Με το πιστόλι στον κρόταφο

Με το πιστόλι στον κρόταφο

Με το πιστόλι στον κρόταφο

Διήγημα

Δύο τραχιά χέρια με σπρώχνουν στον τοίχο κι ακούω να λέει ουρλιάζοντας ένα μάτσο λέξεις. Δεν καταλαβαίνω γρι, μα ξέρω μια χαρά ότι μού βλαστημά ό,τι ιερό έχω. Σφίγγω τα χέρια μου τόσο πολύ που μπορώ να νιώσω τα νύχια μου να μπήγονται στο δέρμα μου και να κοντεύουν να με γδάρουν, δαγκώνω τα χείλη μου τόσο δυνατά που μπορώ να νιώσω αίμα. Κλείνω τα μάτια μου όσο πιο σφιχτά μπορώ κι αρχίζω να ζαλίζομαι. Τα ξανανοίγω, σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτώ. Επίμονα.

Δεν θα λυγίσω.

Δεν πρέπει να λυγίσω.

Έχω και μια αξιοπρέπεια, που να πάρει!

Τα μάτια μου συναντούν τα δικά του. Μια ζεστή σταγονίτσα αίμα κυλά από το γδάρσιμο στο μέτωπό μου, στο φρύδι μου και μετά στο μάτι μου. Δεν με ενδιαφέρει, αυτή τη στιγμή ό,τι συμβαίνει γύρω μου είναι μυριάδες φορές σημαντικότερο από μια ηλίθια σταγονίτσα αίμα. Στο κάτω-κάτω είναι δική μου. Τα μάτια του ξεχειλίζουν οργή, μίσος, αηδία, υποτίμηση. Ανάμεσα σ’ όλα αυτά διακρίνω και μια γερή δόση αλαζονείας, και αν και «δεν το ’χω» με τα μαθηματικά και τους αριθμούς, όλα αυτά τα συναισθήματα μαζί έχουν άθροισμα την παράνοια.

Τουλάχιστον αυτό ισχύει στην περιπτωσάρα που έχω απέναντί μου.

Βλέπω τα χέρια του να τρέμουν όσο ετοιμάζει το όπλο του, δυο-τρεις σφαίρες κιόλα τού πέφτουν στο έδαφος. Κυλάνε και φτάνουν ως τα πόδια μου. Ο ήλιος καίει, μόνο που το χώμα είναι υγρό. Είναι γιατί το αίμα δεν εξατμίζεται εύκολα.

Και δη το αίμα αδικοχαμένων ανθρώπων.

Σφίγγω τα δόντια μου και το σαγόνι μου αρχίζει να πονάει. Το τελευταίο που με νοιάζει είναι το σαγόνι μου. Είπαμε, αυτά που συμβαίνουν εδώ είναι χίλιες φορές πιο σημαντικά. Κατεβάζει την κουκούλα του και μού πετά άλλο ένα μάτσο βρισίδι. Εγώ κλείνω τα μάτια μου, αλλά έλα μου όμως που η ζωή δεν θέλει να το παίξει κινηματογραφική ταινία. Βλέπω μπροστά μου όλους όσους αγαπώ, όλους όσους μισώ, ακόμα κι όσοι μού είναι αδιάφοροι βρίσκονται εδώ, μπροστά στα μάτια μου.

Δεν αντέχω άλλο.

Έχω κι εγώ τα όριά μου.

Στα χείλη μου απλώνεται ένα χαμόγελο σκληρό, γεμάτο οργή. «Χα!», φωνάζω, κι η φωνή μου μένει παραδόξως σταθερή. «Άντε, ρε! Ποιοι νομίζετε ότι είστε; Ε; Νομίζετε ότι όλα αυτά που κάνετε έχουν κάποιο νόημα; Τι να σας πω, κακομοίρηδες, ε, κακομοίρηδες!» Αυτός και οι άλλοι που στέκονται γύρω του σαστίζουν στιγμιαία. Έστω κι αυτή η μικρή στιγμούλα μού φτάνει.

Δεν τελείωσα ακόμα.

«Ωραία πίστη έχετε, ρε! Να σκοτώσουμε όλους όσους δεν πιστεύουν καρμπόν αυτά που θέλουμε εμείς, γιατί έτσι το είπε ο θεός! Ποιος θεός, μωρέ ανώμαλοι; Διεστραμμένα μυαλά; Τι σόι θεός δημιουργεί ανθρώπους για να σας πει να τους σφάξετε σαν κοτόπουλα; Δεν έχετε ελπίδα, ρε! Αργά ή γρήγορα θα έρθει κι δική σας η ώρα! Εμπρός λοιπόν! Έλα, πυροβολήστε! Πυροβολήστε να δω τι θα καταλάβετε! Άντε! Τι κοιτάτε, ρε, τι κοιτάτε; Ρίχτε να τελειώνουμε! Εμπρός ρε χαμένοι! Ε…»

Δεν προλαβαίνω να τελειώσω. Σε κλάσματα δευτερολέπτου έχουν βάλει μπρος και  με γαζώνουν. Το πρόσωπό μου συναντά με δύναμη το έδαφος. Βλέπω το αίμα μου να τρέχει, να τρέχει, να κυλά ακάθεκτο. Το χώμα είναι ζεστό, το αίμα μου είναι ζεστό, κι η καρδιά αυτών των ανθρώπων πιο σκληρή κι από ατσάλι, πιο ψυχρή κι από το απόλυτο μηδέν. Η ψυχή τους μαύρη κι άραχνη. Εμένα μ’ αγκαλιάζει η ζέστη κι ο ήλιος, αυτούς το κενό κι η παράνοια. Εμένα ο πόνος κι η οργή. Αυτούς το μίσος κι η αρρωστημένη ικανοποίηση.

Γελάω με όση δύναμη έχω ακόμα.

Ποιος έχει νικήσει τώρα;

Γελάω και κλείνω τα μάτια μου.

Μωρέ, εγώ γελάω,

αλλά θα δώσει κανείς μια απάντηση;

Έστω μια λέξη.

Πριν ξεκινήσει και Τρίτος Παγκόσμιος.

Μια απάντηση.

Παρακαλώ.

Αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο.

 Ειρήνη Πρεκατσουνάκη Γ3

Σχολιάστε

Top