Ειρήνη
Ειρήνη
Ξεφτίζει ο σοβάς έξω απ’τα σχολεία, μαζί του ξεφτίζουν κι οι ιδέες. Χάνονται… Καθώς χορεύουν οι ζωγραφιές με τη βροχή, καθώς μπλέκονται με τον άνεμο, ξεθωριάζουν, κυλούν τα χρώματα στο έδαφος, σαν ιδρώτας που στάζει. Ιδρώτας από έναν αγώνα που χάνεται. Αχνοφαίνονταν δίπλα στην καγκελόπορτα δύο μισάνοιχτα χέρια, ανάμεσά τους φώλιαζε ένα μουτζουρωμένο άσπρο περιστέρι. Κάτι κρατούσε μες στο στόμα του ή κάτι προσπαθούσε να πει, να φωνάξει; Τα παιδιά δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν. Εδώ και πολλά χρόνια είχε στεριώσει το περιστέρι εκεί. Είχε ακούσει πολλές φωνές, πολλές ειδήσεις, πολλά χαμόγελα είχε δει να φωτίζονται μπροστά του, πολλά δάκρυα να στάζουν σιμά στις φτερούγες του. Πάντα έμενε ασάλευτο το περιστέρι, σταθερό, ακίνητο. Περίμενε με τα καρτερικά του μάτια να δει την επόμενη ματωμένη εφημερίδα, να ακούσει την επόμενη τρεμουλιαστή φωνή, πίσω απ’ τον απρόσωπο όχλο. Αναρωτιόταν άραγε το περιστέρι; Αναρωτιόταν πόσο χρόνο θέλουν οι γροθιές να γίνουν σφαίρες, σε πόσο καιρό θα πουλιόταν μία εφημερίδα στα ράφια, σε πόσα χρόνια θα έμεναν δίπλα τους κορμιά άτονα, πόσο να παίρνε άραγε για να το κοιτούν μόνο μάτια θολά, σκλαβωμένα, νεκρά; Όταν γίνονταν όλα αυτά, ποιος θα το θυμόταν; Κανείς τόσο καιρό δεν είχε μπει στον κόπο να το ξαναβάψει. Είχαν άραγε λησμονήσει τα παιδιά τι σήμαινε; Ή δε βρέθηκε κανείς να τους το πει;
Ήταν μια βροχερή μέρα, έκανε κρύο, μια ομίχλη είχε καλύψει το σχολείο. Εκεί χωρίς κανείς να το δει, χωρίς κανείς να το καταλάβει, έσβησε το χρώμα απ’τα φτερά του. Έπεσε κι η τελευταία σταγόνα. Άφησε το ξεχασμένο περιστέρι, ανήμπορο να πετάξει, παγιδευμένο μέσα σε προαύλια, που τα περιτριγυρίζει η ομίχλη, ώσπου κάποιος να το θυμηθεί.
Μάνος Σπυριδάκης Γ4
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.