Για όλα φταίει η ομπρέλα!

Για όλα φταίει η ομπρέλα!

Ποτέ δεν περίμενα ότι θα βρισκόμουν εδώ, να κάθομαι κάτω από μια πορτοκαλομηλιά με μόνη συντροφιά ένα πουά κοράκι! Δεν μπορώ να πιστέψω όλα όσα μού συνέβησαν μέχρι τώρα. Άκου, λοιπόν, ημερολόγιό μου να δεις τι έγινε!

Είχα αποφασίσει να βάλω μια τάξη στην ακατάστατη σοφίτα μου, για να μπορώ επιτέλους να δω τι χρώμα έχουν οι τοίχοι. Καθώς ωστόσο έβαζα στην άκρη την κούτα με τα τρομπόνια του παππού μου, είδα μια ομπρέλα. Τι συνταρακτικό γεγονός θα μου πεις, αλλά δεν ήταν ένα οποιοδήποτε παρασόλι· ήταν βουτηγμένο σε μια ασημένια σκόνη και στο χερούλι του κρεμόταν ένα σβησμένο ταμπελάκι. Έκανα να την ανοίξω για να δω σε τι κατάσταση είναι, όμως με έλουσε η ασημόσκονη. Παρόλο που δεν είχε μπει ούτε κόκκος στα μάτια μου, άρχισα να βλέπω περίεργα χρώματα και σχήματα ενώ ένα υπόκωφο βουητό ακουγόταν από παντού. Σαν να μην έφτανε αυτό, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου- στην κυριολεξία! Ένιωσα να πετάω! Αυτό γινόταν για αρκετή ώρα, μέχρι που κατάλαβα ότι πατούσα σε κάτι στερεό.

«Μήπως έχεις την καλοσύνη να κατέβεις από το τσουλούφι μου;» άκουσα μια φωνή να μου λέει. Άνοιξα τα μάτια μου και τι να δω; Έναν γιγάντιο ελέφαντα με πόδια καναρινιού και ουρά κανίς να κρατά με την προβοσκίδα του ένα σαξόφωνο (άλτο σαξόφωνο για την ακρίβεια)! Κοίταξα να δω το… τσουλούφι του και αντιλήφθηκα ότι αντί για μαλλιά είχε χαμομήλια! «Μανούλα μου, τι ήθελα και άνοιξα αυτήν την ομπρέλα;» σκεφτόμουνα ενώ κατέβαινα από την… κόμμωση του ελέφαντα- ο Θεός να τον κάνει. «Μπορείς να φύγεις, παρακαλώ; Έχω να εξασκηθώ στο κομμάτι μου» άκουσα το πλάσμα να μου λέει. Εννοείται πως του έκανα τη χάρη, ούτως ή άλλως δε σκόπευα να μείνω. Άρχισα λοιπόν να περπατάω, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω πού βρισκόμουν.

Σε λίγο, ημερολόγιό μου, βρίσκω μπροστά μου ένα χρωματιστό δέντρο, από τα κλαδιά του οποίου κρέμονταν ποντίκια και πληκτρολόγια για υπολογιστές. Πάνω στο δέντρο καθόταν ένα άσπρο πουά κοράκι, με πλατύ κι επίπεδο κεφάλι, σαν οθόνη κομπιούτερ. «Συγγνώμη, μήπως ξέρεις πού βρίσκομαι;» το ρώτησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα. «Α, μα δεν κατάλαβες; Είσαι στην εικοστή τρίτη παράλληλη διάσταση!» μου απαντά με ηλεκτρονική φωνή. Το σαγόνι μου έμεινε μετέωρο. Εικοστή τρίτη παράλληλη διάσταση; Πότε έφτασα εδώ; «Φαίνεται πως χάθηκες. Θα σε βοηθήσω να φύγεις, αν θες. Ξέρω τους δρόμους για όλες τις διαστάσεις…». Κρεμόμουν από τα χείλη του- ή μάλλον απ’ το ράμφος του. «…αλλά μετά τη σιέστα*. Για την ώρα, θες ένα πορτοκαλόμηλο;». Όλα τα κουλά μαζί! Το κοράκι χτύπησε τις φτερούγες του και το δέντρο  άλλαξε όψη. Απέκτησε καταπράσινα φύλλα, ενώ οι καρποί του τώρα θύμιζαν πορτοκάλια και μήλα σε ένα. «Όχι ευχαριστώ, δεν πεινάω» είπα, όσο προσπαθούσα να πιστέψω τι συνέβαινε. «Κάτσε τότε στη σκιά, οι δύο ήλιοι μάς βαράνε κατακέφαλα σήμερα». Όντως στον ουρανό έλαμπαν μαζί δύο ήλιοι. «Αμάν, στο Δρομοκαϊτειο θα με σύρουν, δεν υπάρχει περίπτωση!» μουρμούρισα ενώ καθόμουν. Κι έπειτα σε θυμήθηκα· το πώς έφτασα εδώ, μού είναι άγνωστο.

Ημερολόγιό μου, πρέπει να σε αφήσω για λίγο. Έχει χαθεί ένας ιππόκερος* και πρέπει να τον βοηθήσω να βρεί τη λίμνη του. Θα τα πούμε σε λίγο…

 Πρεκατσουνάκη Ειρήνη, Β’3

*σιέστα= ύπνος (μεξικάνικα)

*ιππόκερος= έμβιο όν της 23ης παράλληλης διάστασης, πρόκειται για μια αξιοπερίεργη διασταύρωση ιπποπόταμου και ρινόκερου. Ζει κυρίως σε υγρά περιβάλλοντα (π.χ. λίμνες) και τρέφεται με χαμομήλια, πράγμα που τον καθιστά εχθρό των ελεφάντων με τέτοια κόμμωση, όπως αυτόν που είδαμε παραπάνω

Σχολιάστε

Top