοκλήρωση αυτής της φάσης, ο χειριστής ξανατραβούσε το κορδόνι, με αποτέλεσμα την αντίθετη περιστροφή της χελιδόνας κ.ο.κ. Έτσι η παλινδρομική κίνηση του χεριού του χειριστή μπορούσε και γινόταν περιστροφική στη χελιδόνα, πράγμα που έδινε ξεχωριστή χαρά στα παιδιά όταν το πετύχαιναν χωρίς να παρουσιάζονται διακοπές.

Το κλουβί το στόλιζαν με πρασινάδες και λουλούδια, καθώς και με διάφορες ασπροκόκκινες κλωστές, τις λεγόμενες «μάρτες». Μόλις ξημέρωνε η 1η Μαρτίου, τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια περιστρέφοντας τη χελιδόνα ενώ συγχρόνως τραγουδούσαν το τραγούδι της χελιδόνας. Η νοικοκυρά έδινε στα παιδιά αβγά ή χρήματα και αυτά της έδιναν «μάρτες» ως δώρο για τα μικρά κορίτσια του σπιτιού. Αυτές τις κλωστές τις έδεναν τα κορίτσια στο χέρι ή στο λαιμό. Πίστευαν ότι θα τα προστάτευαν από το μαύρισμα του Μάρτη κι έτσι θα ήταν όμορφα το Πάσχα με τα καινούργια φορέματα. Τις φορούσαν 40 μέρες και μετά, άλλα κορίτσια τις κρεμούσαν στους φράχτες για τις πάρουν τα χελιδόνια και να φτιάξουν τις φωλιές τους κι άλλα τις έβαζαν κάτω από μια πέτρα για να δουν μετά από λίγες μέρες, ανάλογα με τα ευρήματα κάτω από την πέτρα, αν θα παντρεύονταν στο χωριό ή στην πόλη. «Η συνήθεια αυτή της περιδέσεως χρωματιστών νημάτων θεωρείται προχριστιανική· ο Νικόλαος Πολίτης τη συνδέει με την κρόπη (νήμα μάλλινο), που οι μύστες των Ελευσινίων Μυστηρίων έδεναν στο πόδι ή στο χέρι τους. Η παλαιότερη γνωστή μνεία (για τη συνήθεια της περιδέσεως) είναι του 5ου μ.Χ. αι. και βρίσκεται σε λόγο του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος ελέγχει τη συνήθεια αυτή σαν ειδωλολατρική».

Στα χελιδονίσματα της αρχαίας Ελλάδας (κάλαντα της εαρινής Πρωτοχρονιάς) τα παιδιά, αφού έλεγαν το άγγελμα της Πρωτοχρονιάς και τις ευχές τους, χωρίς θρησκευτικές αναφορές, διατύπωναν τις απαιτήσεις τους για φιλοδώρημα κι ύστερα περνούσαν στις απειλές των νοικοκυραίων.

χελιδόνα παιδάκια

χελιδόνα (5)

 

χελιδόνα (4) χελιδόνα (6)
χελιδόνα (7)

ΑΡΑΠΗΔΕΣ Ή ΑΡΑΠΛΟΥΚΙ

Της μαθήτριας της Γ΄ Λυκείου Σιδηρά Αθανασίας

αράπηδες1

Κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανείων στο χωριό Προφήτης του Δήμου Βόλβης, αναβιώνει το έθιμο των Αράπηδων ή Αραπλούκι. Μεγάλοι και μικροί φορούν την παραδοσιακή φορεσιά που περιλαμβάνει παντελόνι και γιλέκο από δέρμα μαύρου τράγου και κόκκινη πλέκτη εσάρπα και στην μέση τους κρεμούν πέντε βαριά κουδούνια. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η κεφαλοστολή τους, το καλπάκι. Το καλπάκι εκτός από τις χρωματιστές κορδέλες στολίζεται και με την ουρά της αλεπούς, που κρέμεται από την κορυφή του. Τη μεταμφίεση συμπληρώνει το μουστάκι από τρίχες αλόγου. Την ημέρα εκείνη οι Αράπηδες γυρνάνε στα σπίτια, καθώς το έθιμο ορίζει πως χτυπώντας τα κουδούνια 3 φορές διώχνουν με τον ήχο τα κακά πνεύματα. Έπειτα λένε τα κάλαντα, ανταλλάσσουν ευχές και στη συνέχεια κατευθύνονται στην πλατεία του χωριού, όπου ακολουθεί γλέντι με παραδοσιακή μουσική και φαγητό.

ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΣ

Της μαθήτριας της Γ΄ Λυκείου Χατζηβουλγαρίδου Ελένης

kausi-karnavalou

 Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, την Κυριακή την Τυρινής το βράδυ είθισται να καίμε τον Βασιλιά Καρνάβαλο. Είναι ένα τοπικό έθιμο αποκριάς του χωριού Ν. Απολλωνίας, το οποίο βρίσκεται στον Δήμο Βόλβης. Βέβαια τα τελευταία χρόνια η διαδικασία αυτή αποτελεί παρελθόν. Συγκεκριμένα τις ημέρες της Αποκριάς, οργανώνεται μια εκδήλωση στην κοινότητα του χωριού, όπου όλοι ντύνονται με διάφορες στολές ενώ επίσης μπορεί να υπάρχει και κάποια θεματική παρουσίαση, π.χ. γαμπρός και νύφη. Ωστόσο, ιδιαιτερότητα σε σχέση με τα υπόλοιπα «καρναβάλια» αποτελεί το γεγονός ότι στο τέλος της γιορτής καίνε τον βασιλιά καρνάβαλο, μια αντρική αχυρένια κούκλα που είναι ντυμένη καρναβάλι.

Η καύση του Καρνάβαλου, κεντρικό στοιχείο της τελετής, αποσκοπεί στο να μεταδώσει μέσα από τις στάχτες του τα μηνύματα της αναγέννησης και της ελπίδας. Με το άναμμα της φωτιάς και το κάψιμο του Καρνάβαλου ξορκίζονται τα πνεύματα και θεωρείται ότι καίγονται τα πάθη, το μίσος, η κακία και η εχθρότητα ανάμεσα στους ανθρώπους. Η φωτιά, όπως πίστευαν παλιά, έδιωχνε τα βλαπτικά πνεύματα και γινόταν έτσι ένα είδος κάθαρσης ενόψει της νέας παραγωγικής περιόδου, γιατί οι αποκριές συμπίπτουν με το τέλος του Χειμώνα και την αρχή της Άνοιξης, όπου η φύση αναζωογονείται και ανασταίνεται. Ακόμα και το πήδημα της φωτιάς από τους συγκεντρωμένους είχε συμβολικό χαρακτήρα. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι όλα τα κακά και δυσάρεστα, καθώς καίγονται, από τη φωτιά, εξαφανίζονται και δίνουν τη θέση τους σε άλλα ευχάριστα γεγονότα.

ΚΟΥΔΟΥΝΟΦΟΡΟΙ ΤΟΥ ΣΟΧΟΥ

Της μαθήτριας της Γ΄ Λυκείου Σίσκου Ελευθερίας

Κουδουνοφόροι Σοχού (2)Κουδουνοφόροι Σοχού (1)

Από την ημέρα που γεννιούνται, οι κάτοικοι στον Σοχό, περίπου εξήντα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Θεσσαλονίκης, μεταξύ Λαγκαδά και Νιγρίτας «δένουν» τη ζωή τους με το έθιμο των Κουδουνοφόρων. Μέσα τους ενυπάρχει το δέος και η πρωτεϊκή ιερότητα και ρίζες προχριστιανικές. Οι Κουδουνοφόροι γεμίζουν τους δρόμους του Σοχού κατά την περίοδο του Καρναβαλιού, αναστατώνουν γη και ουρανό, προκαλούν τη φύση και την κοινωνία. Ομάδες μεταμφιεσμένων με μαύρες γιδοπροβιές ζωσμένοι με τη ντουζίνα, όπως λέγονται τα κουδούνια, παρουσιάζονται από παντού, χοροπηδούν και σείουν τα κουδούνια τους.

Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η προσωπίδα τους, το καλπάκι όπως λέγεται, που καλύπτει όλο το πρόσωπο και καταλήγει σ’ ένα ψηλό λοφίο από κορδέλες. Είναι φτιαγμένη από μαύρο ύφασμα, πάνω στο οποίο κεντιούνται σε γεωμετρικούς σχεδιασμούς πολύχρωμα κομμάτια υφάσματος. Στη θέση του στόματος κρέμονται μουστάκια από ουρά αλόγου. Η εντυπωσιακή στολή έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και είναι… βαριά –κυριολεκτικά και μεταφορικά– αφού ζυγίζει έως και είκοσι κιλά, ενώ το ειδικό της «βάρος» τής το εξασφαλίζει η μακρόχρονη πορεία του εθίμου. Κάθε κομμάτι της στολής έχει τον δικό του συμβολισμό.

Είναι χαρακτηριστική η αντίληψη των κατοίκων πως αν δεν πετύχουν τα καρναβάλια δεν θα έχουν καλή σοδειά και η χρονιά θα είναι δύσκολη. Σύμβολο αυτής της διαδικασίας της φυσικής βλάστησης θεωρείται ο θεός Διόνυσος. Οι τραγόμορφοι Κουδουνοφόροι ή αλλιώς οι «Μέριου» του Σοχού Θεσσαλονίκης έχουν βαθιές ρίζες αφού είναι αρχέγονο κατάλοιπο από Διονυσιακές λατρείες και Βακχεία.

Αυτό που καθιστά ξεχωριστό το καρναβάλι του Σοχού από άλλες τραγόμορφες μεταμφιέσεις είναι το ερωτικό στοιχείο που επικρατεί. Τα παλαιότερα κυρίως χρόνια, οι νέοι ντύνονταν έτσι, γιατί με τον τρόπο αυτό έβρισκαν την ευκαιρία να πλησιάσουν την κοπέλα που αγαπούσαν και να προκαλέσουν το ενδιαφέρον της.

Για την προέλευση του καρναβαλιού υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Μια από αυτές σχετίζεται με τον Άγιο Θεόδωρο. Λένε ότι τον 4ο μ.Χ. ο Άγιος Θεόδωρος ήταν στρατηλάτης και πολεμώντας ενάντια στους βαρβάρους, βρέθηκε σε ασφυκτικό κλοιό από τις εχθρικές δυνάμεις σε ένα δάσος και κινδύνεψε να αιχμαλωτιστεί. Αφού εξαντλήθηκαν όλα τα τρόφιμα, για να μην πεθάνουν οι στρατιώτες από την πείνα, ο στρατηλάτης διέταξε να σφαχτούν τα γίδια που υπήρχαν στο δάσος και να διανεμηθούν στους στρατιώτες του. Κατόπιν έγιναν πολλές προσπάθειες ώστε να διασπαστεί ο κλοιός και να απελευθερωθεί ο Άγιος Θεόδωρος και ο στρατός του, αλλά ήταν αποτυχημένες. Τότε ο Άγιος Θεόδωρος χάρη στη πίστη που είχε προς τον Θεό σοφίστηκε να φορέσουν οι άντρες του τα δέρματα από τις γίδες που είχαν σφάξει, στους οποίους κρέμασε και τα κουδούνια των τράγων. Με τη στολή αυτή όρμησαν οι στρατιώτες, εναντίον των εχθρών που τους είχαν κυκλωμένους. Οι εχθροί βλέποντας τους στρατιώτες σαν κοπάδι ζώων, φοβήθηκαν και τράπηκαν σε άταχτη φυγή. Αυτοί οι μασκαρεμένοι ονομάστηκαν «Στρατιώτες του Αγίου Θεοδώρου». Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος καθιερώθηκε να τιμούν στον Σοχό τον Άγιο Θεόδωρο και να γιορτάζουν τα καρναβάλια με στολές από δέρματα αιγών και κουδούνια!

Επιμέλεια: Αλβανίδου Γεωργία

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης