Μετανάστης στη Γερμανία … ένας παππούς θυμάται
Ο κ. Γιώργος Κλινάκης αφηγείται στον συνονόματο εγγονό του την εμπειρία του ως μετανάστης στη Γερμανία τον προηγούμενο αιώνα. Μια ανάμνηση από το παρελθόν, που είναι όμως και τόσο επίκαιρη.
Πότε, παππού, πήγες στη Γερμανία και σε ποιο μέρος;
- Το 1971 πήγα στη Γερμανία. Πρώτα όμως στην Αθήνα μάς εξέταζαν επί οχτώ ημέρες αυστηροί Γερμανοί γιατροί. Μετά όσοι ήμασταν απόλυτα υγιείς, μας έβαλαν σε ένα σχετικά μεγάλο καράβι τον «Κολοκοτρώνη». Περάσαμε από τον Iσθμό της Κορίνθου και μετά κάναμε πέντε ημέρες για να πάμε στην Ιταλία.
Όταν φτάσαμε στην Ιταλία μας έβαλαν στις 8μ.μ. σε ένα τρένο. Αυτό το τρένο μας πήγε στο Μόναχο της Γερμανίας, σε ένα υπόγειο. Σε αυτό το υπόγειο, ανακοίνωναν σε ποιο εργοστάσιο θα πάει ο καθένας. Από τα 550 άτομα (με τα οποία ταξίδεψα) ήμουν ο τελευταίος που μου είπαν πού θα πάω! Όταν ξημέρωσε, με έβαλαν σε ένα τρένο και μου είπαν ότι θα ταξιδεύω επί δώδεκα ώρες, μου έδωσαν τα χαρτιά μου (χωρίς αυτά δεν θα μπορούσα να βρω δουλειά!) και το τρένο ξεκίνησε…
Το εργοστάσιο, στο οποίο θα δούλευα, ήταν στα πιο απόμακρα μέρη της Γερμανίας. Την πόλη εκείνη τη λέγανε Άχανι. Όταν λοιπόν κατέβηκα από το τρένο, με πήρε ο διερμηνέας μου και μου έδειξε το εργοστάσιο: από πού θα μπαίνω κάθε πρωί και πού θα δουλεύω. Μου είπε επίσης ότι το εργοστάσιο το λέγανε «Κλάστ οφ». Έβγαζε, λέει, τις ακριβότερες κλωστές! Την Μπερλόν και Ντιολέν.
Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά, αλλά γιατί έφυγες από τον τόπο σου, παππού;
- Έφυγα, επειδή είχαμε ανέχεια. Εγώ, για να φανταστείς, πήγαινα από την έκτη δημοτικού στο μεροκάματο! Ο πατέρας μου είχε το πολύ μία ρίζα ελιά. Πολλή φτώχεια παιδί μου! Έτσι λοιπόν, όταν απολύθηκα από τον στρατό, έφυγα από εδώ.
Πώς πήγε η δουλειά στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας λοιπόν;
- Η δουλειά πήγε πολύ καλά, την έμαθα απέξω και ανακατωτά. Ήμουν πολύ καλός στη δουλειά μου, αλλά και έμπιστος εργάτης. Για αυτό μου έδωσαν προαγωγή. Από το να ξεμπλέκω κλωστές, με έβαλαν να οδηγώ το κλαρκ.
Και έμεινες πολύ καιρό σε αυτό το εργοστάσιο, παππού;
- Όχι, έμεινα δώδεκα μήνες.
Γιατί τόσο λίγο, παππού;
- Γιατί, όταν δούλευες δεκατρείς μήνες, έπρεπε να υπογράψεις συμβόλαιο ότι θα έμενες πολύ καιρό ακόμα στο εργοστάσιο. Αν δηλαδή είχες υπογράψει συμβόλαιο με ένα εργοστάσιο, δεν μπορούσες να πας να δουλέψεις σε ένα άλλο μέχρι να λήξει. Γι’ αυτό πριν υπογράψω, ρώτησα αν γίνεται να φέρουν την αδερφή μου να δουλέψει και αυτή. Εκείνοι αρνήθηκαν επειδή το εργοστάσιο είχε, λέει, κρίση. Τότε εγώ ζήτησα να μου δώσουν τα χαρτιά μου να φύγω. Προσπάθησαν να μου αλλάξουν γνώμη, αλλά εγώ επέμεινα και έτσι έφυγα.
Και μετά τι έκανες;
- Είχα ένα ποδήλατο και έψαχνα για εργοστάσια. Όπου έβλεπα φουγάρο, πήγαινα με την ελπίδα ότι θα βρω δουλειά.
Και μετά τι έκανες; Βρήκες δουλειά;
- Για να μην τα πολυλογώ, πήγα σε πολλά εργοστάσια. Αλλά κανένα δεν με ευχαρίστησε.
Γιατί;
- Γιατί, σε κάποια από τα εργοστάσια που δούλεψα, οι συνθήκες εργασίας απειλούσαν σοβαρά την υγεία των εργαζομένων. Για παράδειγμα, πήγα σε ένα εργοστάσιο που έβγαζε τούβλα. Έπρεπε να ντύνομαι «αστροναύτης» και να μπαίνω συνέχεια σε έναν μεγάλο φούρνο, για να βγάζω τα ψημένα τούβλα. Επίσης, σε αλλά εργοστάσια έβγαζα πολύ λίγα μάρκα. Για παράδειγμα, στο εργαστήριο στο οποίο τάιζα πειραματόζωο.
Τελικά, παππού, βρήκες δουλειά;
- Ναι, μετά από πολλή ταλαιπωρία βρήκα δουλειά σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε βαρέλια. Όμως ήταν πολύ μικρό. Ήταν μία πολύ μικρή αίθουσα. Εκεί δούλευαν μόνο τρεις άνθρωποι.
Και τι έκανες εκεί;
- Έπρεπε να κόβω και να τρίβω τα καπάκια των βαρελιών, έτσι ώστε να χωράνε ακριβώς και να σφραγίζουν το βαρέλι. Το αφεντικό μου είπε ότι το ένα καπάκι ήταν 2 μάρκα τον μήνα, λοιπόν υπολόγισα ότι θα έβγαζα 2.000-3.000 μάρκα περίπου, τα οποία είναι τα τριπλάσια από αυτά που έβγαζα στο πρώτο εργοστάσιο. Μάλιστα φοβόμουν ότι δεν θα μου τα έδιναν. Δεν είχα εμπιστοσύνη!
Δηλαδή υπήρχε περίπτωση να μην πάρεις τα λεφτά σου;
- Φυσικά! Όλα συμβαίνουν! Πέρασε λοιπόν ο πρώτος μήνας και ήρθε ο καιρός να πάρω τα λεφτά μου. Δεν προλάβαινα όμως να τα πάρω, επειδή δούλευα. Έτσι, έδωσα εξουσιοδότηση σε έναν ξάδελφό μου να πάει να βγάλει τα χρήματα. Όταν τον ρώτησα πόσα χρήματα έβγαλα, η απάντηση με σόκαρε: 2.700 μάρκα!
Παππού, αυτά ήταν παρά πολλά λεφτά! Σωστά;
- Ναι, ήταν πάρα πολλά! Τότε άρχισα να δουλεύω πολύ σκληρά! Τον δεύτερο μήνα πήρα 4.000 μάρκα!
Έμεινες πολύ καιρό σε αυτό το εργοστάσιο, παππού;
- Αν έμεινα λέει! Μέχρι να γυρίσω στην Ελλάδα σε αυτό το εργοστάσιο δούλευα. Και μάλιστα έβγαζα περισσότερα λεφτά και από την γιαγιά σου (την οποία γνώρισα στη Γερμανία) αλλά και από την αδελφή μου μαζί, την οποία κατάφερα να φέρω στη Γερμανία και να της βρω μια δουλειά και να την παντρέψω.
Λίγο πριν μείνει η γιαγιά σου έγκυος στον μπαμπά σου και γυρίσουμε στην Κρήτη, το εργοστάσιο έγινε τεράστιο και πασίγνωστο και επειδή εγώ βοήθησα αρκετά σε αυτό, μου έδωσαν προαγωγή. Το αφεντικό μού αγόρασε ένα αυτοκίνητο για να πηγαίνω στους πελάτες, των οποίων τα βαρέλια τους χάλασαν ή τρύπησαν (δίναμε δύο χρόνια εγγύηση). Αυτή ήταν δουλειά! Γύρισα όλη τη Γερμάνια και πήγα Ιταλία και Γαλλία. Μετά όμως η γιαγιά σου έμεινε έγκυος και έπρεπε να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Πριν φύγω, το αφεντικό μου είπε να ξαναπάω όποτε θελήσω και μου είπε επίσης ότι τα παιδιά και τα εγγόνια μου είναι πάντα ευπρόσδεκτα στο εργοστάσιο του!
Σε ευχαριστώ πολύ παππού για όλον τον χρόνο που διέθεσες, αλλά και για όλες τις χρήσιμες πληροφορίες που μου είπες.
- Τίποτα, παιδί μου. Ήταν χαρά μου!
Γιώργος Κλινάκης Α3
Η συνέντευξη αυτή διακρίθηκε στον Πανελλήνιο Μαθητικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «Του κύκλου τα Γυρίσματα», που συνδιοργάνωσε το Πρότυπο Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης και το Πειραματικό Γενικό Λύκειο Ηρακλείου.
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.