Το κυνήγι των χρωμάτων
Ένα παραμύθι από την Ειρήνη Χατζηδάκη (Α3)
Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν κόσμο μακρινό, ζούσε ένα πανέξυπνο, δωδεκάχρονο κορίτσι. Ζούσε σε μια χώρα που ονομαζόταν Λευκορωσία, με την οικογένειά της. Η μητέρα της, Έλενα, ήταν πωλήτρια σε ένα μαγαζί με ασπρόρουχα. Ο πατέρας της ήταν ο Τόμας και ήταν καθηγητής στο Ασπροσχολείο της Λευκολίας, της πρωτεύουσας της Λευκορωσίας. Είχε δύο αδέρφια, την Ασπριάννα και τον Γιάννο.
Η Μαριάννα ήταν καλλιτέχνης. Της άρεσε να ζωγραφίζει. Ή, σωστότερα, να σχεδιάζει, αφού στη Λευκορωσία δεν υπήρχαν χρώματα και μπογιές. Ήταν όλα άσπρα και γκρι. Η Μαριάννα ένιωθε πολύ στεναχωρημένη και καταπιεσμένη, χωρίς να ξέρει γιατί. Συνέχεια ονειρευόταν μια αλλαγή που θα την ξάφνιαζε και θα άλλαζε τη ζωή της για πάντα.
Η Λευκορωσία ήταν μια μουντή και ψυχρή χώρα, όπως θα καταλάβατε. Χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα πάντα ήταν λευκά ή γκρίζα. Τα λουλούδια, η θάλασσα, ο ουρανός, ο ήλιος, τα αυτοκίνητα, τα ρούχα, τα πάντα. Τόσο βαρετό άσπρο!! Η χώρα όμως είχε ένα μεγάλο μυστικό. Ο βασιλιάς της είχε κρύψει τα χρώματα. Ποτέ και για κανένα λόγο δεν θα μάθαινε κανείς το γιατί.
Ένα βράδυ η Μαριάννα είδε ένα παράξενο όνειρο. Είδε πολύχρωμα τοπία, τοπία γεμάτα με τόσα χρώματα και αποχρώσεις! Αμέσως κατάλαβε τι έκανε τόσο βαρετή τη ζωή της: η απουσία των χρωμάτων, βέβαια, τα οποία έκαναν τόσο χαρούμενα τα όνειρά της. Έβαλε στόχο της ζωής της να φέρει τα χρώματα πίσω στη Λευκορωσία.
Άρχισε λοιπόν να ρωτάει παντού τι είναι τα χρώματα και πού είναι. Κανένας δεν της απαντούσε και όλοι απέφευγαν τη συζήτηση. Τότε η Μαριάννα άρχισε να υποψιάζεται ότι υπάρχει ένα μυστικό. Μόνο μία γερόντισσα από το μαγαζί με τους χάρτες κάτι τόλμησε να πει:
- Η Λευκορωσία παλιά ήταν μια πολιτεία γεμάτη χρώματα και ζωντάνια. Μια μέρα όμως, μαύρη μέρα, ο βασιλιάς τα έκλεψε και όλα έγιναν διαφορετικά. Βαρετά και θλιμμένα. Απαγόρευσε, μάλιστα, σε όλους να μιλούν για τα χρώματα με ποινή θανάτου. Θέλει να μείνει η χώρα μας πάντα έτσι.
Έτσι μίλησε η γερόντισσα πολύ συγκινημένη.
- Αν θέλεις όμως κοριτσάκι μου, εγώ θα σε βοηθήσω να βρούμε τα χρώματα και …
- Ναι, γιαγιάκα, αυτό θέλω κι εγώ. Θέλω να κάνουμε τη χώρα μας πάλι χαρούμενη!!!, απάντησε η Μαριάννα με μεγάλη χαρά.
Αποφάσισαν λοιπόν να πάνε στον βασιλιά και να συζητήσουν το θέμα, ακόμα και αν κινδύνευε η ζωή τους. Ο βασιλιάς, βέβαια, όχι μόνο δεν ήθελε να συζητήσει μαζί τους, μόλις κατάλαβε τι ήθελαν, αλλά επιπλέον τις φυλάκισε αμέσως στα πιο βαθιά μπουντρούμια του παλατιού.
Μέσα στο κελί, στο οποίο βρέθηκαν, η Μαριάννα βρήκε διάφορα εργαλεία πεσμένα στο πάτωμα, με ακαταλαβίστικα σύμβολα πάνω τους. Το κελί επίσης είχε περίεργους τοίχους, σαν να ήταν σκαμμένοι. Η Μαριάννα προσπάθησε να βάλει σε μια σειρά τα εργαλεία, όπως καταλάβαινε. Αναρωτιόταν σε τι χρησίμευαν. Τότε η γερόντισσα θυμήθηκε έναν χάρτη που είχε στο μαγαζί της για τα κελιά του παλατιού. Εκεί υπήρχε ένα κελί που είχε κρύπτες στους τοίχους. Λέτε να είχε κρύψει εδώ τα χρώματα ο βασιλιάς;
Με μεγάλη αγωνία η γερόντισσα και η Μαριάννα προσπάθησαν να ταιριάξουν τα εργαλεία και ν’ ανοίξουν τις κρύπτες. Οι κρύπτες ήταν πολλές και τα εργαλεία λίγα. Σκέφτηκαν τότε ότι το σύμβολο του βασιλείου ήταν το λιοντάρι και προσπάθησαν να το σχηματίσουν. Φαίνεται ότι ήταν σε καλό δρόμο, όμως τους έλειπε η χαίτη του λιονταριού. Ο φρουρός την είχε στα κλειδιά του! Η Μαριάννα με την επιδεξιότητα και την πονηριά της κατάφερε να πάρει και το τελευταίο κομμάτι. Έτσι συμπλήρωσαν το παζλ του λιονταριού. Άνοιξαν τις κρύπτες κι ελευθερώθηκαν τα χρώματα!!!
Χρώματα να δουν τα μάτια σας!! Από μπλε σε μοβ και από κόκκινο σε χρυσό. Από πράσινο σε πορτοκαλί και από ροζ σε τιρκουάζ. Η Μαριάννα άρχισε να μοιράζει τα χρώματα παντού και να δίνει ζωντάνια σε καθετί, άψυχο και έμψυχο. Ο ουρανός έγινε μπλε και η θάλασσα γαλάζια. Η κυρία Έλενα έγινε ξανθιά και ο κύριος Τόμας κοκκινομάλλης. Οι μαργαρίτες έγιναν κόκκινες και κίτρινες, και τα πουλιά πολύχρωμα. Ο κόσμος άλλαξε μεμιάς!!!
Ο βασιλιάς δεν άντεξε την πολυχρωμία και αυτοκτόνησε. Δεν άντεχε να βλέπει τη χώρα του πολύχρωμη. Η χώρα δεν λεγόταν πια Λευκορωσία, αλλά μετονομάστηκε σε Ρωσία. Οι γονείς της Μαριάννας ήταν περήφανοι για την κόρη τους. Η Μαριάννα μπόρεσε να γίνει ζωγράφος. Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί πολύχρωμα.
Γράφτηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
με υπεύθυνη καθηγήτρια την κ. Κωνσταντίνα Σωτηροπούλου.
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.