Η ιστορία των δυο κοριτσιών ξεκινάει με ένα απλό σημείωμα
«Μαμά, μπαμπά
Θα λείψω από το σπίτι για τρεις μέρες. Ο πρίγκιπας Πέπε-Ρουζ χρειάζεται τη βοήθειά μου για να βρει το βασιλικό καπέλο που του έκλεψε η ύπουλη πανούργα κακιασμένη μάγισσα».
Η κόρη σας Νεφέλη
Η Νεφέλη πήρε το σπαθί της και ξεκίνησε για το δάσος που την περίμενε ο πρίγκιπας Πέπε-Ρουζ. Αυτός ένιωσε μια ανακούφιση. Τώρα έχει σίγουρα μια ελπίδα για να πάρει πίσω το καπέλο. Έβγαλε γρήγορα γρήγορα ένα ροζ παπιγιόν από τη τσέπη του και το πρόσφερε στην Νεφέλη.
-Με αυτό θα μπορέσεις να φτάσεις γρήγορα στην Γουανατόπια. Πρόσεχε, όμως μπορείς να μείνεις μόνο τρεις μέρες.
-Δηλαδή, μου λες ότι πρέπει να το φορέσω;
-Ναι.
-Ας είναι.
Με το που το φόρεσε τα πόδια της άρχισαν να τρέχουν με εκατό χιλιόμετρα την ώρα, όπως και τα τσιτάχ. Στα δεκαπέντε λεπτά που έκανε για να φτάσει στην Γουανατόπια πέρασε από πολλές μαγικές και παράξενες πόλεις. Την Ριβερτόπια, το Γλιφιτζουριστάν, την Καστοριά και το Σπυριδωνιστάν όπου βασιλιάς ήταν ο Γιαννακόπουλος. Τέλος, έφτασε στον προορισμό της.
Η πόλη ήταν πολύ ξεχωριστή . Όλα τα σπίτια ήταν ροζ. Μα το πιο φοβερό ήταν ότι όλα είχαν καπέλα για σκεπή. Άλλα καπέλα ήταν χρωματιστά, άλλα παιδικά και άλλα καρναβαλίστικα. «Τώρα εξηγούνται πολλά» σκέφτηκε η Νεφέλη. «Ώρα να βρω το καπέλο». Με μια μηχανική κίνηση τράβηξε το παπιγιόν που την έπνιγε…
Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της ένα τεράστιο μαύρο πέτρινο κάστρο. Η ατρόμητη Νεφέλη έβγαλε το σπαθί της κι άρχισε να ψάχνει για την είσοδο του κάστρου ενώ σκεφτόταν ότι τελικά το παπιγιόν ήταν πιο χρήσιμο από ότι περίμενε. Ίσως η μάγισσα να είχε μαγέψει όλα τα παπιγιόν.
Εκεί που έψαχνε συνάντησε μια κοπέλα που σκαρφάλωνε στον εξωτερικό τοίχο με μοναδικό σκοπό να μπει από το παράθυρο.
-Ε, πριγκίπισσα πού πας από εκεί;
-Είμαι η πριγκίπισσα Νάνσι και πάω να σώσω τον αγαπημένο μου.
-Εμένα με λένε Νεφέλη και ψάχνω ένα καπέλο.
-Ας δώσουμε ραντεβού πίσω από το κάστρο.
-Ελπίζω να μη συναντήσουμε κανένα δράκο.
Τελικά, η Νάνσι μπήκε πρώτη στο κάστρο. Στο δωμάτιο βρήκε τον αγαπημένο της κηπουρό να κοιμάται.
«Ξύπνα, ξύπνα» του φώναξε. Ο κηπουρός, ξεχάσαμε να σας πούμε ότι ονομάζεται Πέπε Σιέλ, πετάχτηκε από το κρεβάτι. Έκανε να σηκωθεί και έπεσε προς τα κάτω . Βρέθηκε λοιπόν στο πάτωμα μπρούμυτα. Παρατήρησε όμως κάτω από το κρεβάτι ένα πελώριο βαρύ κουτί σαν καπελιέρα. Την ώρα που το τραβούσε μια γνώριμη φωνή ακούστηκε.
-Τι κάνεις τόση ώρα. Χτύπησες;
-Τώρα, τώρα περίμενε. Κάτι βρήκα.
Με το που έβγαλε το κουτί αυτό άνοιξε ορθάνοιχτα και ένα μπλε τριγωνικό καπέλο με ροζ πούπουλο αποκαλύφθηκε.
-Πάρε το καπέλο και πάμε να φύγουμε.
-Νάνσι τι το θέλουμε το καπέλο;
-Το χρειάζεται η Νεφέλη. Παρ’ το. Μας περιμένει πίσω από το κάστρο.
Με το που έφτασαν στο σημείο συνάντησης βρήκαν τη Νεφέλη να ψάχνει ακόμη για κάποια κρυφή πόρτα. Τότε η Νάνσι φώναξε με όλη της την δύναμη.
-Νεφέλη, Νεφέλη το βρήκαμε.
Τα λόγια της Νεφέλης ακούστηκαν σαν ουρλιαχτό». Προσέξτε πίσω σας περπατάει έναν δράκος».
Πάνω στο τεράστιο ζώο καθόταν η πανούργα, ύπουλη και κακιασμένη μάγισσα, η οποία προσπάθησε να αρπάξει τη Νάνσι και το καπέλο φυσικά. Όμως η ατρόμητη και ασταμάτητη Νεφέλη έδωσε μια στο δεξί πόδι του δράκου με το σπαθί της και του έσπασε το νύχι. Ο πόνος του δράκου ήταν αβάσταχτος και τον έκανε να κλαίει σαν μωρό. Η Νεφέλη έπιασε το χέρι της Νάνσι και φόρεσε γρήγορα γρήγορα το παπιγιόν.
Πίσω στην Γουανατόπια ο Πέπε Ρουζ, η Νεφέλη, η Νάνσι και ο Πέπε Σιέ συζητούσαν για την απίστευτη περιπέτεια τους…
Παρασκευή Ζ , Αθηνά Π, Γιώργος Π, Θανάσης Λ, Ζωή Π, Γιάννης Σ