Καλοκαιράκι επιτέλους και επιτρέψτε μου να σας προκαλέσω για μια βουτιά στη λογοτεχνία και μάλιστα στη μυθιστορηματική αξιοποίηση της Ιστορίας!
Ας ξεκινήσουμε από τα γαλάζια νερά της Λέρου μαζί με μια παρέα παιδιών για να ζήσουμε μια συναρπαστική αλλά συγχρόνως επικίνδυνη περιπέτεια προσπαθώντας να διαφυλάξουμε ένα έγγραφο μοναδικής σημασίας για την ιστορία του νησιού. Να είστε έτοιμοι για μπλεξίματα! Θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μια αδίστακτη συμμορία….
Τώρα που τους γνωρίσαμε, ας τους ακολουθήσουμε και στη Χίο για να μάθουμε τι κρύβεται πίσω από τον μυστηριώδη θάνατο του ανθρώπου που αποκρυπτογράφησε τη Γραμμική Β΄. Θα πεταχτούμε από το Βουκουρέστι στη Χίο και από εκεί στο βροχερό Λονδίνο…
Ποιος είπε πως τα αγάλματα είναι άψυχα; Η σμίλη του δημιουργού χάραξε πάνω τους την προσωπική αλλά και τη συλλογική ιστορία. Αυτή η επίπονη αποτύπωση τα εμψύχωσε ώστε να ζωντανεύουν τις νύχτες και να αποζητούν την κλεμμένη Κάρυ… Για πόσο ακόμη;
Αν ακολουθήσουμε τη Μαρίζα Ντεκάστρο, θα μας ταξιδέψει με τον πιο γλαφυρό τρόπο στις τελευταίες μέρες ενός ζωντανού θρύλου.
Εκτός από ατέλειωτες ώρες στα θρανία, εκτός από ράφια ολόκληρα με βιβλία, εκτός από χρονολογίες και ονόματα, η Ιστορία είναι ευτυχώς κι άλλα πολλά πράγματα: είναι άνθρωποι που αγαπούν και πολεμούν και ονειρεύονται, άνθρωποι που ταξιδεύουν και μαθαίνουν και ενθουσιάζονται, άνθρωποι που δουλεύουν, άνθρωποι που έχουν περιέργεια και φιλοδοξίες και μεράκια και απορίες και… και… και… Η Ιστορία είναι τελικά πολλές ιστορίες. Ιστορίες που τις ζούμε, ιστορίες που τις έχουν ζήσει άλλοι, ιστορίες ολοζώντανες, που περιμένουν από μας μόνο να τις ακούσουμε. Κι εδώ, στον τόπο και στη γλώσσα που γέννησε την Ιστορία, έχουν ξετυλιχτεί ιστορίες θαυμάσιες. Ιστορίες που τις είπε ο Πόλεμος. Ιστορίες που τις είπε η Θάλασσα, το Φως, η Αγορά… Ιστορίες που άρχισαν και δεν τελειώνουν. Ευτυχώς. Ξεκινώντας με τις «Ιστορίες που τις είπε ο Πόλεμος», η νέα αυτή σειρά «ιστορικών παραμυθιών», από τη συγγραφέα Μαρία Αγγελίδου, επιχειρεί να καλύψει μια μεγάλη σε σπουδαιότητα και σε διάρκεια περίοδο της ιστορίας μας, την αρχαιότητα, φιλοδοξώντας να πείσει μικρούς και μεγάλους -ιδίως τους μικρούς!- ότι η Ιστορία δεν είναι μόνο μάθημα!
Το Φως είναι παντού η αρχή. Παντού ο πρώτος κι ο καλύτερος θεός. Γράφει τις γραμμές, σχηματίζει τα σχήματα, χρωματίζει τα χρώματα… μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Να βλέπουν και να θαυμάζουν και να τρομάζουν. Το Φως ξεδιπλώνει τον χρόνο και τον διπλώνει πάλι. Στη χούφτα του κρατάει τα λαμπερά κρυσταλλάκια της σκέψης και τις μαύρες χάντρες του φόβου. Τ΄ ανακατεύει και τα μοιράζει. Αλλού δοξάζει κι αλλού τυφλώνει. Αλλού δείχνει την αλήθεια κι αλλού την κρύβει. Έχει γλώσσες χίλιες: ψιθυρίζει, τραγουδάει, μουγκρίζει σαν θηρίο. Μόνο που εδώ το Φως έχει και μια φωνή καταδική του, ξεχωριστή. Φταίει η θάλασσα η πολλή, που λαμπυρίζει ακόμα και τις νύχτες; Φταίνε οι πέτρες οι άσπρες, που αστράφτουν στον ήλιο; Δεν ξέρω. Πάντως όποια ιστορία κι αν πιάσει, τη φτιάχνει ολοκαίνουργια. Και μένουν οι άνθρωποι μαγεμένοι και την ακούνε, σαν να μη την έχουν ξανακούσει – ακόμα κι αν είναι η ίδια η δική τους ιστορία. (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αθήνα, 349 π.Χ. Την τελευταία ημέρα των Μεγάλων Διονυσίων ένα σκάνδαλο ξεσπά στους πρόποδες της Ακρόπολης. Μπροστά στους θεατές των δραματικών αγώνων ο πλούσιος Μειδίας χαστουκίζει τον ήδη γνωστό για τις θέσεις του κατά του βασιλιά Φιλίππου, Δημοσθένη. Το βράδυ στην Αγορά όλοι σχολιάζουν με πάθος το συμβάν, ειδικά μέσα στο κατάστημα του αργυροχρυσοχόου Παμμένη, που είχε ετοιμάσει τα χρυσά στεφάνια της γιορτής. Την επομένη, μέσα στο ίδιο κατάστημα, ανακαλύπτεται το πτώμα του νεαρού Νικόστρατου, ενός απ΄ αυτούς που είχαν εκφράσει με σφοδρότητα την αποδοκιμασία του κατά του Μειδία, δηλώνοντας έτοιμοι να υπερασπιστούν τον Δημοσθένη. Ο Αριστοκλής, ξάδερφος του θύματος, καλείται να εξιχνιάσει το έγκλημα. Το βιβλίο «Έγκλημα στην Αρχαία Αγορά» είναι ένα ιδιαιτέρως απολαυστικό μάθημα ιστορίας, που μας εισάγει στην καθημερινή ζωή της Αθήνας: από τον κοσμοπολίτικο Πειραιά στην Εκκλησία του Δήμου, από τις παλαίστρες στα μεταλλεία του Λαυρίου, από τον Αριστοτέλη στον Πραξιτέλη. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αρχαία Αθήνα, 421 π.Χ. Μόλις έχει υπογραφεί ειρήνη με τη Σπάρτη κι έχει κοπάσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος. Ο δωδεκάχρονος αριστοκράτης Διογένης, που εργάζεται ως βοηθός στη βιβλιοθήκη της πόλης, ακούει θόρυβο στον χώρο όπου φυλάσσονται τα πολύτιμα βιβλία. Τρέχει να δει τι συμβαίνει και βλέπει μια σκιά να φεύγει τρέχοντας κρατώντας τα ομηρικά έπη… Όταν αφηγείται στους φίλους του, Λαέρτη και Λυσίμαχο, τα γεγονότα, αποφασίζουν να αναλάβουν δράση και να λύσουν το μυστήριο, υπερασπιζόμενοι την πατρίδα και τη δημοκρατία! (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα από τον ναυτικό αγώνα του μεγάλου σηκωμού, όλο πλοκή, δράση, περιπέτεια, αυτοθυσία, οράματα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Βραβευμένη περιπέτεια ιστορικής μυθοπλασίας γύρω από τις ναυτικές περιπέτειες ενός εφήβου στον καιρό της επανάστασης του ’21. Η γραφή είναι απλή και σαφής, αν και η γλώσσα έχει ένα ιδιαίτερο χρώμα: «Τα μάτια τρέχουν, η καρδιά “λαφιάζει στ” αγκαλιάσματα, στα φιλητά…» (σ.113)
Όποιος ζήσει με τον Ηλία, την Αγάπη και την Άρτεμη στο κτήμα του παππού στα Κιμιντένια, θα νιώσει τον πόνο του ξεριζωμού και θα σκουπίσει πολλές φορές τα μάτια του, θα πάρει μικρασιάτικο χώμα για να φυτέψει τουλάχιστον έναν βασιλικό!
.
Πώς γίνεται η ζωή όταν χάνεις το πρόσωπο σου, την ελευθερία σου, την οικογένεια και την πατρίδα σου και γίνεσαι αιχμάλωτος; Ο Ηλίας του προηγούμενου μυθιστορήματος αφήνει την ξεγνοιασιά πίσω του για να πορευτεί χωρίς μέλλον στα βάθη της γης του που ξαφνικά έχει γίνει εχθρική.
Το επόμενο βιβλίο θα προσφέρει τη λύτρωση του Ηλία χάρη στην αφοσιωμένη αδελφή του και σε έναν «εχθρό» που δεν ξεχνά ότι είναι άνθρωπος….
Το να διαβάζεις ιστορικά μυθιστορήματα είναι ο καλύτερος κατά τη γνώμη μου τρόπος να μάθει κανείς την ιστορία σε βάθος πέρα από την επιφάνεια των γεγονότων, καθώς ο συγγραφικός φακός εστιάζει στα ανθρώπινα συναισθήματα κι όχι στη στείρα παράθεση αριθμών, ημερομηνιών και συνθηκών.