Το σακί με τα φλουριά

Το σακί με τα φλουριά

Ένα παραμύθι από τον Νίκο Κουβιδάκη (Α1)

 Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βοσκός που κάθε μέρα έπαιρνε το κοπάδι του και πήγαινε να τo βοσκήσει πάνω στο βουνό. Ήταν τίμιος άνθρωπος, όμως φτωχός και αγράμματος, και όλοι τον έκλεβαν χωρίς να το καταλαβαίνει. Κάθε βράδυ γύριζε στο σπίτι του και η γυναίκα του φώναζε πως δεν έχουν λεφτά και πως όλοι τον κλέβουν. Ο βοσκός όμως δεν έλεγε τίποτα, παρά προσπαθούσε να παρηγορήσει αυτή και τα παιδιά του, που κάθε μέρα αδυνάτιζαν όλο και περισσότερο. Τα έβλεπε ο βοσκός και δεν ήξερε τι να κάνει και στενοχωριόταν.

Την άλλη ημέρα ο βοσκός, καθώς ανέβαινε το βουνό, τι να δει! Ένα σακί με χρυσά φλουριά! Το αφήνει όμως και σκέφτεται:                                                                                              «Μπορεί να είναι κάποιου που τα έχει μεγαλύτερη ανάγκη.»

Όταν επιστρέφει στο σπίτι του αφηγείται στη γυναίκα του αυτό το περιστατικό. Οργισμένη εκείνη του απαντάει:

«Βρε ευλογημένε άνθρωπε! Τρέξε τώρα, κι ας είναι βράδυ, να το πάρεις πίσω.»

Τι να κάνει και ο βοσκός, τρέχει μέσα στη νύχτα να πάει να βρει το σακί με τα φλουριά. Το σακί προς μεγάλη του έκπληξη ήταν ακόμα εκεί. Το αρπάζει ο βοσκός και ξεκινά για το σπίτι του.

Στον δρόμο τον συναντά ένας μπατίρης και του λέει:                                                                                                                «Δώστε μου κάτι, καλέ μου άνθρωπε, να ταΐσω την οικογένειά μου.»                                                                                                                Ο βοσκός, μην μπορώντας να βλέπει τους ανθρώπους σε τέτοια κατάσταση, βάζει το χέρι του μέσα στο σακί και του δίνει κάμποσα φλουριά. Πιο πέρα άλλος ένας μπατίρης έρχεται και του ζητά λίγα χρήματα. Του δίνει ο βοσκός. Αυτό έγινε πολλές φορές ακόμα, μέχρι που ο βοσκός δεν είχε άλλα φλουριά.

Γυρνάει στο σπίτι του ο βοσκός λυπημένος και τη στιγμή που ήταν έτοιμος να ανοίξει την πόρτα ακούει μια φωνή να του μιλάει:

«Είσαι τίμιος άνθρωπος.»

«Ποιος είναι;» ρωτάει ξαφνιασμένος ο βοσκός.

«Να μη σε ενδιαφέρει αυτό. Αυτό που ενδιαφέρει και τους δυο μας είναι πως είσαι ο πιο τίμιος από όλους που πέρασαν από αυτή τη δοκιμασία.»

«Ποια δοκιμασία;», ρωτάει εντελώς μπερδεμένος ο βοσκός.

«Τη δοκιμασία των φλουριών. Ήσουν ο μόνος που δεν πήρε τα φλουριά και όταν σε ανάγκασε η γυναίκα σου να τα πάρεις, τα έδωσες όλα για καλό σκοπό.»

 «Πώς το ξέρεις;»

«Ούτε αυτό πρέπει να σε ενδιαφέρει, αλλά πρέπει να σε ενδιαφέρει αυτό»: Και τότε ένα σύννεφο εμφανίστηκε κι από μέσα του έπεσε ένα μεγαλύτερο σακί, και αυτό γεμάτο με φλουριά.

Τα παίρνει ο βοσκός και τα πάει στη γυναίκα του, κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

 

Γράφτηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

με υπεύθυνη καθηγήτρια την κ. Κωνστανίνα Σωτηροπούλου.

Σχολιάστε

Top