Μια συγγραφέας με πάθος

Σοφία Νικολαΐδου: Μια συγγραφέας με πάθος

Η Σοφία Νικολαΐδου είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα με συγγραφικά, λογοτεχνικά και μεταφραστικά ενδιαφέροντα και nikolaidou_dancing_elephantsταλέντα. Σπούδασε κλασική φιλολογία και εργάζεται ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ενώ έχει διδάξει δημιουργική γραφή σε Μεταπτυχιακά Προγράμματα σημαντικών Πανεπιστημίων της χώρας μας. Έχει δώσει ποικίλες διαλέξεις και σεμινάρια, ενώ στο συγγραφικό της έργο ανήκουν μυθιστορήματα, όπως «Πλανήτης Πρέσπα«, «Ο μωβ μαέστρος» (εκδ. Κέδρος), «Απόψε δεν έχουμε φίλους«, «Χορεύουν οι ελέφαντες«, «Καλά και σήμερα. Το χρονικό του καρκίνου στο δικό μου στήθος» (εκδ. Μεταίχμιο).

Την Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016 φιλοξενήσαμε στο σχολείο μας τη συγγραφέα και με αφορμή τα βιβλία της «Χορεύουν οι ελέφαντες» και «Καλά και σήμερα», δημιουργήθηκε ένας διάλογος μεταξύ των μαθητών της Γ΄ nikolaidou_amfitheatre_webτάξης και της ίδιας. Οι μαθητές έδειξαν αμείωτο ενδιαφέρον, ενώ παράλληλα διατυπώθηκαν πολλές ερωτήσεις, τις οποίες εκείνη απάντησε εκφράζοντας αρκετά συναισθήματα και το ιδιαίτερο πάθος της για τη δουλειά της.

Η Νέλη Κυρίκου μαζί με τον Κωνσταντίνο Πατσουράκη, μαθητές της Γ’ τάξης, ανέλαβαν να πάρουν τη συνέντευξη που ακολουθεί από την κ. Νικολαΐδου:

  • Πώς αποφασίσατε να εντάξετε την υπόθεση Πολκ στο βιβλίο σας;

- Η υπόθεση Πολκ ή για εμένα η υπόθεση Στακτόπουλου, της οποίας το κεντρικό θέμα είναι ένας φόνος που έμεινε ανεξιχνίαστος, αποτελεί την ελληνική υπόθεση Ντρέιφους: η υπόθεση που έστειλε έναν αθώο στη φυλακή και που ορίζει για πολλούς ιστορικούς την αρχή του ψυχρού πολέμου σε όλη την Ευρώπη.

Για εμένα λοιπόν ήταν πολύ μεγάλο ζήτημα αυτό: τι σημαίνει απόδοση δικαιοσύνης σε μία χώρα που σπαράσσεται εκείνη την εποχή. Ευαισθητοποιήθηκα πολύ με αυτό το θέμα και με ενδιέφερε πάρα πολύ να το γράψω. Είχα κρατήσει σημειώσεις. Μελέτησα καλά διάφορες εκδοχές του θέματος. Ενώ είχα ξεκινήσει, αντιμετώπισα κάποια θέματα σε σχέση με την αφήγηση. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά και το παράτησα. Έγραψα το «Απόψε δεν έχουμε φίλους» που ήταν το πρώτο βιβλίο της τριλογίας μου, που ελπίζω να ολοκληρωθεί με το τρίτο που γράφω τώρα, και επανήλθα στο θέμα αυτό.

Για εμένα τα πράγματα ήταν πάρα πολύ απλά. Για τον κάθε συγγραφέα ιδανικό θέμα είναι αυτό που ανάβει τα φώτα του μυαλού. Έτσι μπορούμε να ακούσουμε όλοι την ίδια ιστορία και ο καθένας να τη «φωτίσει» με διαφορετικό τρόπο. Ήταν μία πάρα πολύ απλή σκηνή που την περιγράφει ο ίδιος ο Στακτόπουλος μέσα στη δική του μαρτυρία -γιατί έχει γράψει ένα βιβλίο που είναι η μαρτυρία του. Η σκηνή αυτή έχει ως εξής: Τελειώνει από τη δουλειά. Είναι περίπου στην Αγία Σοφία στη Θεσσαλονίκη και περιμένει το λεωφορείο που θα τον πάει στο σπίτι του. Τον χτυπάει στον ώμο ένας αστυνομικός με πολιτικά. Του λέει: «Ακολουθήστε με». Αυτή είναι η πρώτη σκηνή του βιβλίου. Ρωτάει ο άνθρωπος, αν είναι για την μπουγάδα. Τέλος πάντων, μπαίνει στην ασφάλεια τριάντα οχτώ χρονών και βγαίνει πενήντα. Μπαίνει ένας άνθρωπος με μαύρα μαλλιά και βγαίνει με άσπρα. Είναι μια πολύ απλή σκηνή, αλλά εμένα με συγκλόνισε και με βασάνισε για πολλά χρόνια η αίσθηση ότι μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή στον καθένα από εμάς. Οπότε αυτό είναι για εμένα το κέντρο, ο πυρήνας της αφήγησης. Ότι ναι μεν είναι ένα ιστορικό γεγονός και έχει μία πολύ μεγάλη πολιτική, ιστορική σημασία, αλλά το ανθρωπογνωστικό βάθος είναι ότι θα μπορούσε να έχει συμβεί στον καθένα, είτε  πριν εκατό, διακόσια ή πεντακόσια χρόνια ή ακόμα και εκατό χρόνια μετά, γιατί έτσι γίνονται τα πράγματα.

  • Γιατί αποφασίσατε να μη χρησιμοποιήσετε τα πραγματικά ονόματα των ανθρώπων που ενεπλάκησαν στην υπόθεση;

Υπάρχει μία πολύ ωραία φράση του Αριστοτέλη, ο οποίος έχει γράψει ένα καταπληκτικό βιβλίο για τη λογοτεχνία, το «Περί Ποιητικής», του οποίου το ένατο κεφάλαιο αναφέρεται στη σχέση της ιστορίας με τη λογοτεχνία. Λέει ότι η ιστορία γράφει «τα καθ’ έκαστα», δηλαδή συγκεκριμένα στοιχεία και κάνει ρεπορτάζ της καθημερινότητας, ενώ η λογοτεχνία και η ποίηση γράφουν «τα κατ’ εικός ή αναγκαίον», δηλαδή δίνει το γενικό, ερμηνευτικό σχήμα. Μάλιστα ο Αριστοτέλης λέει μία καταπληκτική φράση: «Διώκειν φιλοσοφικότερον ποίησιν ιστορίας εστί», δηλαδή η ποίηση και η λογοτεχνία είναι πράγματα με πολύ μεγαλύτερο βάθος και πολύ πιο φιλοσοφημένα από την ιστορία.

Δεν το εκλαμβάνω ως ιστορικό γεγονός, αλλά και ως μια προσωπική εμπειρία του καθενός. Δεν ήθελα να κάνω ρεπορτάζ, ρεπορτάζ είχαν κάνει διάφοροι. Με ενδιέφερε να μιλήσω δίνοντας το δικό μου ιστορικό σχήμα βασισμένο στη λογοτεχνία, μιλώντας για τις σχέσεις των ανθρώπων, απεικονίζοντας μια εποχή, αλλά δηλώνοντας ότι αυτά που συνέβησαν στην Ελλάδα τότε, θα μπορούσαν να έχουν συμβεί σε μία άλλη χώρα κάποτε άλλοτε, γιατί αυτή είναι η φύση των ανθρώπων. Εδώ λοιπόν κανείς δεν χρησιμοποιεί τα πραγματικά ονόματα, για να είναι ελεύθερος. Αλλιώς, είσαι δέσμιος του ρεπορτάζ.

  •  Γιατί έχετε αποδώσει αρκετά τμήματα του βιβλίου με τη μορφή μονολόγου;

- Δεν προαποφασίζει κανείς την αφηγηματική φόρμα. Η ιστορία έρχεται και καλεί την αφηγηματική φόρμα. Δηλαδή, ανάλογα με αυτό που έχεις να αφηγηθείς, υπάρχει πιο ενδεδειγμένη ή λιγότερο ενδεδειγμένη αφηγηματική φόρμα. Αυτή είναι μια ιστορία λοιπόν, στην οποία ο κάθε άνθρωπος που έχει εμπλακεί έχει τη δική του ερμηνεία και πιστεύει διαφορετικά πράγματα. Ο καθένας από τη μεριά του πίστευε ότι έχει δίκιο. Ακόμα και αυτοί που βασάνισαν τον Στακτόπουλο. Αυτό λοιπόν, ήθελα να βγει: ότι η πραγματικότητα είναι ένα καλειδοσκόπιο. Εξαρτάται πώς θα το γυρίσεις και βλέπεις μία διαφορετική εκδοχή της.

Ο καθένας λοιπόν έπρεπε να μιλάει με τη φωνή του και να μας λέει τη δική του εκδοχή της πραγματικότητας. Να μας λέει αυτό που πιστεύει και να βλέπουμε λίγο με τα μάτια του το γιατί έπραξε αυτό που έπραξε.

  •  Τι σας έκανε να σκεφτείτε την ένταξη ενός μαθητή του Λυκείου στο βιβλίο σας;

- Το πολύ απλό πράγμα, ότι ζω με μαθητές εικοσιπέντε χρόνια. Είναι μια προσωπική μου εμπειρία.  Όταν κυκλοφόρησε το «Απόψε δεν έχουμε φίλους», ήταν η πρώτη χρονιά μου ως καθηγήτρια στο Πειραματικό της Θεσσαλονίκης. Πάντα τα παιδιά ενθουσιάζονται και κουτσομπολεύουν. Το πρώτο πράγμα που κάνουν είναι να ψάχνουν το βιογραφικό και το δεύτερο να ψάχνουν την ηλικία. Αυτά εννοείται πως είναι τα βασικά που τους ενδιαφέρουν. Όταν λοιπόν κυκλοφόρησε το Απόψε δεν έχουμε φίλους, ήμουν καινούρια στο σχολείο και τα παιδιά άρχιζαν να ψιθυρίζουν: «η Νικολαΐδου έβγαλε καινούριο βιβλίο». Σηκώνει λοιπόν ένα μικρό το χέρι – γιατί τα μικρά κάνουν αυτές τις ερωτήσεις· οι μεγάλοι συνήθως έχουν περισσότερα κρατήματα και είναι πιο σοβαροφανείς – και μου λέει: «Κυρία, έψαξα το βιογραφικό σας στο διαδίκτυο και είδα ότι λέτε όλα αυτά που έχετε κάνει, αλλά δεν αναφέρετε ότι δουλεύετε σε σχολείο!». Του λέω: «Βρε Θοδωρή, γράφω αυτά που έχουν σχέση με τη λογοτεχνία». Τότε σκέφτηκα αρκετά το ότι είμαι στο σχολείο τόσα χρόνια. Περνάω τη μισή μου μέρα εκεί. Αυτό το κομμάτι γιατί δεν το είχα αποτυπώσει; Το θεωρούσα λοιπόν κάπως χρωστούμενο στους μαθητές μου.

  •  Πώς εργαστήκατε σε ό,τι αφορά την έρευνα του βιβλίου;

- Έψαξα τα πάντα. Δεν υπάρχει πράγμα ή πηγή που δεν ανέσυρα, γιατί αυτό είναι η αρχειακή έρευνα. Αυτά βέβαια που μαθαίνεις, τα καταπίνεις για να τα ξεχάσεις μετά και να μπεις στη μυθοπλασία. Πρέπει να τα έχεις καταπιεί. Δεν γίνεται να σου έχει ξεφύγει κάτι, πράγμα το οποίο σημαίνει ξεχνάς γραπτές πηγές, φωτογραφίες. Εσκεμμένα δεν ήρθα σε επαφή με κανέναν ζώντα. Ήρθαν στην παρουσίαση κάποιοι από αυτούς. Ήρθε η γυναίκα του Στακτόπουλου και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος είχε παραιτηθεί τότε, καθώς και άλλοι εμπλεκόμενοι. Σκοπίμως όμως έψαξα όλες τις πηγές, αλλά συγγραφικά δεν ήθελα την άμεση, κατά πρόσωπο επαφή με τους εμπλεκόμενους.

  • nikolaidou_selfie_webΚυρία Νικολαΐδου, θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για τον χρόνο σας και τα όσα ενδιαφέροντα μας είπατε εδώ σήμερα.

 Νέλη Κυρίκου Γ2

Κωνσταντίνος Πατσουράκης Γ3

Σχολιάστε

Top