Εργασίες δημιουργικής γραφής μαθητών του τμήματος Α2 στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Βάνκας του Τσέχωφ
Του μαθητή Μάνι Άγγελου
18 Δεκεμβρίου 1970…
Επέστρεψα σήμερα στη Μόσχα. Στην πόλη που σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια με πόνο και μοναξιά. Δεν επέστρεψα για εκδίκηση, όχι. Επέστρεψα ως ένας άλλος άνθρωπος. Έγινα τσαγκάρης, όπως ήθελα πάντα, και μάλιστα ένας καλός τσαγκάρης. Ένας επιτυχημένος τσαγκάρης, που έμαθε την τέχνη του μέσα από τη σκληρή δουλειά και την επιμονή.
Περπάτησα στους παλιούς δρόμους, ώσπου βρήκα το τσαγκαράδικο. Ήταν ακόμα εκεί, πιο παλιό και φθαρμένο, Δίστασα πριν μπω. Φόβος, θυμός, θλίψη… όλα μαζί.
Μέσα, ένας γέρος άντρας καθόταν στον πάγκο. Ο Αλιάχιν. Οι ρυτίδες του ήταν βαθιές, τα μάτια του κουρασμένα. Δεν με αναγνώρισε αμέσως.
«Καλημέρα σας», του είπα.
Με κοίταξε με απορία. «Ποιος είσαι;»
«Βάνκας», του απάντησα. «Θυμάστε τον Βάνκα;»
Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Προσπαθούσε να θυμηθεί. Μετά, κάτι σαν φόβος εμφανίστυκε στο πρόσωπό του. Ίσως τύψεις;
«Βάνκα;». «Εσύ είσαι; πώς μεγάλωσες έτσι;»
Δεν είπα πολλά. Δεν ήθελα να του θυμίσω τις κακές στιγμές. Τις αμέτρητες φορές που με χτυπούσε, που με άφηνε νηστικό, που με έβαζε να κάνω τις πιο βαριές δουλειές. Δεν ήθελα να του θυμίσω τη σκληρότητά του. Ήταν φανερό ότι ο χρόνος τον είχε αλλάξει. Ήταν πια ένας γέρος και αδύναμος άνθρωπος.
Τον κοίταξα στα μάτια. Δεν ένιωσα πια θυμό. Μόνο μια βαθιά θλίψη. Θλίψη για το παιδί που ήμουν, για τον πόνο που είχα περάσει, αλλά και για τον άνθρωπο που ήταν μπροστά μου τώρα.
«Είμαι καλά», του είπα. «Έγινα τσαγκάρης.
Δεν είπε τίποτα. Μόνο έσκυψε σιωπηλά το κεφάλι του. Φεύγοντας, δεν του έσφιξα το χέρι. Δεν μπορούσα. Δεν είχα μέσα μου κακία, αλλά δεν είχα και τίποτα άλλο να του δώσω.
Της μαθήτριας Καμπισιούλη Αλεξάνδρας
“Το γράμμα του παππού προς τον Βάνκα”
Αγαπημένε μου εγγονέ,
Πώς είσαι; Τι κάνεις; Ελπίζω, να περνάς καλά και να μην βιώνεις της δυσκολίες που περνάω. Εγώ είμαι πολύ ταλαιπωρημένος, καθώς οι αντοχές μου όλο και λιγοστεύουν. Δεν μπορώ να εργάζομαι άλλο, μεγάλωσα. Σήμερα η μέρα ήταν δύσκολη και ακόμα πιο δύσκολο θα είναι και το βράδυ, που θα πρέπει να κάνω γύρους στο χτήμα χτυπώντας την ροκάνα μου μέχρι αργά και όπως πάντα δεν θα χορτάσω ύπνο.
Εδώ στο χωριό, υπάρχει μοναξιά, οι άνθρωποι δεν μιλάνε πλέον πολύ μεταξύ τους. Όλοι ασχολούνται με τις δουλειές τους και τα χτήματά τους. Εμένα πλέον, η μόνη συντροφιά που έχω είναι οι υπηρέτες και οι δούλες οι οποίοι υπηρετούν κι εκείνοι τα αφεντικά μου τον κύριο και την κυρία Ζιβάρεφ. Στο χωριό, έχουν κάνει αλλαγές, έχουν φυτέψει κυπαρίσσια γύρω από την εκκλησία, τα οποία στολίζουν τον χώρο, καθώς ήταν μια ερημιά με κέντρο μόνο τον όμορφο ναό αν θυμάσαι. Επίσης, έχει φτιάξει ο παππούς του φίλου σου του Πέτρου τσαγκαράδικο και η κυρία Σοφία, άνοιξε μαγαζί με πλεχτά που τα ράβει η ίδια ολομόναχη!
Βάνκα μου, αυτά ήταν τα νέα μου από το χωριό. Περιμένω και τα δικά σου νέα. Εύχομαι να ιδωθούμε σύντομα! Καλά Χριστούγεννα!
Με πολλή αγάπη
ο παππούς σου.
Του μαθητή Μάρα Γρηγόρη
Πολυλατρεμένε μου μου εγγονέ,
πόσο καιρό έχουμε να συναντηθούμε; Σου γράφω αυτό το γράμμα για σου πω τα νέα μου. Λοιπόν, η ζωή του χωριού είναι καλύτερη από της πόλης. Στο χωριό υπάρχει περισσότερη ηρεμία και ησυχία. Είμαι ακόμα στο παλιό σπίτι του αφεντικού μας. Παρόλο τον πολύ καιρό που πέρασε, δεν έχουν γίνει πολλές αλλαγές. Εγώ πάντα ως νυχτοφύλακας προσέχω το σπίτι. Ούτε κάτι άλλο σημαντικό δεν έχει γίνει, ευτυχώς. Το χάραμα, αφού τελειώσει η βάρδια, και γυρίζω στο δωμάτιό μου, πάντα νοσταλγώ όλες εκείνες τις ωραίες στιγμές που περάσαμε μαζί. Πόσο ωραία ήταν τότε! Που κάθε Κυριακή πρωί πηγαίναμε στην εκκλησία. Και στο σπίτι, όταν εγώ μιλούσα στης δούλες, εσύ έπαιζες ατελείωτες ώρες με τον Χέλη και την Καστάνκα. Δυστυχώς δεν έχουν πια την ζωντάνια που είχαν κάποτε. Θυμάσαι; Κάθε Χριστούγεννα που πηγαίναμε μαζί στο μεγάλο δάσος για το έλατο του αφέντη και μία φορά πετάχτηκε ένας λαγός και σου φώναξα «άντε πιάστον»ε; Από τότε που έφυγες, η ζωή μου άδειασε. Το σπίτι ξέμεινε από την ζωντάνια σου. Βάνκα, μου λείπεις. Δεν βλέπω την ώρα να επιστρέψεις πίσω στο σπίτι, στο χωριό, στην παρέα σου, στον παππού σου. Το μόνο που πρέπει να θυμάσαι είναι ότι πάντα υπάρχει ένας παππούλης δίπλα σου.
Ο πολυαγαπημένος σου παππούς,
Κωνσταντής Μακάριτς.
Του μαθητή Μέλλου Σταύρου
Αγαπημένε μου εγγονέ Βάνκα
Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια που σε είδα για τελευταία φορά, και η ψυχή μου λαχτάρα να μάθει νέα σου. Δεν έχω λάβει ούτε ένα γράμμα σου, αναρωτιέμαι πως περνάς και αν είσαι καλά. Εδώ στο χωριό, όλα κυλούν ομαλά. Ο σκύλος γέρασε, κοιτάει τον δρόμο σαν να περιμένει να γυρίσεις. Η γιαγιά σου πάντα προσεύχεται για εσένα. Ο κύριος Αλιάχιν έχει ακόμα την ίδια εργασία. Τα παιδιά του χωριού τρέχουν και παίζουν όπως έκανες και εσύ κάποτε. Όταν σε παρακαλώ λάβεις το γράμμα μου και το διαβάσεις απάντησε μου γράφοντας δύο λόγια για το πως περνάς, πως είναι η ζωή σου τώρα για να ηρεμήσω και εγώ λίγο.
Σε περιμένω πάντα ο παππού σου.
Της μαθήτριας Καμπέρογλου Μεντινέ
Αγαπημένε μου εγγονέ Βάνκα,
Τρία χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που σε είδα, κι η καρδιά μου πονάει που δεν έχω νέα σου. Ελπίζω να είσαι καλά, γερός και δυνατός. Μου λείπει το γέλιο σου, η παρέα σου, κι αυτές οι ξέγνοιαστες στιγμές που περνούσαμε μαζί.
Εδώ στο χωριό όλα κυλούν όπως πάντα. Τα χωράφια πρασίνισαν και οι δουλειές δεν τελειώνουν ποτέ. Οι γείτονες στέλνουν χαιρετισμούς και συχνά ρωτούν για σένα. Θυμάμαι πόσο χαρούμενοι ήταν όλοι όταν ήσουν εδώ.
Το σπίτι μας είναι ακόμα το ίδιο· σε περιμένει να γυρίσεις. Ο σκύλος μας, ο Μαύρος, σε ψάχνει κάθε μέρα· κάποιες φορές κάθεται στην αυλή και κοιτάζει τον δρόμο, λες και σε περιμένει.
Γράψε μου, σε παρακαλώ, ό,τι κάνεις, πώς περνάς, αν σου λείπει το χωριό και τι θα ήθελες να σου στείλω. Μια λέξη σου είναι αρκετή για να ζωντανέψει την ψυχή μου.
Με όλη μου την αγάπη,
Ο παππούς σου
Του μαθητή Μπέτα Σωτήρη
Aγαπημένο μου εγγονάκι Βάνκα,
Εδώ και τρία χρόνια δεν έχω λάβει κανένα νέο σου, και η καρδιά μου βαραίνει από την αγωνία. Σου γράφω αυτό το γράμμα για να μάθω πώς είσαι, πώς τα περνάς και πώς είναι η ζωή σου μακριά από το χωριό μας.
Εδώ στο χωριό, τα πράγματα κυλούν όπως τα ξέρεις. Η ζωή μας είναι απλή, γεμάτη δουλειά και λίγη χαρά όταν μαζευόμαστε όλοι μαζί τα βράδια. Η γιαγιά σου σε σκέφτεται κάθε μέρα και πάντα μιλάει για σένα στις γειτόνισσες. Τα ζώα μας είναι καλά, αν και φέτος οι σοδειές δεν ήταν τόσο πλούσιες όσο περιμέναμε.
Ο κυρ-Μιχάλης, ο σιδεράς, έχει ένα καινούριο άλογο και είναι περήφανος γι’ αυτό. Οι γείτονές μας, η οικογένεια του Αντρέα, μόλις έχτισαν ένα νέο δωμάτιο στο σπίτι τους. Όλοι σε θυμούνται και συχνά ρωτούν για σένα.
Ελπίζω να είσαι καλά, να έχεις φίλους και να μαθαίνεις πράγματα που θα σε βοηθήσουν στη ζωή σου. Πες μου τα νέα σου, αγαπημένο μου παιδί, και αν σου λείπει κάτι ή χρειάζεσαι κάτι, να μου το γράψεις αμέσως.
Να θυμάσαι πάντα πόσο πολύ σ’ αγαπώ. Περιμένω με ανυπομονησία την απάντησή σου.
Με πολλή αγάπη,
Ο παππούς σου
Του μαθητή Λαμπρόπουλου Οδυσσέα
Αγαπημένο μου εγγονάκι,
Τρία χρόνια πέρασαν από τότε που έφυγες για την πόλη, και κάθε μέρα η καρδιά μου βαραίνει από τη σκέψη σου. Μου λείπει η φωνή σου και το χαμόγελό σου, μικρέ μου Βάνκα. Όσο περνάει ο καιρός, ελπίζω πως σε φροντίζουν καλά εκεί που βρίσκεσαι, αλλά να ξέρεις πως αν μπορούσα, θα σε είχα εδώ στο χωριό, κοντά μου.
Το χωριό μας δεν άλλαξε πολύ από τότε που έφυγες. Τα δέντρα στο δάσος είναι όπως τα άφησες, μεγάλα και περήφανα, και τα σκυλάκια τρέχουν γύρω στην αυλή. Ο σκύλος μας, σε ψάχνει ακόμα με το βλέμμα του κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα της καλύβας. Σαν να περιμένει να γυρίσεις…
Οι χωριανοί ρωτούν συχνά για σένα. Η θεία σου μου λέει ότι μεγάλωσες πια και θα είσαι ένας μικρός άντρας τώρα. Ο γείτονας φύτεψε έναν καινούργιο κήπο φέτος και μου είπε να σου στείλω λίγους σπόρους αν βρω κάποιον να τους φέρει. Θυμάμαι πόσο σου άρεσε να σκαλίζεις το χώμα μαζί μου.
Η ζωή εδώ προχωρά αργά, όπως πάντα. Το χιόνι είναι βαρύ φέτος, αλλά ευτυχώς έχουμε σόμπα, και οι καμπάνες της εκκλησίας ακούγονται κάθε Κυριακές. Αν ήσουν εδώ, θα σε έπαιρνα μαζί μου και θα καθόμασταν όλη μέρα μαζί και μετά θα τρώγαμε ψωμί με μέλι.
Παιδί μου, να προσέχεις εκεί στην πόλη. Ξέρω πως δεν είναι εύκολα τα πράγματα, αλλά να θυμάσαι πως έχεις έναν παππού που σε αγαπά όσο τίποτα άλλο. Αν ποτέ νιώσεις μόνος ή κουρασμένος, γράψε μου. Μην ξεχνάς το χωριό μας και το σπίτι σου εδώ.
Με αγάπη,
Ο παππούς σου
Της μαθήτριας Νάσιου Έλενας
Αγαπημένε μου εγγονέ, Βάνκα
Ελπίζω να είσαι καλά. Συγγνώμη που δεν σε κράτησα στο χωριό. Έχουν περάσει τα χρόνια και κάθε στιγμή μετανιώνω που σε άφησα μόνο σου. Έχω μεγαλώσει, δεν είμαι ποια έτσι όπως με θυμάσαι. Έχω φυματίωση και για αυτό θα ήθελα να σου γράψω ένα γράμμα πριν φύγω από αυτόν τον κόσμο.
Στο χωριό δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα, μόνο που … ο Χέλης και η Καστάνκα πέθαναν. Σε λίγο θα πάω να τους βρω. Όταν έφυγαν τα αφεντικά πήραν άλλα δύο σκυλιά, τον Κίμωνα και τον Σπίθα. Ο Κίμωνας είναι μεγάλος και δυνατός, αλλά είναι ανυπάκουος, σαν τον Χέλη. Ο Σπίθας είναι και αυτός δυνατός, αλλά είναι και πολύ έξυπνος και υπάκουος. Ο Η κυρία Όλγα Ιγκνάτιεβνα έκανε δύο πανέμορφα δίδυμα, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι! Της μοιάζουν πάρα πολύ! Μερικές φορές έρχονταν κρυφά το βράδυ και μου ζητούσαν να φυλάξουν και αυτά το σπίτι! Αλλά βέβαια όλα αυτά πριν αρρωστήσω.
Τώρα που είμαι άρρωστος, με προσέχουν τα αφεντικά. Πολύ καλοί άνθρωποι! Ελπίζω και τα δικά σου αφεντικά να είναι έτσι! Έχουν καλέσει τους καλύτερους γιατρούς από όλη την Ρωσία, για να με κάνουν καλά. Οι γιατροί λένε ότι υπάρχουν ελπίδες, όμως εγώ πιστεύω ότι δεν θα τα καταφέρω. Βήχω όλη την ώρα, έχω πυρετό, κουράζομαι πολύ εύκολα, κάθε μέρα χάνω ένα κιλό και δεν μπορώ να φάω τίποτα, κάθε φορά που τρώω κάνω εμετό και δεν πεινάω καθόλου! Βάνκα μου αυτό που ζω είναι ένα μαρτύριο! Δεν αντέχω άλλο! Καλύτερα να πεθάνω, όμως πριν πεθάνω θα ήθελα να σε δω, έστω για μία τελευταία φορά!
Βάνκα τέλος θέλω να σου πω κάτι που πάντα ήθελα. Από τότε που γεννήθηκες ήξερα ότι είσαι ξεχωριστός. Σπάσε το κώδικα και μην ζήσεις σκλάβος μια ζωή. Εσύ είσαι ο άρχοντας του κόσμου, εσύ μπορείς να σώσεις τον κόσμο από αυτήν την αδικία! Μην καταστρέψεις την ζωή σου!
Τέλος Βάνκα θέλω να ξέρεις ότι σε αγαπάω πάρα πολύ και θα έδινα τα πάντα για να είμαι κοντά σου! Η μοίρα αποφάσισε όμως αποφάσισε ότι πρέπει να ζούμε χωριστά. Θα ήθελα να είσαι δίπλα μου αυτήν την δύσκολη ζωή, έτσι όπως θα ήθελες και εσύ να είμαι όταν ήσουν μικρός. Σε παρακαλώ γράψε γρήγορα ένα μήπως και καταφέρω να το διαβάσω πριν φύγω. Ελπίζω να είσαι πάντα καλά! Συγγνώμη!
Με αγάπη ο παππούς σου,
Κωνσταντή Μακάριτς
Της μαθήτριας Κατσαφάρου Ιουλίας
Της μαθήτριας Μαλάι Σιμέλα
Αγαπητέ μου εγγονέ, Βάνκα
Έχω να ακούσω νέα σου τρία χρόνια, τι κάνεις; Ελπίζω να είσαι καλά και υγιείς. Εγώ εδώ στο χωριό περνάω καλά, αν και οι περισσότεροι κάτοικοι έχουν φύγει έχουν πάει στην πόλη και ζουν εκεί μόνιμα. Δουλεύω μέρα νύχτα, όταν έχω λίγο χρόνο πάω στην γνωστή παλιά καφετέρια ελπίζω να την θυμάσαι, που σε πήγαινα κάθε μέρα όταν ήσουν μικρός και περνάγαμε αξέχαστες στιγμές . Αλλά ο καλύτερος παιδικός μου φίλος, ο Γιάννης που σου έπαιρνε συνέχεια σοκολάτες, έφυγε και αυτός στην πόλη. Έχω απομείνει μοναχός μου. Δεν λέω καλά περνάω αλλά μου λύπης Βάνκα, μου λείπεις πολύ!! Ελπίζω να μάθω νέα σου σύντομα, να μου πεις πώς περνάς.
Με πολλή αγάπη
Ο παππούς σου
Της μαθήτριας Μακρή Σταματίας
Αγαπημένε μου εγγονέ,
Ελπίζω να είσαι καλά και να περνάς όμορφα! Έχω καιρό να ακούσω νέα σου και μού λείπεις πολύ. Θα ήθελα να ξέρω πως περνάς, πως είσαι και τα ενδιαφέροντά σου. Πάντα μου αρέσει να ακούω τις περιπέτειες σου.
Εδώ στο χωριό αγόρι μου, η ζωή είναι δύσκολη. Υπάρχει ακόμα φτώχεια και μοναξιά. Εγώ ακόμα δουλεύω ως νυχτοφύλακας στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Είμαι πολύ κουρασμένος τελευταία και η δουλειά έχει γίνει πιο απαιτητική. Τα αφεντικά μου είναι πλέον πιο αυστηρά και μην ξεχνάς πως έχω μεγαλώσει πια και δεν έχω τις ίδιες αντοχές. Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να σου προσφέρω κάτι καλύτερο και να βρω λύση στα προβλήματα μας. Όμως δεν σε έχω ξεχάσει και προσεύχομαι ακόμα για σένα. Αν χρειάζεσαι κάτι σε παρακαλώ να μου το πεις.
Περιμένω νέα σου.
Σε αγαπώ,
ο παππούς Κωνσταντής
Της μαθήτριας Λιόλου Δήμητρας
Της μαθήτριας Καλμπένη Χριστίνας
Αγαπημένε μου Βάνκα,
Έχω τρία χρόνια να σε δω και μου έχεις λείψει αφόρητα. Το μόνο που ξέρω για εσένα πια είναι ότι δουλεύεις στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Όλο αυτόν τον καιρό κάθε μέρα ξυπνώ με την ελπίδα να σε δω ή έστω να λάβω ένα γράμμα σου .
Εδώ στο χωριό δεν έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα όσο λείπεις. Οι μέρες κυλούν ήσυχα. Η Κάστανκα και ο Χέλης έχουν μεγαλώσει πια και δεν έχουν την όρεξη για αταξίες που είχαν παλιότερα. Όπου βρουν τζάκι και σόμπα ξαπλώνουν μπροστά για να ζεσταθούν .Εδώ που τα λέμε και εγώ έχω αρχίσει να δυσκολεύομαι ,με το τσουχτερό κρύο του χειμώνα και προτιμώ να κάθομαι στην κουζίνα και να λέω αστεία στις μαγείρισσες ,που μου δίνουν και μεζεδάκια από αυτά που μαγειρεύουν.
Το μεγάλο νέο είναι ότι η κυρία Όλγα παντρεύτηκε και έκανε πριν λίγους μήνες έκανε μια κορούλα .Το μωρό έχει γαλάζια μάτια και μοιάζει πάρα πολύ στη μαμά του. Όλο το σπίτι γέμισε με χαρά με τον ερχομό αυτού του παιδιού.
Εγγονέ μου, δε φαντάζεσαι πόσο θέλω να σε δω. Όλη μέρα μιλάω για εσένα στις μαγείρισσες και παρακαλώ τον αφέντη να σε φέρει εδώ ξανά.
Γράψε μου όσο πιο σύντομα μπορείς τα νέα σου.
Με πολλή αγάπη ,
ο παππούς σου , Κωνσταντής Μακάριτς
Της μαθήτριας Μετσάι Εντιόλα
Σελίδα ημερολογίου του Βάνκα σε ώριμη ηλικία πια…
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σήμερα ήταν μια πολύ ιδιαίτερη μέρα. Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς και προσπάθειας , αποφάσισα να επιστρέψω στο τσαγκαράδικο , τον τόπο που με διαμόρφωσε και με έκανε αυτό που είμαι σήμερα. Όταν μπήκα μέσα, οι αναμνήσεις με κατέκλυσαν. Η μυρωδιά του δέρματος και των εργαλείων με γύρισε πίσω στα παιδικά μου χρόνια.
Στη γωνία καθόταν ο Αλιάχιν, γέρος πια αλλά με την ίδια λάμψη στα μάτια. Όταν με είδε, το πρόσωπό του φωτίστηκε. ΄΄Βάνκα, εσύ; Πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια!΄΄ είπε με μια ζεστή φωνή. Η καρδιά μου γέμισε συγκίνηση. Θυμήθηκα πόσα μου είχε διδάξει, πόσες φορές μου είχε δείξει πως να χειρίζομαι τα εργαλεία και να αντιμετωπίζω τις προκλήσεις του επαγγέλματος .
Η συζήτηση μας ήταν γεμάτη αναμνήσεις και γέλια. Μοιραστήκαμε ιστορίες από παλιά, αλλά και τις προόδους που είχαμε κάνει. Συνειδητοποίησα πόσο σημαντικός ήταν ο Αλιάχιν για εμένα και πόσο τον χρειαζόμουν όλα αυτά τα χρόνια. Αυτή η συνάντηση με γέμισε ενέργεια και αποφασιστικότητα να συνεχίσω την πορεία μου, και να μην ξεχνάω ποτέ από που προέρχομαι.
Του μαθητή Λούκου Χριστόφορου
24 Δεκεμβρίου, Παραμονή Χριστουγέννων
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Ξέρω πως έχω πολύ καιρό να σου γράψω τα νέα μου όμως εχτές έγινε κάτι συγκλονιστικό που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σου. Καμιά φορά νομίζεις πως η τύχη και η μοίρα παίζει περίεργα παιχνίδια. Έτσι έγινε και σε εμένα. Πριν πολλά χρόνια, μια νύχτα σαν κι αυτή, είχα γράψει ένα γράμμα για τον παππού μου εξηγώντας του την τραγική ζωή μου και ζητώντας του βοήθεια. Παραμονή Χριστουγέννων πάλι έγινε κάτι περίεργο. Συνάντησα τυχαία το παλιό μου αφεντικό, τον Αλλιάχιν.
Πήγαινα εχθές το πρωί σε ένα ραντεβού για την δουλειά μου και βρέθηκα στον δρόμο που ήταν το τσαγκαράδικο. Από περιέργεια πήγα να δω, αν υπάρχει ακόμα το τσαγκαράδικο. Πράγματι, το μαγαζί υπήρχε και μέσα βρισκόταν ο Αλλιάχιν. Ήταν πολύ ηλικιωμένος, σχεδόν ανήμπορος. Τον λυπήθηκα, γιατί δεν μπορούσε ούτε να περπατήσει. Με κοίταξε με απορία και το εξήγησα ποιος ήμουν.
Μόλις κατάλαβε και με αναγνώρισε, άρχισα να του μιλάω για όλα όσα είχα περάσει. Τον ρώτησα για την κακή συμπεριφορά του, πώς δεν λυπόταν ένα μικρό παιδάκι, πώς μπορούσε να με βασανίζει με αυτόν τον τρόπο, να με βλέπει να υποφέρω χωρίς να καταλαβαίνει τα αισθήματα μου. Ήμουν μικρός και απροστάτευτος και με εκμεταλλευόταν, με κακομεταχειριζόταν, αφήνοντας με νηστικό, παγωμένο και άυπνο. Όσο τα έλεγα αυτά, τον κοιτούσα στα μάτια κρατώντας την ψυχραιμία μου. Μετά όμως ξέσπασα σε κλάματα.
Εκείνος όλη αυτήν την ώρα με κοιτούσε σιωπηλός. Μετά σηκώθηκε και με αργά βήματα με πλησίασε και μου χάιδεψε το κεφάλι. Έπειτα μου είπε «συγγνώμη για όλα!» Και συνέχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Τον κοίταξα και χωρίς να πω τίποτα άλλο, έφυγα.
Νομίζω πως τώρα είμαι πιο ήρεμος και νιώθω πως έφυγε όλος αυτός ο θυμός που είχα. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως, τώρα που είμαι τσαγκάρης δε θα φερθώ ποτέ σε κανέναν βοηθό μου με αυτόν τον τρόπο!!!
Του μαθητή Ντούλη Μάριου
Ο Βάνκας Επιστρέφει
Η καμπάνα του ρολογιού χτυπούσε αργά, σηματοδοτώντας το πέρας μιας ακόμα μέρας. Στάθηκα μπροστά από το γνωστό τσαγκαράδικο, τα χέρια μου ιδρωμένα μέσα στα δερμάτινα γάντια. Ήταν πολλά χρόνια που είχα φύγει από αυτό το μέρος, πολλά χρόνια από τότε που ήμουν ένα μικρό αγόρι, αναζητώντας μια φωνή ακοής σε έναν κόσμο σκληρό και αδιάφορο.
Η πόρτα άνοιξε με έναν κρότο και εμφανίστηκε μπροστά μου μια φιγούρα γνώριμη και ταυτόχρονα τόσο διαφορετική. Ήταν ο Αλιάχιν, ο τσαγκάρης, πλέον γέρος και καμπουριασμένος. Τα μάτια του, που κάποτε με κοίταζαν με περιφρόνηση, τώρα έδειχναν μια αμυδρή αναγνώριση.
«Εσύ είσαι…;» ψέλλισε, η φωνή του σπασμένη από τον χρόνο.
«Είμαι εγώ, ο Βάνκας,» απάντησα, προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή. «Έχω γυρίσει.»
Ο Αλιάχιν με κοίταξε για μια στιγμή, σαν να προσπαθούσε να συνδυάσει το μικρό αγόρι που κάποτε τον υπηρετούσε με τον άντρα που στέκονταν μπροστά του. Ύστερα, με ένα βήμα αργό, με προσκάλεσε μέσα στο μαγαζί.
«Πέρασαν χρόνια,» μου είπε, καθισμένος πίσω από το παλιό πάγκο. «Πολλά χρόνια.»
Καθίσαμε απέναντι και αρχίσαμε να μιλάμε. Μου διηγήθηκε για τη ζωή του όλα αυτά τα χρόνια, για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και για τις λίγες στιγμές χαράς. Εγώ, από την πλευρά μου, του μίλησα για το ταξίδι μου, για τις σπουδές μου, για το δικό μου τσαγκαράδικο που τώρα διέθετα και μαθητές.
Καθώς μιλούσαμε, ένιωθα ένα περίεργο μείγμα συναισθημάτων. Θυμός για όλα όσα είχα υποστεί, αλλά και συγχώρεση για έναν άνθρωπο που είχε σημαδέψει τόσο βαθιά τη ζωή μου. Ήταν σαν να έκλεινε ένας κύκλος, ένας κύκλος που ξεκίνησε με πόνο και τώρα τελείωνε με κατανόηση και αποδοχή.
«Ξέρεις,» μου είπε ο Αλιάχιν, κοιτώντας με στα μάτια, «ήσουν πάντα καλός μαθητής. Έχεις καταφέρει πολλά.»
«Σας ευχαριστώ,» απάντησα. «Χάρη σε εσάς έγινα αυτό που είμαι σήμερα.»
Τα λόγια μου τον εξέπληξαν. Δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση. Κάθισε σιωπηλός για λίγο, σαν να επεξεργαζόταν όσα άκουγε.
«Μπορεί να ήμουν σκληρός μαζί σου,» είπε τελικά, «αλλά ήθελα το καλύτερο για σένα. Ήθελα να γίνεις ένας καλός τσαγκάρης.»
Κατάλαβα τι εννοούσε. Ίσως, με τον δικό του τρόπο, προσπαθούσε να με προετοιμάσει για μια ζωή δύσκολη. Ίσως, βαθιά μέσα του, ένιωθε μια κάποια υπερηφάνεια για μένα.
Αυτή η συνάντηση με τον Αλιάχιν με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο σημαντικό είναι να συγχωρούμε και να προχωράμε. Όλοι κάνουμε λάθη, όλοι πληγώνουμε τους άλλους. Αλλά είναι στο χέρι μας να επιλέξουμε αν θα μείνουμε εγκλωβισμένοι στο παρελθόν ή αν θα κοιτάξουμε μπροστά, προς ένα μέλλον γεμάτο ελπίδα και νέες αρχές.
Του μαθητή Ναυρόζογλου Ανέστη
Παιδική Εργασία
Ο όρος παιδική εργασία αναφέρεται στην εκμετάλλευση των παιδιών μέσω οποιασδήποτε μορφής εργασίας που τους αφαιρεί το δικαίωμα από την εκπαίδευση και είναι ψυχικά, σωματικά, κοινωνικά ή ηθικά επιζήμια Η εκμετάλλευση αυτή απαγορεύεται από τη νομοθεσία σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η παιδική εργασία είναι η δουλεία της εποχής μας. Είναι η μάστιγα της καταναγκαστικής εργασίας που πλήττει εκατομμύρια παιδιά ενός κατώτερου θεού σε ολόκληρο τον κόσμο. Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας 170.000.000 παιδιά ηλικίας 5 ως 17 ετών σε ολόκληρο τον κόσμο «είναι παγιδευμένα» στην παιδική εργασία, αριθμός που, παρά τις προσπάθειες, μειώνεται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς.
Υπολογίζεται ότι ένα στα έξι παιδιά του πλανήτη εργάζεται κάτω από αντίξοες συνθήκες σε κάποιο περιβάλλον που βλάπτει την ψυχική και τη σωματική του υγεία, ενώ χιλιάδες από αυτά σκοτώνονται σε εργατικά ατυχήματα. Τα παιδιά αυτά εγκαταλείπουν το σχολείο (αν έχουν πάει ποτέ) και εντάσσονται στην αγορά εργασίας, ενώ αντιμετωπίζουν μειονεκτήματα στην υπόλοιπη ζωή τους, εξαιτίας της έλλειψης παιδείας και βασικών δεξιοτήτων. Παγκοσμίως, τουλάχιστον, 2.000.000 παιδιά απασχολούνται σε μικρής κλίμακας ορυχεία, ενώ άλλα 30.000.000 στην πλειοψηφία τους κορίτσια εργάζονται ως υπηρέτριες ατέλειωτες ώρες με ελάχιστα χρήματα και υφίστανται κάθε είδους κακοποίηση.
