Το δασόσπιτο της αγάπης
Το δασόσπιτο της αγάπης
Ένα παραμύθι από τη Λυδία Ζαχαριουδάκη και την Πελαγία Καρανδινού (Α1)
Μια φορά και έναν καιρό, πριν πολύ πολύ καιρό … τόσο που ακόμα οι άνθρωποι δεν είχαν έρθει σε αντιπαράθεση με τη φύση, επικοινωνούσαν πολύ με τα ζώα. Έτσι και σε ένα ορεινό χωριό, που ονομαζόταν Παραμυθοχωριουδάκι, άνθρωποι και ζώα ζούσαν πολύ αρμονικά μεταξύ τους, ώσπου ένα χειμωνιάτικο βράδυ που το χιόνι έπεφτε πυκνό, στο σπιτάκι του Οδυσσέα και της Πηνελόπης ακούστηκε ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα. Όλη η οικογένεια, όταν λέμε «όλη» εννοούμε τους δύο γονείς, την κόρη τους την Αθηνά, τον σκύλο τους τον Φοίβο και τη γάτα τους την Καλυψώ, απάντησε με απορία….
- Εμπρός, ποιος είναι;
Μα δεν έλαβαν καμία απάντηση….
- Είναι κανείς εκεί έξω;
Πάλι τίποτα….
Η Καλυψώ (από εκείνη την εποχή οι γάτες ήταν παμπόνηρες) γύρισε το κεφάλι της στον Φοίβο και του είπε:
- Δεν πας να μυρίσεις, να δεις ποιος είναι και να μας πεις κι εμάς;
Ο Φοίβος που είχε ήδη πλησιάσει την πόρτα απάντησε:
- Είναι μια μικροκαμωμένη γατούλα, που πεινάει και κρυώνει πολύ… και που έχασε, λέει, τον δρόμο για το σπίτι της…
Αμέσως η Πηνελόπη σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα, για να υποδεχθεί την ταλαιπωρημένη γατούλα. Η Καλυψώ όμως, μόλις είχε θυμηθεί τη σβελτάδα της, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά της και της είπε:
- Δε νομίζεις ότι είμαστε ήδη στριμωγμένοι εδώ μέσα; Και … το φαγητό; Φτάνει για ένα ακόμη στόμα;
- Και βέβαια φτάνει, απάντησαν όλοι με μια φωνή.
Η πόρτα άνοιξε και όλοι αντίκρυσαν ένα μικρό, αδύναμο γατάκι, έτοιμο να καταρρεύσει. Στα μάτια του φαινόταν ότι με το χτύπημα στην πόρτα του σπιτιού είχε εξαντλήσει και το τελευταίο ίχνος της δύναμης του.
Η Αθηνά πλησίασε γρήγορα, το πήρε αγκαλιά για να το ζεστάνει και ο Οδυσσέας έτρεξε να του φέρει ένα μπολ με ζεστό γάλα για να πιει. Ο Φοίβος το κοίταξε παιχνιδιάρικα και κούνησε την ουρά του. Όλοι λοιπόν, εκτός από την Καλυψώ (από εκείνη την εποχή οι γάτες ήταν ζηλιάρες) φρόντισαν στοργικά το ταλαιπωρημένο γατάκι. Η Καλυψώ πήρε την καλύτερη θέση στο σκαλάκι δίπλα στο τζάκι και κοίταζε περιφρονιτικά τους υπόλοιπους.
- Ευχαριστώ πολύ, είπε η Ήβη, έτσι τους είπε ότι ονομαζόταν, όταν συνήλθε από το κρύο και από την πείνα.
- Ώρα να φεύγω, μη σας γίνομαι άλλο βάρος, συνέχισε η Ήβη, μα η φωνή της τρεμόπαιζε ακόμα.
- Όχι, απάντησαν όλοι με μια φωνή …
- Πού θα πας μέσα στη νύχτα; Δε θα βρεις τον δρόμο σου, αποκρίθηκε η Πηνελόπη κοιτάζοντας με νόημα την Καλυψώ.
- Ουφ… Εντάξει. Μπορείς να μείνεις, αν θες απόψε, είπε με βαριά καρδιά η Καλυψώ και τότε όλοι γύρισαν ταυτόχρονα προς το μέρος της, σαν να περίμεναν κάτι ακόμα.
- Και ίσως θα ήταν καλύτερα να έρθεις εδώ δίπλα μου να κοιμηθείς, συμπλήρωσε η Καλυψώ χαμογελώντας αμήχανα στην Ήβη. Η χαρά όλων δεν περιγραφόταν. Όλοι μαζί έλεγαν ιστορίες και γελούσαν όλο το βράδυ δίπλα στο τζάκι, που δεν σταματούσε ούτε λεπτό να τους ζεσταίνει. Όταν έφτασε η ώρα να κοιμηθούνε, προς μεγάλη έκπληξή τους, είδαν την Καλυψώ να σκεπάζει την Ήβη με το παπλωματάκι της.
Η νύχτα πέρασε ήσυχα και όταν το πρωί ξύπνησαν, η Ήβη ήταν άφαντη. Στη θέση που κοιμόταν, βρήκαν ένα μπαούλο γεμάτο με πολλά δώρα για όλους. Τι λιχουδιές, τι ωραία ρούχα, τι ωραία παιχνίδια …Μα τα πιο ωραία ήταν ένα λαχταριστό κόκκαλο για τον Φοίβο και ένα μαγικό κουβάρι για την Καλυψώ.
Στην κάτω πλευρά του μπαούλου υπήρχε ένα γράμμα που έλεγε ότι η Ήβη ήταν η θεά της αγάπης και της φιλοξενίας. Μάλιστα, είχε μεταμορφωθεί σε αδύναμο γατάκι προκειμένου να δοκιμάσει τα αισθήματα των ανθρώπων και των ζώων και είχε μείνει πολύ ευχαριστημένη από τη συμπεριφορά τους. Στο τέλος του γράμματος η Ήβη έγραφε για τα δώρα, ότι «όταν συμπαραστεκόμαστε αγνά και χωρίς αντάλλαγμα σε εκείνους που έχουν ανάγκη, τότε ανταμοιβόμαστε με μεγαλύτερα ανταλλάγματα» …
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα …
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.