Με αφορμή … έναν πίνακα

aformipinaka

Lonely Boy At Sea Watching Sunset

Άβυσσος. Αυτός ο πίνακας ενσαρκώνει την άβυσσο. Είναι όλα εκείνα τα φευγαλέα συναισθήματα. Όλα εκείνα τα αναπάντητα ερωτήματα. Είναι αυτή η συνεχής και ανώφελη απορία του ανθρώπου: «Ποιο το νόημα;»

Εκείνο το αγόρι έχει διασχίσει ακάθεκτο και αγέρωχο τον δύσβατο, γεμάτο εμπόδια, δρόμο της ζωής. Έχει το θράσος και το θάρρος να πλαγιάσει στην άκρη της. Έχει την πυγμή να ρωτήσει για άλλη μια φορά αυτά που άλλοι βαρέθηκαν να ρωτάνε, αυτά που άλλοι αρνούνται να διαπιστώσουν. «Τι υπάρχει μετά;», «Τι εστί θάνατος;», «Ποιο το ΝΟΗΜΑ;»

Βρίσκεται στο τέλος της αποβάθρας. Μιας αποβάθρας παλιάς, ξεπερασμένης, ετοιμόρροπης. Χωρίς πλοία, χωρίς στόχους, χωρίς όνειρα. Μιας αποβάθρας που κάποτε έσφυζε από ζωή. Γεμάτη καράβια ανεκμετάλλευτα, έτοιμα να δαμάσουν τα κύματα, να εξερευνήσουν, να εκπληρώσουν στόχους και απωθημένα, να ανακαλύψουν τον κόσμο. Ο άντρας τα εκμεταλλεύτηκε όλα. Έχει εξερευνήσει ουτοπικά μέρη, έχει βάλει πλώρη για νέα λιμάνια, μα στο τέλος πάντα επέστρεφε στην αποβάθρα. Πλέον χωρίς κανένα πλοίο, αναρωτιέται αν τελικά βρήκε ό,τι έψαχνε. Αναζητά την ουσία αυτής της διαδρομής.

Χωρίς άλλα πλοία, πρέπει να κοιτάξει με γυμνά μάτια την άγρια και ταυτόχρονα ήρεμη θάλασσα. Θάλασσα που αντικατοπτρίζει το κενό, εκεί που βρίσκονται συσσωρευμένα δεκάδες σύμπαντα και πλανήτες. Είναι αυτός ο οικείος αλλά άγνωστος βυθός, χωρίς επιστροφή. Εκείνος που όλοι αποφεύγουν. Που όλοι ξεγελούν τον εαυτό τους λέγοντας: «Η ζωή είναι μία» και τη ζούνε. Μα ΓΙΑΤΙ;

Πού πάνε όλες οι αναμνήσεις, οι στιγμές και οι εμπειρίες, όταν το πνεύμα αποχωρίζεται το σώμα; Ποιος είναι ο σκοπός που εξυπηρετεί το σύμπαν; Ποιος ο ρόλος του ενός ατόμου και ποιος του συνόλου; Γιατί οι άνθρωποι να ξεχνιούνται και να ξεθωριάζουν, γιατί να παύουν να υπάρχουν; Υπάρχει κάτι ανώτερο, υπάρχει κάτι ανυπόστατο; Μήπως ζούμε σε μία από τις άπειρες διαστάσεις του σύμπαντος; Μήπως βιώνουμε το πρώτο στάδιο μιας εκτενούς και αιώνιας διαχρονικής δοκιμασίας; Μας περιμένει κάτι μετά την επίγεια ζωή; Γιατί, αν όχι, ποιος ο λόγος ύπαρξης μας; Αφού το μόνο που μένει είναι το χάος. Αφού όλα λησμονούνται και άλλα λάθος θα ειπωθούν.

Εκείνος ακροβατεί στην άκρη της γέρικης αποβάθρας. Κοιτάει με τρόμο, με δέος, με γενναιότητα τα κρυστάλλινα νερά. Είναι αποφασισμένος, θα βουτήξει. Θα αφεθεί στη μοίρα, θα αρπάξει την τελευταία του ευκαιρία, τη διαπίστωση του τελικού κρυφού στόχου. Θα αποδεχτεί την ασημαντότητά του μπροστά στο σύμπαν.

Φοβάται. Νερά αλλόκοτα παράξενα, κρύβουν γαλαξίες, απαντήσεις, την κόλαση και τον παράδεισο. Ο ουρανός χρωματισμένος ανάμεικτα. Κάπου σκοτεινός, κάπου γλυκανάλατα φωτεινός … Χωρισμένος σε δύο ετοιμοπόλεμα στρατόπεδα. Τα άγρια παθιασμένα σύννεφα, αφηνιασμένα, καθηλωτικά εναντίον εκείνων των ήρεμων, ονειρικά πλασμένων. Η ζωή απέναντι στον θάνατο.

Με μια βαθιά ανάσα και μια τελευταία ματιά εκείνο το παιδί αποχαιρετάει την επίγεια ζωή. Αφουγκράζεται τους τελευταίους, σιωπηλούς παλμούς του, και σε λίγο βρίσκεται να αιωρείται, πάνω από τη θάλασσα, αφήνοντας πίσω την αποβάθρα. Με τα χέρια ανοιγμένα διάπλατα σαν μεγάλος αετός, έτοιμο να ταξιδέψει. Γυμνό, ευάλωτο, για πρώτη φορά κυριολεκτικά ανίδεο για το τι θα αντιμετωπίσει. Αυτό είναι που το φοβίζει, αυτό είναι η αδυναμία του. Αυτή τη φορά, δίχως πλοία, καλείται να κάνει το πιο σημαντικό ταξίδι, το αποκορύφωμα όλων. Ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή.

Ρίχνει μια φευγαλέα τελευταία ματιά. Αρχίζει να πέφτει… Κανένας ήχος, κανένα φως, καμία σωτηρία. Όλα σκοτείνιασαν. Ποιος θα το έλεγε;

 

Εύα Μακρή Γ2

Σχολιάστε

Top