Τα Βυζαντινά Τείχη της Θεσσαλονίκης
Η Θεσσαλονίκη, όπως προκύπτει από ιστορικές μαρτυρίες, περιτειχίστηκε αμέσως μετά την ίδρυσή της από το βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο, το 315 π.Χ.
Τα τείχη έσωσαν τη Θεσσαλονίκη τον 1ο π.Χ. αιώνα, όταν βάρβαρα Θρακικά φύλα πολιόρκησαν την πόλη, σύμφωνα με μαρτυρίες του Ρωμαίου ρήτορα Κικέρωνα, που το 58 π.Χ. βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη εξόριστος από τη Ρώμη. Για να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος εκείνος, αναγκάσθηκαν οι Θεσσαλονικείς να κατασκευάσουν γρήγορα διάφορα οχυρωματικά έργα στην Ακρόπολη της σημερινής Άνω Πόλης και να επισκευάσουν σε πολλά τμήματα τα τείχη. Τα ασφαλή τείχη της πόλης έκαναν επίσης τους οπαδούς του Πομπήιου και άλλους συγκλητικούς, στην εποχή του εμφύλιου πολέμου των Ρωμαίων (49-48 π.Χ.), να καταφύγουν για προστασία στην πόλη που ήταν φύσει και τέχνη οχυρή.
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο δεν έγιναν σοβαρά έργα στα τείχη της πόλης παρά μόνο συμπληρώσεις και συντηρήσεις των τειχών της Ελληνιστικής περιόδου. Ίσως μόνο γύρω στη Χρυσή Πύλη (σημερινή πλατεία Δημοκρατίας) να ανασκευάσθηκε το τείχος, καθώς το 42 π.Χ. τοποθετήθηκε εκεί τιμητική αψίδα για την υποδοχή των νικητών της μάχης των Φιλίππων Αντωνίου και Οκταβίου. Παρόμοιες επεμβάσεις έγιναν, στον ίδιο χώρο, τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ενώ στα ανατολικά τείχη, στην περιοχή Κάμπος (Campos), πιστεύεται πως ο καίσαρας Γαλέριος διεύρυνε τον περιτειχισμένο χώρο της πόλης, για να δημιουργήσει το μεγάλο κτιριακό συγκρότημα των ανακτόρων του (αρχές 4ου μ.Χ. αιώνα).
Τα κυριότερα όμως οχυρωματικά έργα στη Θεσσαλονίκη έγιναν επί αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου (379-395 μ.Χ.).
Αξιόλογες εργασίες στα τείχη της Θεσσαλονίκης έγιναν και επί βυζαντινών αυτοκρατόρων Ζήνωνα (474-491), Αναστασίου Α΄ (491-518) και Λέοντα του Σοφού (886-912). Μετά την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς Άραβες, το 904, που μπήκαν στη Θεσσαλονίκη από τα χαμηλά παραθαλάσσια τέιχη της, επί Ρωμανού Λεκαπηνού (919-945), υψώθηκαν τα τείχη της θάλασσας και η πόλη έγινε πιο ασφαλής.
Όταν ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος (976-1025) έκανε τη Θεσσαλονίκη βάση στους πολέμους του κατά των Βουλγάρων, πραγματοποίησε πολλές συμπληρώσεις και επισκευές στα τείχη της πόλης. Ένα όμως τμήμα των ανατολικών τειχών, συνέχιζε να μένει σχετικά αδύναμο, παρόλο ότι στο σημείο αυτό χτυπούσαν οι επιδρομείς που έφταναν από τη θάλασσα. Αυτή την αδυναμία εκμεταλλεύτηκαν οι Νορμανδοί, για να μπουν στη Θεσσαλονίκη το 1185.Γύρω στα 1230-1232 έγιναν νέες εργασίες στα βόρεια τείχη, στην Ακρόπολη.
Αργότερα, το 14ο αιώνα, καθώς η πόλη απειλείται από τους Καταλανούς, τους Σέρβους και τους Τούρκους, συμπληρώνονται τα παραθαλάσσια τείχη από το στρατιωτικό «λογοθέτη» της πόλης Υαλέο (1316), ενώ η λαϊκή κυβέρνηση των Ζηλωτών (1342-1349) φρόντισε και αυτή για την οχύρωση της πόλης.
Με την πτώση των Ζηλωτών, έρχεται στη Θεσσαλονίκη η αυτοκράτειρα Άννα Παλαιολογίνα, που επιμελείται την κατασκευή νέων οχυρωματικών έργων στα ανατολικά τείχη ανοίγοντας και δύο νέες πύλες προς την Ακρόπολη.
Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας στην πόλη (1423-1430), έγιναν προσπάθειες για να ενισχυθεί η άμυνα της Θεσσαλονίκης με την εκτέλεση νέων έργων στα τείχη, καθώς οι Τούρκοι στένευαν τον αποκλεισμό της πόλης. Στην εποχή αυτή, κατά μία άποψη, ανάγονται οι δύο πύργοι που σώζονται στην πόλη σήμερα, ο Λευκός Πύργος κοντά στη θάλασσα και ο πύργος του Τριγωνίου στην Άνω Πόλη. Παρόμοιοι πύργοι, πιο μικροί σε μέγεθος, υπήρχαν κατά τη βυζαντινή περίοδο σε όλη την περίμετρο των τειχών. Οι πύργοι αυτοί, που ονομάζονταν πρόβολοι, με σχήμα κάτοψης τετράγωνο, πολύγωνο, κυκλικό ή ημικυκλικό, έφταναν τους 70 όταν υπήρχαν όλα τα τείχη της πόλης.
Τα τείχη της Θεσσαλονίκης σχημάτιζαν ένα τετράπλευρο με δύο κάθετες προς τη θάλασσα πλευρές (ανατολικό και δυτικό τείχος) και δύο παράλληλες (παραθαλάσσιο τείχος και τείχος της Ακρόπολης, στο λόφο). Είχαν ύψος, κατά μέσο όρο, 10-12 μ. και ανάπτυγμα 8 περίπου χιλιόμετρα. Στο μεγαλύτερο μέρος τους υπήρχε, προς τα έξω, ένα άλλο τείχος, το έξω τείχος, ή έξω διατείχισμα, ή περίτειχον ή προτείχισμα, όπως το ονόμαζαν οι βυζαντινοί. Τα δύο τείχη είχαν σκοπό να δημιουργούν γραμμές άμυνας κατά των επιδρομέων, ενώ έξω από αυτά, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, υπήρχε μία τάφρος που γέμιζε με θαλασσινό νερό και είχε ξύλινες γέφυρες που καταστρέφονταν κατά τις εμπόλεμες περιόδους.
Τα τείχη, με φάρδος 10 περίπου πήχεις (4,60 μ.), είναι κατασκευασμένα με πέτρες και τούβλα -»ζωνάρια»- κάθε 2-3 μ., που πολλές φορές γίνονται και τόξα. Κοντά στις πύλες η κατασκευή των τειχών ήταν πιο επιμελημένη και χρησιμοποιούνταν πέτρινα και μαρμάρινα αγκωνάρια ή οπτοπλινθοδομές. Ακόμα, σε πολλά σημεία εντοιχίζονταν σπασμένα αγάλματα και αρχιτεκτονικά μέλη από ελληνικά κτίσματα, βωμούς και επιτύμβιες στήλες.
Γνωστές πύλες των τειχών της Θεσσαλονίκης ήταν: η πύλη της Ρώμης (κοντά στο Λευκό Πύργο), η Κασσανδρεωτική πύλη (στη σημερινή πλατεία Συντριβανίου), η Ληταία πύλη (στο δυτικό άκρο της οδού Αγίου Δημητρίου), η Ψευδόχρυση ή Νέα Χρυσή πύλη (στο ανατολικό άκρο της οδού Αγίου Δημητρίου), η Χρυσή πύλη (στη σημερινή πλατεία Δημοκρατίας ή Βαρδαρίου), η πύλη του Γιαλού (κοντά στη θάλασσα). Ακόμα γνωστή πύλη ήταν και αυτή της Άννας Παλαιολογίνας, που σώζεται και σήμερα στην Άνω Πόλη, κοντά στον πύργο του Τριγωνίου.
Πάνω στην Ακρόπολη, όπου στρατοπέδευε η φρουρά της πόλης, υπήρχαν 14 μικρές πύλες που λέγονταν παραπύλια ή παραπόρτια και χρησίμευαν για στρατιωτικούς -κύρια- λόγους. Παρόμοιες μικρές πύλες υπήρχαν και στο παραθαλάσσιο τείχος.
Μέχρι το 1869 η Θεσσαλονίκη περιβαλλόταν από τα βυζαντινά της τείχη. Αμέσως μετά ένα μεγάλο τμήμα των τειχών κατεδαφίστηκε από τους Τούρκους στην προσπάθειά τους να εξωραΐσουν την πόλη.
Τείχη του Μεγάλου Κωνσταντίνου ή τα Θεοδοσιανά Τείχη
Ως Θεοδοσιανά Τείχη είναι γνωστά τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τα οποία χτίστηκαν κατά τη βασιλεία του Θεοδοσίου Β” (408-450 μ.Χ.). Τα τείχη αυτά είναι χτισμένα πάνω σε παλαιότερες οχυρώσεις ή αποτελούν επεκτάσεις παλαιότερων οχυρώσεων και κατέστησαν την πόλη απόρθητη σε εχθρικές πολιορκίες για 800 χρόνια. Οι οχυρώσεις ήταν οι μεγαλύτερες και ισχυρότερες που κατασκευάστηκαν ποτέ, είτε στον αρχαίο είτε στον μεσαιωνικό κόσμο. Τα τείχη άντεξαν σε επιθέσεις και σεισμούς κατά τη διάρκεια των αιώνων και δοκιμάστηκαν ιδιαίτερα από τις βουλγαρικές και αραβικές δυνάμεις που, μερικές φορές, πολιορκούσαν την πόλη επί σειρά ετών. Τμήματα των τειχών διατηρούνται ακόμη και σήμερα στη σύγχρονη Κωνσταντινούπολη και είναι τα πιο εντυπωσιακά σωζόμενα μνημεία της πόλης από την Ύστερη Αρχαιότητα.
Παρέχοντας ασφάλεια στην πόλη
Αν και οι προηγούμενοι αυτοκράτορες είχαν ενισχύσει την πόλη με οχυρώσεις, ειδικά ο Κωνσταντίνος Α” όταν μετέφερε την πρωτεύουσά του από τη Ρώμη στην Ανατολή, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β” είναι αυτός που συνδέεται περισσότερο με τα περίφημα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ήταν, ωστόσο, ο Θεοδόσιος Α” (379-395 μ.Χ.) αυτός που ξεκίνησε το έργο της βελτίωσης της άμυνας της πρωτεύουσας με την κατασκευή της Χρυσής Πύλης της Κωνσταντινούπολης τον Νοέμβριο του 391 μ.Χ. Η τεράστια πύλη έχει ύψος πάνω από 12 μέτρα, διαθέτει τρεις αψιδωτές πύλες και από έναν πύργο εκατέρωθεν. Είναι εξ ολοκλήρου χτισμένη από μάρμαρο και ήταν διακοσμημένη με αγάλματα ενώ στην κορυφή υπήρχε ένα γλυπτό ενός άρματος που το έσερναν τέσσερις ελέφαντες. Η Χρυσή Πύλη πιθανότατα αποτελούσε το σημείο εκκίνησης των θριαμβευτικών πομπών που κατέληγαν στον Ιππόδρομο. Δύο δεκαετίες αργότερα, ο Θεοδόσιος Β” ανησυχώντας από την πρόσφατη πτώση της Ρώμης στους Γότθους, το 410 μ.Χ., άρχισε να χτίζει μια τεράστια σειρά τριπλών τειχών για να διασφαλίσει ότι η Κωνσταντινούπολη δεν είχε ποτέ την ίδια μοίρα. Ο άνθρωπος που ανέλαβε την επίβλεψη της κατασκευής τους ήταν ο Έπαρχος των Πραιτωρίων της Ανατολής Ανθέμιος. Τα τείχη που εκτείνονταν σε όλη τη χερσόνησο από τις ακτές της Θάλασσας του Μαρμαρά μέχρι τον Κεράτιο Κόλπο, ολοκληρώθηκαν τελικά πλήρως το 439 μ.Χ. και είχαν μήκος περίπου 6,5 χιλιόμετρα. Περιέκλειαν έναν χώρο περίπου 5 τετρ. χλμ. για την πόλη.
Σχεδιασμός & Αρχιτεκτονική
Τα αμυντικά τείχη κατασκευάστηκαν με έναν συνδυασμό στοιχείων προκειμένου να γίνει η πόλη απόρθητη. Οι επιτιθέμενοι αρχικά αντιμετώπιζαν μια τάφρο πλάτους 20 μέτρων και βάθους 7 μέτρων η οποία υπήρχε η δυνατότητα να πλημμυρίσει με νερό μέσα από ένα σύστημα σωλήνων. Μια σειρά από φράγματα συγκρατούσαν το νερό όταν γέμιζε η τάφρος. Πίσω από αυτήν υπήρχε ένα εξωτερικό τείχος που διέθετε ένα διάδρομο περιπολίας για την επιτήρηση της τάφρου. Ακόμα πιο πίσω υπήρχε ένα δεύτερο τείχος που είχε κανονικούς πύργους και μια εσωτερική αναβαθμίδα, έτσι ώστε να υπάρχει μια πλατφόρμα βολής εναντίον των εχθρών που επιτίθονταν στην τάφρο και στο πρώτο τείχος. Τέλος, πίσω από αυτό το τείχος υπήρχε ένα τρίτο, πολύ πιο ογκώδες, εσωτερικό τείχος. Αυτή η τελική κατασκευή είχε πάχος σχεδόν 5 μέτρα, ύψος 12 μέτρα και διέθετε 96 πύργους. Οι πύργοι απείχαν μεταξύ τους 70 μέτρα και έφταναν σε ύψος 20 μέτρων. Οι πύργοι, είτε τετράγωνοι είτε οκταγωνικοί, μπορούσαν να χωρέσουν έως και τρεις πολεμικές μηχανές. Οι πύργοι τοποθετήθηκαν έτσι στο μεσαίο τείχος ώστε να μην εμποδίζουν τις δυνατότητες εκτόξευσης από τους πύργους του εσωτερικού τείχους. Το εσωτερικό τείχος κατασκευάστηκε με τούβλα και ασβεστόλιθους ενώ οι δύο εξωτερικοί κατασκευάστηκαν από ανάμεικτα μπάζα και πλίνθους με πρόσοψη από ασβεστόλιθο. Η πρόσβαση στην πόλη όταν δεν δεχόταν επίθεση, εκτός από τη Χρυσή Πύλη, γινόταν και από δέκα επιπλέον πύλες.
Διατομή των Θεοδοσιανών Τειχών
Τα τείχη ήταν χτισμένα σε ένα ανάχωμα που σταδιακά υψώνονταν, έτσι ώστε οι υπερασπιστές να μπορούν εύκολα να βάλλουν εναντίον των κατασκευών μπροστά τους, εάν χρειαζόταν. Το σχέδιο των οχυρώσεων εξασφάλιζε ότι ο εχθρός δεν μπορούσε να τοποθετήσει τις πολιορκητικές του μηχανές κοντά στο πολύ σημαντικό εσωτερικό τείχος και ακόμη ότι τα πυρά του πυροβολικού από απόσταση διέθεταν πολύ πιο περιορισμένο στόχο από ό,τι σε πιο παραδοσιακές οχυρώσεις μονού τείχους. Η απόσταση μεταξύ της εξωτερικής τάφρου και του εσωτερικού τείχους ήταν 60 μέτρα ενώ η υψομετρική διαφορά ήταν 30 μέτρα. Πράγματι τρομερό εμπόδιο, ειδικά όταν οι αμυνόμενοι είχαν και το μυστικό τους όπλο, το εμπρηστικό υγρό γνωστό ως «Υγρό Πυρ» το οποίο μπορούσαν να ρίξουν ή να εκτοξεύσουν με χειροβομβίδες εναντίον των επιτιθέμενων. Οι υπερασπιστές ήταν οργανωμένοι σύμφωνα με τις φατρίες (Δήμους) του Ιπποδρόμου της πόλης. Οι τέσσερις ομάδες των Δήμων ήταν επίσης υπεύθυνες για τη συντήρηση των τειχών. Συγκεντρώνοντας τρόφιμα, ζώα και άφθονο νερό στις τεράστιες δεξαμενές της, η Κωνσταντινούπολη ήταν έτοιμη να αντισταθεί σε όλους τους επιτιθέμενους.
Σημαντικές Πολιορκίες
Η πόλη δοκιμάστηκε σκληρά πολλές φορές στη μακρά ιστορία της, αλλά τα τεράστια τείχη δεν απογοήτευσαν ποτέ τους κατοίκους της. Υπήρξε μια ανεπιτυχής πολιορκία το 626 μ.Χ. από τον στρατό του Πέρση βασιλιά Χοσρόη Β” σε συνεργασία με τους Σλάβους και Αβάρους συμμάχους του. Μία από τις πιο επίμονες επιθέσεις σημειώθηκε με την πολιορκία των Αράβων του 674-678 μ.Χ., όταν τα τείχη άντεξαν σε πολιορκητικές μηχανές και πυρά από τεράστιους καταπέλτες. Μια άλλη πολιορκία από τους Άραβες σημειώθηκε το 717 μ.Χ., αυτή τη φορά διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο, με 1.800 πλοία και στρατό 80.000 ανδρών. Οι φήμες για τον στρατό που πλησίαζε ανάγκασαν τον Βυζαντινό αυτοκράτορα να ζητήσει την απομάκρυνση από την πόλη οποιασδήποτε οικογένειας δε διέθετε προμήθειες για τουλάχιστον τρία χρόνια. Τελικά, ο σκληρός χειμώνας δημιούργησε περισσότερα προβλήματα στους επιτιθέμενους παρά στους αμυνόμενους, και η Κωνσταντινούπολη διέφυγε και πάλι τον κίνδυνο. Ο επόμενος που δοκίμασε την τύχη του ήταν ο Θωμάς ο Σλάβος, ο οποίος πολιόρκησε την πρωτεύουσα το 821 μ.Χ., αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, η πόλη άντεξε. Το 860 μ.Χ., το 941 μ.Χ. και το 1043 μ.Χ. οι ρωσικές επιθέσεις αποδείχθηκαν εξίσου αναποτελεσματικές με όλες τις προηγούμενες.
Πολιορκία της Πόλης
Η φύση δημιουργούσε τα δικά της προβλήματα στην πόλη και χρειάζονταν επισκευές από τις ζημιές του σεισμού κάθε τόσο, ιδιαίτερα μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου του 478 μ.Χ. μετά τους οποίους έγιναν εκτεταμένες επισκευές στα χρόνια του αυτοκράτορα Αναστάσιου (491-518 μ.Χ.). Ένας άλλος μεγάλος σεισμός έγινε στις 26 Οκτωβρίου 740 μ.Χ. Η ζημιά ήταν τότε τόσο εκτεταμένη που η συνέλευση των κατοίκων της πόλης, που έπρεπε να συνεισφέρουν για να συντηρήσουν τις δικές τους οχυρώσεις, παρακάμφθηκε και ο αυτοκράτορας Λέων Γ” (717-741 μ.Χ.) χρηματοδότησε ο ίδιος τις επισκευές από το κρατικό ταμείο, αυξάνοντας βέβαια τους φόρους κατά 8,5% για το σκοπό αυτό. Επιγραφές σε αρκετούς από τους πέτρινους ογκόλιθους του τείχους καταγράφουν αυτές τις εργασίες και φαίνονται ακόμα και σήμερα στο τέλος των τειχών κοντά στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Ο Θεόφιλος (829-867 μ.Χ.) και ο Μιχαήλ Γ΄ (842-867 μ.Χ.) ήταν άλλοι αυτοκράτορες που διακρίθηκαν για τις επισκευές και τα αμυντικά τους έργα κατά τον ταραχώδη 9ο αιώνα μ.Χ.
Τελικά, μετά από 800 χρόνια, η άμυνα της πόλης παραβιάστηκε από τους ιππότες της Τέταρτης Σταυροφορίας το 1204 μ.Χ., αν και οι επιτιθέμενοι μπήκαν από μια ξεχασμένη ανοιχτή πόρτα και όχι επειδή τα ίδια τα οχυρά είχαν αποτύχει στον σκοπό τους. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η” (1261-1282 μ.Χ.) ανοικοδόμησε τις οχυρώσεις τη δεκαετία του 1260 μ.Χ., αλλά δεν ήταν δυνατόν να αντέξουν μια δεύτερη επιτυχημένη επίθεση εναντίον τους όταν τα τείχη υπέστησαν σοβαρές ζημιές από τα πυρά των οθωμανικών κανονιών το 1453 μ.Χ.
Μεγάλα τμήματα των Τειχών του Θεοδοσίου, συμπεριλαμβανομένων και πολλών πύργων, διακρίνονται ακόμη και σήμερα στην Κωνσταντινούπολη, και κάποια τμήματα έχουν αποκατασταθεί. Η Χρυσή Πύλη υπάρχει ακόμα, καθώς αποτέλεσε μέρος του θησαυρού του κάστρου του Μωάμεθ Β” το 1453 μ.Χ.
ΠΗΓΕΣ
https://cityportal.gr/place/byzantina-teixh-ths-thessalonikhs-194420-1351-1072-0/
http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=10871
Χριστίνα Γεωργιάδου, Ανδρεάνα Μαντζιουρη, Αλέξανδρος Παρδάλης, Νεφέλη Σαββίδου – Στ΄ τάξη