συνέντευξη με μια κακοποιημένη γυναίκα – μέρος 1ο

487329_448309625200878_163963187_n

Το φαινόμενο της κακοποίησης των γυναικών απασχολεί σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία σε όλο τον κόσμο. Έτσι πήρα την απόφαση να πάρω συνέντευξη από μια κοπέλα που υπέστη  ψυχική αλλά και σωματική κακοποίηση. Η Μαρία είναι ένα ευγενικό άτομο με εκφραστικά μάτια, αλλά μου βγάζουν μια θλίψη και μια ήρεμη δύναμη.

Η πρώτη ερώτηση που της έκανα ήταν αν είναι ακόμα με το σύζυγο της και πόσα παιδιά έχει. Μου απάντησε ότι είναι δέκα χρόνια χωρισμένη και έχει 3 παιδιά. Της ζήτησα να μου μιλήσει για τη ζωή της .

«Παντρεύτηκα σε μικρή ηλικία. Τον άντρα μου τον αγάπησα πραγματικά. Ήμασταν καλά, εργαζόμασταν και οι δύο και αποκτήσαμε τρία παιδιά. Είχαμε κάποιους καβγάδες, αλλά δεν το τραβούσα στα άκρα, πάντα υποχωρούσα εγώ. Με ζήλευε αρκετά, αλλά είχε τον εγωισμό, δεν το έδειχνε και ξεσπούσε με τσακωμούς για άσχετους λόγους. Π.χ. το παιδί πέταξε τα φλούδια από το μανταρίνι στο τασάκι  κι αυτό ήταν αρκετό για να αρχίσει να φωνάζει και να σπάσει τα πάντα πάνω από το τραπέζι. Δυστυχώς ζήλευε ακόμα και την αγάπη που είχα με τα αδέρφια και τους γονείς μου. Μέχρι ένα σημείο τον καταλάβαινα, γιατί με τους γονείς του δεν είχε αυτό το δέσιμο. Ο πατέρας του τον κακοποιούσε σωματικά, είχε φτάσει σε σημείο να κινδυνέψει και η ζωή του. Οι γονείς του δεν τα αρνήθηκαν ποτέ. Όταν γέννησα το γιο μας, μετά από λίγο καιρό έκλεισε το εργοστάσιο που εργαζόμουν. Από εκεί  άρχισαν  σιγά σιγά να γίνονται πιο έντονα τα προβλήματα. Εγώ ήμουν ένα χαρούμενο άτομο, υπομονετική και πάντα με ηρεμία, αγάπη και χαμόγελο αντιμετώπιζα όλα μου τα προβλήματα. Μέρα με τη μέρα τα πράγματα δυσκόλευαν, άρχισε να με μειώνει με το παραμικρό, να βρίζει άσχημα, ακόμα και τα παιδιά, να τα σπάει όλα και να σηκώνει χέρι. Εκείνη τη μέρα κατάλαβα πως μπορείς να βγεις εκτός εαυτού. Στεναχωριόμουν πολύ και σκεφτόμουν: “Tι λάθος έχω κάνει. Γιατί μου συμπεριφέρεται έτσι;” Φίλες δεν είχα. Αν πήγαινα κάπου, ήταν στους γονείς και τα αδέρφια μου, αλλά δεν τους έλεγα τι μου συμβαίνει, δεν ήθελα να τους στεναχωρώ. Χρήματα δεν μου έδινε ποτέ, για να έχω χαρτζιλίκι, πήγαινα και καθάριζα σπίτια, πρόσεχα τα παιδιά μου και το μόνο που κοίταγα ήταν η οικογένειά μου. Άρχισα να φοβάμαι για το τι θα πω, μήπως θυμώσει κι αρχίσει να βρίζει. Του ζήτησα να μιλήσουμε, μου απάντησε ότι δεν έχουμε τίποτα να πούμε. “Εγώ αυτός είμαι. ΕΙΜΑΙ ΑΡΣΕΝΙΚΟ.” Έτσι μου απάντησε, κι έμεινα να τον κοιτάζω απορημένη και απογοητευμένη. Άρχισε να γελάει, να με βρίζει  και να με μειώνει. “Εγώ έχω το σπίτι μου, είμαι ο τάδε, έχω τη δουλειά μου, τα λεφτά μου.” Όταν άρχιζε, δεν σταματούσε, κι εγώ, για να μην ακούν τα παιδιά, τα έπαιρνα και πηγαίναμε βόλτα. Με βασάνιζε το γιατί. Άρχισα να μην μπορώ να κοιμηθώ, να ξαπλώνω και να σκέφτομαι, να μην ξεκουράζομαι και να χάνω κιλά. Είχα χάσει πια τον εαυτό μου, γελούσα σπάνια και φοβόμουν πολύ, πρώτα για τα παιδιά μου και μετά για μένα».

Πήρα το θάρρος και της έκανα άλλη μια ερώτηση: Μαρία, τι αντίκτυπο είχαν όλα αυτά στα παιδιά σας;

«Δυστυχώς ο μικρός άρχισε να κλείνει τα αυτάκια του, όταν φώναζε ο μπαμπάς του . Τα κορίτσια μου, όταν έβλεπαν ότι πάει να αρχίσει καυγάς, ερχόντουσαν και με τραβούσαν από τα ρούχα για να φύγουμε».

Με αυτή την αφορμή την ρώτησα πώς πήρε την απόφαση να φύγει.

«Ένα βράδυ είπα στον εαυτό μου: “Τέλος, κανένας άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να ταράζει την ψυχική ηρεμία των παιδιών σου, ακόμη κι αν είναι ο πατέρας τους. Τι θα θυμούνται μεγαλώνοντας; Και τι σημάδια θα έχουν οι ψυχούλες τους. Πρέπει να γίνω αυτή που ήμουν.” Μάζεψα τις δυνάμεις μου πατώντας στα πόδια μου γερά και είπα στον εαυτό μου: “Φεύγεις από μια κόλαση. Θα τα καταφέρεις, όπως τα κατάφερνες πάντα.” Και έφυγα έτσι απλά».

 Όταν έφυγα πηγαίνοντας στους γονείς μου πέρασα πρώτα από την αδερφή μου. Όταν με είδε, έμεινε από το κιλά που είχα χάσει, το άγχος,  τη στεναχώρια  και το φόβο, πάθαινα κρίσεις πανικού κι η όψη μου ήταν λες κι ήμουν νεκρή.  Με πήρε και πήγαμε στους γονείς μας. Η μητέρα μου δεν είπε τίποτα, με καταλάβαινε κι ας μη της είχα πει κάτι,  αφήσαμε τα παιδιά και πήγαμε να μιλήσουμε. Πήγαμε σπίτι της και άρχισε να με ρωτάει  γιατί έφυγα από το σπίτι. Όταν της είπα λίγα από τα γεγονότα κλαίγοντας και τρέμοντας, με σταμάτησε παίρνοντάς με αγκαλιά της και μου ψιθύρισε «εγώ είμαι εδώ για σένα και για τα παιδιά, αλλά θέλω να πάμε να μιλήσεις σε ένα ψυχολόγο.» Όντως την επόμενη μέρα ακριβώς ήρθε, με πήρε και πήγαμε στο γιατρό. Μπήκα μέσα πολύ φοβισμένη, δεν ήθελα να βγει η αδερφή μου από το δωμάτιο, έτσι έκατσε μέσα πίσω από μένα, ενώ εγώ άρχισα να μιλάω μαζί του. Πέρασαν 3 ώρες, όταν ο γιατρός γύρισε και μου είπε: «Σίγουρα έχεις περάσει πολλά, σίγουρα έχεις δίκιο, αυτό όμως δεν πρέπει να σε ρίξει άλλο, θέλω να ηρεμήσεις,  να κοιτάξεις τώρα τον εαυτό σου, για να μπορείς να πάρεις ήρεμα τις αποφάσεις σου.» Μου έδωσε κάτι χάπια για να με βοηθήσουν να κοιμάμαι και φύγαμε για το σπίτι. Μέσα σε μια εβδομάδα ηρέμησα αρκετά, κοιμόμουν χωρίς τα χάπια, η ασφάλεια και η αγάπη από τους δικούς μου με ξαναγέννησαν.

Η συνέχεια του άρθρου στο επόμενο τεύχος.

Κ.Α., εκπαιδευόμενη α΄ κύκλου

* φωτογραφία Κωστή Βάρδα

Ένα σχόλιο στο συνέντευξη με μια κακοποιημένη γυναίκα – μέρος 1ο

  1. Ο/Η Μαρια κοκκωνη λέει:

    Να σε συγχαρώ για το πολύ ωραίο άρθρο που έγραψες. Ήταν καταπληκτική η συνέντευξη. Εύχομαι ο θεός να ευλογεί και να σε προστατεύει.

Σχολιάστε

Top