Ο παππούς, το σπίτι και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Ο παππούς, το σπίτι και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Αφιέρωμα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ένα διήγημα από την Ελεάνα Μαρινάκη (Α2)

 

Απέναντι απ’ το σπίτι μου υπάρχει ένα μικρό σπίτι, το οποίο την εποχή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ήταν η κατοικία και το κρησφύγετο του παππού μου, όπου ζούσε σε μικρότερη ηλικία και που καταπατήθηκε απ’ τους Γερμανούς.

Τώρα είναι ετοιμόρροπο και ίσως στοιχειωμένο. Κάθε βράδυ το κοιτώ κι αναρωτιέμαι … Τι άραγε έγινε εκεί μέσα; Μια μέρα αποφάσισα να ρωτήσω τον παππού μου. Έσυρε την καρέκλα και την άφησε δίπλα απ’ τη μεγάλη μπεζ  πολυθρόνα του κι άρχισε ν΄ αφηγείται …

- Τώρα θα ταξιδέψουμε πίσω στο 1940 – στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ξυπνούσα σχεδόν κάθε μέρα από τον θόρυβο των όπλων. Κάθε μέρα διάβαζα ένα κεφάλαιο από τα πολυδιαβασμένα και ελάχιστα βιβλία που είχαμε στο σπίτι, και το απόγευμα πήγαινα να παίξω με τους φίλους μου. Αυτό γινόταν κάθε μέρα επί έξι χρόνια. Όταν ξημέρωνε 10 Απριλίου 1941, ακούσαμε μια δυνατή σειρήνα που μου έπαιρνε τα αυτιά και σήμαινε πόλεμος. Ο πατέρας μου ανησύχησε και μετά το πρωινό μού ανακοίνωσε πως θα πηγαίναμε να μείνουμε στο μικρό υπόγειο του σπιτιού. Πήραμε τα απολύτως απαραίτητα (όσα δηλαδή χωρούσαν στις μικρές τσάντες μας), συνεννοήθηκε ο πατέρας με μια φιλική οικογένεια για το πού θα μέναμε, και μετακομίσαμε στο υπόγειο του σπιτιού μας. Κυλούσαν οι μέρες σαν νερό, χωρίς να συμβαίνει κάτι το ιδιαίτερο. Από τις 25 Μαΐου άλλαξαν όλα ριζικά στη ζωή μου.

Ήταν βράδυ, όχι πολύ αργά∙ όμως είχε ήδη σκοτεινιάσει. Εγώ ζωγράφιζα στον τοίχο με ένα κάρβουνο, που είχα βρει πεταμένο σε μια γωνιά, και οι γονείς μου συζητούσαν. Χτύπησε η πόρτα, οι γονείς μου σώπασαν και μου έκαναν νόημα να μην κουνηθώ και να μη μιλήσω. Η πόρτα χτύπησε πολλές φορές … εμείς δεν δίναμε σημασία. Ακούστηκε μια απαλή, γλυκιά φωνή …

- Κύριε Μάνο, κύριε Μάνο, η Ειρήνη είμαι, ανοίξτε μου!

Ο πατέρας σηκώθηκε κι άνοιξε την πόρτα. Μπήκε μέσα η Ειρήνη τρομοκρατημένη.

- Κύριε Μάνο, με κυνηγάνε και με χτύπησαν στο χέρι.

Ο πατέρας κοίταξε το χέρι της Ειρήνης και είπε στη μητέρα μου να φέρει επιδέσμους και νερό. Της καθάρισε το χέρι απ’ τα αίματα και της το τύλιξε με ένα κομμάτι πανί. Η Ειρήνη ήταν τόσο κουρασμένη που δεν πρόλαβε να μου πει τι συνέβη, γιατί την πήρε ο ύπνος και εμείς δεν θέλαμε να την ενοχλήσουμε.

Το πρωί είχαμε όλοι ξυπνήσει εκτός από την Ειρήνη. Την παρατηρούσα, καθώς κοιμόταν. Ήταν πολύ όμορφη. Στο πρόσωπό της κυριαρχούσε γαλήνη.

Ξαφνικά άκουσα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα και φωνές. Πάλι σωπάσαμε· μα αυτή τη φορά έσπασαν την πόρτα για να μπουν. Ήταν δυο άντρες που φορούσαν στρατιωτική στολή, κρατούσαν όπλα και φώναζαν εκνευρισμένοι σε μια άλλη γλώσσα που δεν γνώριζα. Θαρρώ πως ήταν γερμανικά, αλλά δεν είμαι σίγουρος, συνέχισε ο παππούς. Κοίταζαν παντού, ώσπου εντόπισαν την Ειρήνη που μόλις είχε ξυπνήσει. Έβαλαν ακόμα πιο δυνατές φωνές και την άρπαξαν με το ζόρι … Πήγαν να μας συλλάβουν όλους, όμως οι γονείς μου είχαν συνεννοηθεί για το τι θα κάναμε αν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Εγώ με τη μητέρα φύγαμε, τα καταφέραμε· όμως ο πατέρας έμεινε πίσω. Μάθαμε πως τον δολοφόνησαν μετά από τέσσερις μέρες … Όσο για εμάς, μείναμε στη Λάρισα, όπου ζούσε ένας θείος μου, ενώ το σπίτι κάηκε, αφού ο πατέρας μου, προτού φύγει, έριξε κάτω το τραπέζι με τα κεριά.

- Παππού, πρέπει να έζησες πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια!

- Επέζησα όμως και μου έχει μείνει όλη αυτή η δύναμη, όλες αυτές οι αναμνήσεις, οι εμπειρίες και οι ιστορίες που έχω να διηγούμαι σε εσένα! Αυτή είναι η καλύτερη ανταμοιβή!

Γράφτηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Γλωσσικής Διδασκαλίας

με υπεύθυνη καθηγήτρια την κ. Διονυσία Μαράκη.

Σχολιάστε

Top