Οι παρακάτω εργασίες πραγματοποιήθηκαν από μαθητές του Β4 στο πλαίσιο του μαθήματος των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και συγκεκριμένα στο Κείμενο «Μάνα» της Περλ Μπακ. Η συγγραφέας περιγράφει την καθημερινότητα μιας Κινέζας μάνας στις αρχές του 20ου αιώνα. Έναν αιώνα μετά οι μαθητές απαντούν με δικά τους κείμενα, περιγράφοντας την καθημερινότητα της Ελληνίδας μάνας.
Πρώτη εκδοχή
Το ξημέρωμα, όπως κάθε μέρα η μητέρα ξυπνά πριν από όλους. Ανοίγει το κινητό της για να δει τα μηνύματα που της στάθηκαν καθώς ετοιμάζει τον καφέ της. Ξεκινάει να τακτοποιεί την κουζίνα, ενώ κάνει λίστα με ψώνια: γάλα, τυρί αλλά και την αλοιφή για τα μάτια της κόρης της.
Τα παιδιά ξυπνούν νωχελικά. Ο γιος εμφανίζεται με το τάμπλετ στο χέρι η κόρη γκρινιάζει πως νυστάζει ακόμα. Η μητέρα τούς φτιάχνει πρωινό, υπενθυμίζοντάς τους να ντυθούν και να είναι έτοιμοι για το σχολείο.
Η μέρα μόλις ξεκινούσε, αλλά η μητέρα ήδη σκεφτόταν τη δουλειά, τα ψώνια, τα παιδιά αλλά και το μαγείρεμα. Ωστόσο αν και είναι κουρασμένη, πάντα παραμένει χαμογελαστή. Έτσι κινούσε το πρωί κάθε μέρα, γεμάτη φροντίδα για όλους, μα η ίδια πάντα σκέφτεται: “Κάποια στιγμή πρέπει να βρω λίγο χρόνο για μένα”.
Δέσποινα Σκάρου
Ενώ το σκεφτόταν αυτό, ο άντρας, βγήκε από το δωμάτιό του ενώ ντυνόταν. Χασμουρήθηκε και ύστερα έξυσε το κεφάλι του. Εκείνη άρχισε να του λέει φωναχτά τη σκέψη της:
«Να σου πω, θα μπορούσες να πας μετά στο φαρμακείο για να πάρεις καμιά αλοιφή για πονεμένα μάτια της καημένης σου κόρης;» Εκείνος απάντησε θυμωμένα: «Άσε με μωρέ γυναίκα πρωί πρωί ακόμα καλά-καλά δεν ήπια τον καφέ μου… Λες και θα πεθάνει χωρίς αυτό το πράγμα. Όταν ήμουν στην ηλικία της, είχα ακριβώς τα ίδια πονεμένα μάτια και ο πατέρας μου δεν πλήρωσε δεκάρα για κανένα φάρμακο».
Η μητέρα χωρίς να μιλήσει από τη στενοχώρια της, πηγαίνει να του βάλει το νερό του, φαινόταν όμως κάπως θυμωμένη και του λέει: «Βάλε μόνος φαγητό, τι με έχετε εδώ μέσα; Για καμιά δούλα με περνάτε!;»
Η αλήθεια είναι όμως πως τα παιδιά που είχαν πονεμένα μάτια, στο μέλλον γίνονταν καλά, όπως και ο άντρας που είχε σημάδια στα μάτια του, τα οποία δεν λες πως δεν φαίνονταν. Ξαφνικά, στην όλη αυτή ιστορία, μπαίνει στη μέση και η γιαγιά, όπου είχε ακούσει τον όλο αυτό τσακωμό και άρχισε να παραπονιέται: «Μα γιατί τόσος τσακωμός; Όλο τα ίδια και τα ίδια. Προσπαθήστε λίγο να βρεθείτε λίγο πιο κοντά γιατί δεν σας βλέπω καλά». Μετά από την ομιλία τής γιαγιάς, η μάνα τής φέρνει ένα ποτήρι με ζεστό νερό όπως κάθε μέρα για να το πιει. Η υπόλοιπη μέρα προχώρησε όπως συνήθως και με πολλή δουλειά.
Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος
Όλες οι μέρες ήταν διαφορετικές για την μαμά. Αν κάποιος την ρωτούσε τι αγαπά, θα απαντούσε «Αγαπώ το γυμναστήριο, είναι ένα μέρος, που με βοηθάει να ξεσκάω και να ηρεμώ μετά από κάθε εξαντλητική μέρα. Εκεί βρίσκομαι με τις φίλες μου και συζητάμε διάφορα καθημερινά θέματα για την δουλειά, για τα παιδιά μας, ακόμα και για τους συντρόφους μας. Αυτές τις συζητήσεις τις λατρεύω!»
Η μητέρα αξιοποιεί τον λιγοστό αυτό χρόνο της είτε πηγαίνοντας στο γυμναστήριο είτε διαβάζοντας κάποιο βιβλίο, εκτός εάν είναι τόσο εξαντλημένη, με αποτέλεσμα να κάθεται σπίτι και να επικοινωνεί μέσω κινητού με τις φίλες της. Δεν συνηθίζει να βγαίνει έξω, εκτός από το να πηγαίνει στην απαιτητική αυτή δουλειά της, ως λογίστρια, ή για να κάνει τα ψώνια τής εβδομάδας. Τίποτα το σπουδαίο. Παρ’ όλα αυτά χαιρόταν κάθε στιγμή και δεν πέρναγε την ζωή μίζερα και βαρετά.
Σοφία Φάκλαρη
Αυτή τη μέρα αφού φάγανε όλη η οικογένεια μαζί, ο άντρας πήρε τον δρόμο προς το γραφείο του, που βρισκόταν στην πόλη. Η γιαγιά άρχισε να μαζεύει το τραπέζι και η μαμά να πλένει τα πιάτα. Τα παιδιά τρέξανε στο δωμάτιο για να ντυθούν και να τους πάει η μάνα στο σχολείο. Αφού η μαμά άφησε τα παιδιά στο σχολείο πήγε και αυτή στην δουλειά της. Στο σπίτι έμεινε μόνη της η γιαγιά για να φτιάξει το μεσημεριανό αλλά και για να προσέχει το σπίτι. Στο χωριό έλεγαν συνέχεια στη μαμά τι τυχερή που είναι και έχει έναν άνθρωπο στο σπίτι να την βοηθάει. Η μάνα συμφωνούσε εν μέρει αλλά δεν ήταν και λίγες οι φορές που νευρίαζε μαζί της και ξεσπούσε στα παιδιά επειδή δεν ήθελε να την πληγώσει.
Ναι, η μάνα ποτέ δεν μπορούσε να ξεσπάσει στην γιαγιά. Πολλές φορές κιόλας κατσάδιαζε οποιαδήποτε φίλη της της έλεγε πως νευριάζει με ηλικιωμένους ανθρώπους όπως τη γιαγιά. Στο χωριό οι συγχωριανοί εκτιμούσαν πολύ την γιαγιά. Για να καταλάβετε, όταν στο χωριό είχε «φυτρώσει» μια νέα αρρώστια, τη γιαγιά δεν την πιάνανε στο στόμα τους μην τυχόν και την ματιάσουν, όπως έλεγαν και εκείνοι. Η γιαγιά δεν έβγαινε πολύ από το σπίτι για να μην κολλήσει καμιά αρρώστια για αυτό και κάθε φορά που την έβλεπε κάποιος γνωστός της την χαιρετούσε με τόσο αγάπη σαν να είχε να την δει χρόνια.
Η μάνα αγαπούσε πολύ την γιαγιά, την ένιωθε σαν την μάνα της. Κάθε φορά που νευρίαζε έκανε τα πάντα για να μην το καταλάβει και στεναχωρηθεί. Πόσο μεγάλη απουσία άραγε θα είναι η απουσία της από το σπίτι. Αλλά όπως λέει και η μάνα η ζωή συνεχίζεται.
Κωνσταντίνος Φασόλης
Δεύτερη εκδοχή
Η μέρα ξημέρωσε και η μάνα ξύπνησε νωρίς, πριν το πρώτο φως τής αυγής να φωτίσει το δωμάτιο της. Οι άλλοι έβλεπαν το εκατοστό όνειρο και εκείνη άνοιξε το παράθυρο για να μπει φρέσκος αέρας. Έπειτα κατευθύνθηκε στην κουζίνα όπου άναψε το ηλεκτρικό βραστήρα για να ετοιμάσει καφέ και να φτιάξει πρωινό για τον άντρα της και τα παιδιά τους.
Τα μικρότερα παιδιά τους, ξύπνησαν με χασμουρητά και κοιτάζοντας τη μάνα τους με μισόκλειστα μάτια, τους χαμογέλασε και τους καλημέρισε. Με τον καφέ να αχνίζει και τις φρυγανιές να φρυγανίζονται, η μάνα σκέφτηκε ότι σήμερα ήταν η μέρα που έπρεπε να πάει την κόρη της στο οφθαλμίατρο, καθώς η μικρή είχε παραπονεθεί για την όραση της.
«Πρέπει να θυμηθώ να πάρω την αλοιφή για τα μάτια της μικρής», συλλογίστηκε, «εάν δεν ξεχάσω, θα περάσουμε από το φαρμακείο μετά το ραντεβού». Στη συνέχεια, έφτιαξε το φαγητό για τα παιδιά και κίνησε για το μπάνιο, ελπίζοντας να μην καθυστερήσει, όχι μόνο για την δουλειά και για το σχολείο, αλλά ξέροντας ότι ο άντρας της δεν λάτρευε τις καθυστερήσεις και η μέρα τους είχε ήδη αρχίσει να τρέχει.
Μέχρι να ετοιμαστούν όλοι, η μάνα γνώριζε ότι μέσα στην ημέρα είχε να κάνει ήδη ένα σωρό πράγματα και γι” αυτό, για να ξεχάσει λίγο τις δουλειές της, σκεφτόταν τα ραντεβού και τις ανάγκες των παιδιών. Κάθε μέρα ήταν μια νέα πρόκληση και μια ευκαιρία να αγαπήσει και να φροντίσει την οικογένειά της. Στο βάθος της σκέψης της ήξερε ότι αυτές οι ρουτίνες ήταν που έδιναν νόημα στην ζωή της.
Σωτηρία Στάμου
Ενώ σκεφτόταν αυτό, ο άντρας εμφανίστηκε στην πόρτα , φορώντας τα ρούχα της δουλειάς. Ψέκασε το σώμα του με κολώνια κι εκείνη είπε δυνατά τη σκέψη της : «Μόλις πληρωθείς, στο τέλος τού μήνα, να κλείσουμε ένα ραντεβού στον οφθαλμίατρο για τα μάτια του κοριτσιού . Πέρνα, όταν σχολάσεις από τη δουλειά, να της πάρεις κανένα κολλύριο ή έστω σταγόνες για τα μάτια».
Ο άντρας ήταν ακόμα βαρύς από τον ύπνο κι απάντησε θυμωμένα: «Νομίζεις ότι μου περισσεύουν καθόλου χρήματα με όλα αυτά που μου ζητάτε εδώ μέσα;….Εεεε…Να πεταχτείς εσύ, έχω πολλή δουλειά σήμερα. Θα αργήσω να έρθω».
Η γυναίκα κατάλαβε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να μιλήσει κι απλά κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας… Ο άντρας της θεωρούσε εύκολο το να πηγαίνει για ψώνια χωρίς καθόλου χρήματα κι έχοντας μαζί της δύο μικρά παιδιά, που ζητάνε σχεδόν ό,τι δουν…Δεν ήταν, όμως, καθόλου εύκολο για εκείνη….
Η γυναίκα πήγε κοντά στο κορίτσι και της έριξε δάκρυα στα μάτια. «Κάνε υπομονή, κοριτσάκι μου, μέχρι να πάμε στον γιατρό… Να θα πάμε αργότερα όλοι μαζί στο φαρμακείο να σου αγοράσω και κάποιο κολλύριο…Έχω κρατημένα λίγα χρήματα για ώρα ανάγκης».
Τότε ακούστηκε η πεθερά της, που της ζητούσε νερό. «Αααχ την ξέχασα αυτήν. Ας της το πάω, γιατί δεν αντέχω καθόλου την γκρίνια της… Πού να το φανταζόμουν ότι εκτός από τον μίζερο, τσιγκούνη άντρα μου θα ζούσα στο ίδιο σπίτι και με την ιδιότροπη πεθερά μου;», σκέφτηκε, αλλά για μια ακόμη φορά δε μίλησε.
Η μητέρα σέρβιρε την πεθερά, ετοίμασε πρωινό για όλους κι έλεγε στα παιδιά να κάνουν γρήγορα, για να μην αργήσουν στο σχολείο. Τα δύο μικρότερα έφυγαν και πήγαν να παίξουν γρήγορα με τα παιχνίδια τους και η ίδια ξεκίνησε την προετοιμασία του φαγητού, χαμένη στις σκέψεις της… «Δεν είναι τσιγκούνης κι αυτός ο κακομοίρης και σίγουρα μας αγαπάει… Είναι πολλοί οι λογαριασμοί και οι υποχρεώσεις… Θα κάνουμε όλοι υπομονή μέχρι να φτιάξουν τα πράγματα… Τουλάχιστον να έχουμε όλοι την υγειά μας…..»
Θανάσης Στραϊτούρης

Συνήθως η καθημερινότητα της μάνας είναι η ίδια κάθε μέρα.
Είναι πολυάσχολη, εργάζεται και ταυτόχρονα έχει να φροντίσει το σπίτι, να κάνει τις δουλειές του σπιτιού, να φροντίσει τα παιδιά της, τον άντρα της και άλλα μικροπράγματα και όλα αυτά μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο.
Κάθε πρωί ετοιμάζει το πρωϊνό , βοηθά να ετοιμαστούν τα παιδιά της για το σχολείο αλλά ετοιμάζεται κι εκείνη για να πάει στην εργασία της. Όταν επιστρέφει , ετοιμάζει φαγητό και αμέσως μετά ασχολείται με όλες τις δουλειές του σπιτιού, ώστε να είναι όλα στην εντέλεια. Βοηθάει σχεδόν πάντα στην μελέτη των παιδιών της, όπου εκείνα την χρειάζονται. Ταυτόχρονα κάνει και κάποιες αναγκαίες εξωτερικές δουλειές, όπως να πάει στο supermarket και να ψωνίσει απαραίτητα πράγματα για το σπίτι. Επίσης αναλαμβάνει να πηγαίνει τα παιδιά σε όλες τις δραστηριότητές τους και στα φροντιστήριά τους.
Πάντα όμως ξεκλέβει λίγο χρόνο μέσα στην ημέρα της, ώστε να ασχοληθεί με κάποια αγαπημένη της δραστηριότητα ή να ασχοληθεί με τη δική της προσωπική φροντίδα ή να συναντήσει τις φίλες της. Όσο κουρασμένη κι αν είναι , όταν συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια το βράδυ, περνούν μαζί ευχάριστες στιγμές. Όσο απλή κι αν φαίνεται η καθημερινή της ζωή, δεν είναι. Γενικότερα , η καθημερινότητα κάθε μητέρας θυμίζει οξύμωρο σχήμα, φαντάζει εύκολη αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ απαιτητική και σύνθετη.
Η Μάνα είναι μοναδική!
Αναστάσης Τσολάκης
Αυτή την μέρα, αφού έφαγε ο άντρας, πήρε την βαλίτσα του και οδήγησε το αυτοκίνητό του στην δουλειά του. Η γριά πάει στο μπαλκόνι και κάθεται. Η μάνα προστάζει τα παιδιά να μην ανοίξουν σε κανέναν, παίρνει τον φάκελο της και οδηγάει και αυτή με το αυτοκίνητο στην δουλειά. Η γριά φώναζε σε οποίον πέρναγε τον δρόμο με το αυτοκίνητο ή με τα πόδια. Ήταν ενοχλητική. Οι ηλικιωμένοι δεν είναι σαν τα παιδιά γιατί δεν μπορείς να τους βάλεις τιμωρία όπως τα παιδιά. Η γυναίκα τού ξαδέρφου της είπε κάποτε: «Δεν πας τη γριά σε κανένα γεροκομείο να ησυχάσεις και εσύ;» η μάνα απάντησε: «Ναι αλλά είναι χρήσιμη ακόμα, για να μαγειρεύει και να προσέχει το σπίτι και τα παιδιά». Η μάνα νοιάζεται για την γριά αλλά δεν το δείχνει.
Είχε ακούσει πολλές γυναίκες που πήγαν τις πεθερές τους σε γηροκομεία γιατί δεν τις ήθελαν. Όμως αυτή η νεαρή μάνα νοιάζεται ακόμα για την πεθερά της. Όταν μπορεί η μάνα της φέρνει κανένα γλυκό να φάει. Όχι πολλά γιατί θα ανέβει το ζάχαρο. Οι συγγενείς έλεγαν: «Ζεις ακόμα ρε σκληρόπετση;». Η γριά συχνά απαντούσε: «Ναι, ζω και βασιλεύω, νοιάστηκες για εμένα;». Η γριά ήταν χαρούμενη που ζούσε ακόμα. Νοιάζεται για την μάνα η γριά πολύ. Της λέει: «πήγαινε στην δουλειά σου καλή μου κόρη και εγώ θα προσέχω τα παιδιά και το σπίτι σου». Η γριά θα λείψει στην μάνα όταν πεθάνει. Κανένας δεν μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό. Η ζωή είναι μικρή. Κι έτσι η μάνα συνέχισε να δουλεύει.
Νίκος Στρατούρης
Τρίτη εκδοχή
Έχει καμία διαφορά η μία μέρα απ’την άλλη κάτω απ’τον ουρανό για μια μάνα; Το πρωί, η μητέρα ξύπνησε πριν ακόμα χαράξει η αυγή και αφού πλύθηκε, έφαγε πρωϊνό και φρόντισε τα κατοικίδια. Έβγαλε τον σκύλο έξω στον κήπο και του έδωσε φαγητό, ενώ άλλαξε την άμμο της γάτας. Ύστερα, ετοίμασε πρωϊνό για την οικογένειά της, και έβγαλε την αλοιφή για τα μάτια της κόρης της. Το κορίτσι είχε ένα πρόβλημα με τα μάτια της και κάθε πρωί όταν ξυπνούσε ήταν σφικτά κλεισμένα, και δεν μπορούσε να δει ώσπου να τα πλύνει. Στην αρχή το παιδί φοβόταν, όπως και η μάνα, αλλά η γιαγιά τους είπε: «Έτσι ήμουν και εγώ μικρή, μα δεν πέθανα! Πόσο μάλλον η κόρη σου που της βάζεις και αλοιφή. Εγώ χωρίς τίποτα, μια χαρά επιβίωσα».
Μετά από λίγη ώρα, η μάνα πήγε στα δωμάτια των παιδιών, για να τα ξυπνήσει έτσι ώστε να πάνε σχολείο. Τα παιδιά, μόλις σηκώθηκαν με δυσκολία απ’ τα κρεβάτια τους, πήγαν στο δωμάτιο όπου κοιμόταν ο πατέρας, τον ξύπνησαν και του είπαν καλημέρα. Όταν έκατσαν στο τραπέζι για να φάνε, άρχισαν να τσακώνονται, διότι το αγόρι πίστευε πως έχει λιγότερο γάλα απ” την αδερφή του, και το κορίτσι πως οι φρυγανιές του αγοριού έχουν περισσότερη μαρμελάδα. Οι φωνές τους ξύπνησαν τον πατέρα, ο οποίος με ήρεμο τρόπο σηκώθηκε και τους παρακάλεσε να κάνουν ησυχία, γιατί το βράδυ δούλευε και ήταν πολύ κουρασμένος. Αυτό συμβαίνει σε καθημερινή βάση και πλέον η μάνα το είχε συνηθίσει. Έπειτα, η μάνα έβαλε και άλλη αλοιφή στα πονεμένα μάτια του κοριτσιού, γιατί εξακολουθούσαν να της εμποδίζουν την όραση. Το κορίτσι κλαψούριζε, δεν άντεχε άλλο αυτήν την κατάσταση, όπως και η μάνα, και ας προσποιόταν τη γενναία μπροστά της δίνοντάς της κουράγιο. Και η μάνα αναλογίζεται όπως και κάθε πρωί: «Δεν πρέπει να ξεχάσει να κλείσω ένα ραντεβού σε γιατρό για τα μάτια αυτού του παιδιού. Αν το αφήσω έτσι και δεν κάνω κάτι σύντομα, η κατάσταση των ματιών της θα χειροτερέψει».
Χριστίνα Τριανταφύλλου
Ενώ το σκεφτόταν αυτό, ο άντρας βγήκε από το δωμάτιο φορώντας τα ρούχα του. Χασμουρήθηκε και έφτιαξε τη χωρίστρα του. Εκείνη είπε φωναχτά τη σκέψη της: «Καθώς πηγαίνεις στη δουλειά, κάνε μια στάση στο φαρμακείο και ζήτα κάποιες σταγόνες και μια αλοιφή για τα μάτια του παιδιού».
Παρόλο που ο άντρας ήταν ακόμα από τον ύπνο της απάντησε: «Και γιατί δεν με σήκωσες λίγο νωρίτερα να πάω να στα φέρω να μην ταλαιπωρείται και το παιδί. Με είχε πιάσει και εμένα όταν ήμουν μικρός και ο πατέρας μου δεν έδωσε ποτέ σημασία. Καταλαβαίνω πόσο ενοχλητικό είναι».
Η μάνα για ακόμη μια φορά κατάλαβε πως ο σύζυγός της αγαπούσε πολύ τα παιδιά του. Ήταν τόσο περήφανη που του ετοίμασε το πρωινό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η αλήθεια είναι ότι πολλά παιδιά υποφέρουν από εποχική αλλεργία και καθώς μεγαλώνουν δεν τα ενοχλεί, όπως και ο σύζυγός της που μεγάλωσε και δεν του έδωσαν την κατάλληλη σημασία και από το τρίψιμο του έμειναν σημάδια.
Ξάφνου η γιαγιά φώναξε αδύναμα και η μάνα τής έφερε ένα ποτήρι νερό, της το έδωσε να το πιει και την έπιασε λόξιγκας και η μητέρα την βοήθησε να σηκωθεί λιγάκι. Η γιαγιά την ευχαρίστησε και της ζήτησε συγγνώμη που την ταλαιπωρεί πρωινιάτικα.
Η μάνα γύρισε στην κουζίνα και συνέχισε να ετοιμάζει το πρωινό, τα παιδιά περίμεναν νυσταγμένα. Το αγόρι σηκώθηκε να βοηθήσει τη μητέρα του αλλά το κορίτσι παρέμεινε στη θέση του περιμένοντας τη μητέρα να της καθαρίσει τα μάτια της. Ο ήλιος πρόβαλε και το φως του ξεχύθηκε σε φωτεινές αχτίνες που έπεσαν πάνω στα μάτια του παιδιού και εκεί αμέσως τα έκλεισε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε φρόνιμο περιμένοντας να της φέρουν το πρωινό.
Τότε η μητέρα την καθησύχασε λέγοντάς της: «Μέχρι να τελειώσετε το πρωινό σας ο μπαμπάς θα έχει φέρει σίγουρα τις σταγόνες και θα ανακουφιστείς σύντομα».
Παναγιώτα Τσεπέρκα
Τέταρτη εκδοχή
Ακόμα μια μέρα όπως όλες, τίποτα διαφορετικό και απρόσμενο, όλες οι μέρες ίδιες είναι για μια μάνα.
Ξύπνησα από τον εκκωφαντικό ήχο του ξυπνητηριού. Η αλήθεια είναι πως ήθελα να κοιμηθώ κι άλλο λίγο, αλλά οι υποχρεώσεις με πνίγουν. Έτσι έφτιαξα έναν καφέ και τον ήπια στο μπαλκόνι. Ήξερα ότι ήταν μια κουραστική μέρα και γι’ αυτό χρειαζόμουν λίγο χρόνο με τον εαυτό μου. Μετά από ελάχιστη ξεκούραση συνειδητοποίησα πως ο χρόνος περνούσε και οι υποχρεώσεις έτρεχαν. Γι’ αυτό άρχισα να ετοιμάζω πρωινό για όλους όσο η πεθερά μου είχε αρχίσει ήδη να μαγειρευτεί το μεσημεριανό για να το βρούμε έτοιμο όταν σχολάσουμε. Είχε πάει επτά, ήταν η ώρα να ξυπνήσω τα παιδιά και το σύζυγό μου
Κυριακή Φουρίκη
Ενώ το σκεφτόταν αυτό, ο άντρας πρόβαλε στην πόρτα φορώντας τις πιτζάμες του. Έριξε κι ένα χασμουρητό, καθώς πήγαινε να ετοιμάσει τον καφέ του.
Τότε του λέει η μάνα: «Στον δρόμο για τη δουλειά, πετάξου μία και στο φαρμακείο για να αγοράσεις μια καινούργια αλοιφή για το παιδί, γιατί η άλλη τελειώνει». Ο άντρας, βαρεμένος και κάπως νυσταγμένος, απάντησε: «Πάλι εγώ θα πάω: Γιατί δεν πας εσύ αυτή τη φορά; Όλα εγώ πρέπει να τα κάνω; Α, και κάτι άλλο, μου βάζεις και λίγο νερό, γιατί βιάζομαι;» Δεν ήξερε πως όλα αυτή τα έκανε -κι όχι αυτός- γιατί έχει καθημερινά “αρκετή και κουραστική δουλειά”.
Ακούγοντας όλα αυτά, η μάνα τότε θύμωσε κάπως, και του λέει: «Να πας να βάλεις μόνος σου! Ούτως ή άλλως, έχεις ακόμα ωρίτσα πριν φύγεις, που κάθεσαι και βιάζεσαι». Μετά από όλες αυτές τις φωνές, ξύπνησε και η γριά. Αμέσως έτρεξε η μάνα να την βοηθήσει να σηκωθεί, δίνοντάς της και λίγο νερό παράλληλα.
Ύστερα από δέκα περίπου λεπτά το πρωινό είχε ετοιμαστεί και όλοι μαζεύτηκαν γύρω από το τραπέζι για να φάνε. Το κορίτσι περίμενε υπομονετικά να της έρθει το πιάτο, κι όταν το άκουσε να ακουμπάει το τραπέζι μπροστά της, ο αδερφός της την βοήθησε να φάει.
Κωνσταντίνος Χαβαριώτης
Αυτή τη μέρα, αφού έφαγε ο άντρας, κι αφού στέναξε, πήρε την τσάντα του και ξεκίνησε κάπως άκεφα, όπως το συνήθιζε πάντα, για το λογιστικό γραφείο όπου δούλευε, ενώ εκείνη πήρε τα παιδιά να τα πάει στο σχολείο με το αμάξι, αφήνοντας πίσω στο σπίτι την γριά να ετοιμάσει φαγητό και να κάνει όσες δουλειές μπορούσε. Φεύγοντας η μάνα, είδε την γριά να την χαιρετά και να της φωνάζει με την αδύναμη φωνή της, που μόλις ακουγόταν. Και η μάνα με την σειρά της, ανταπέδωσε την χαιρετούρα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει η γριά, ήταν να στέκεται μπροστά από την κουζίνα, καθισμένη σε μια καρέκλα και να ετοιμάζει φαγητό, καθώς και να κάνει ελάχιστες δουλειές, όπως το στρώσιμο των κρεβατιών. Ήταν ενοχλητική γριά και οι ενοχλητικοί γέροι είναι χειρότεροι από τα παιδιά γιατί δεν μπορείς να τους μαλώσεις και να τους τιμωρήσεις, όπως τα παιδιά. Κι όμως, όταν η γυναίκα του ξαδέρφου είπε κάποτε: «Θα είναι πολύ καλό για εσένα να πεθάνει αυτό το γέρικο πράγμα, που είναι τόσο γερασμένο και στραβό, κι όλο πόνους και γκρίνια για δικούς της λόγους», η μάνα είχε απαντήσει με τον ήρεμο τρόπο που έπαιρνε όταν ένιωθε κάποτε κρυφή στοργή: Ναι, αλλά είναι πολύ χρήσιμη ακόμα για εμάς, για να μας βοηθάει στο σπίτι, και ελπίζω πως θα ζήσει μέχρι να μεγαλώσουν λίγο τα παιδιά».
Ναι, η μάνα δεν μπορούσε ποτέ να κάνει την καρδιά της να σκληρύνει απέναντι σε μια γριά σαν και εκείνη. Είχε ακούσει για άλλες γυναίκες περηφανευόταν ότι είχαν κηρύξει τον πόλεμο στα σπίτια τους ενάντια στις πεθερές τους και πως δεν μπορούσαν να ανεχτούν τον κακό τους τρόπο. Όμως αυτή η μάνα είχε εντελώς διαφορετική άποψη. Την αγαπούσε πολύ την γριά και την έβλεπε σαν ένα ακόμα παιδί της το οποίο ήθελε και τούτο ήθελε και το άλλο. Έτσι καμιά φορά κουραζόταν να τρέχει εδώ και εκεί στα σούπερ μάρκετ και τις λαϊκές για να φέρει στην γριά του χόρτο που τόσο πολύ επιθυμούσε. Όταν όμως έπεσε στην πόλη βαριά αρρώστια, η οποία έφερε σε κρίσιμη κατάσταση πολλούς ανθρώπους, και κυρίως γέρους, η γριά ήταν μία από αυτούς τους ανθρώπους που κινδύνευαν να χάσουν την ζωή τους από την. Η γριά όμως δεν πέθανε και η μάνα χάρηκε πάρα πολύ όταν την είδε να γαντζώνεται στην ζωή, γιατί εκτός του ότι την χρειαζόταν να την βοηθάει στο σπίτι, την αγαπούσε πάρα πολύ. Αν κανείς την έβλεπε έξω στην αυλή να αγναντεύει τα βουνά, όπως το συνήθιζε, και την ρώταγε: «Ακόμα εδώ είσαι γριούλα;», εκείνη απαντούσε κεφάτα: «Ναι, ακόμα εδώ είμαι».
Τώρα, η μάνα, κοιτάζοντας πίσω, πριν μπει στο αμάξι, χαμογέλασε, ακούγοντας την φωνή της γριάς να λέει: «? Γειά σου κόρη μου. Μην αγχώνεσαι για τίποτα. Εγώ είμαι εδώ να σου κάνω τις δουλειές».
Ναι, θα της λείψει πολύ αυτή η γέρικη ψυχή όταν πεθάνει. Αλλά τι σημασία έχει που θα της λείψει. Θα έχει την ευκαιρία να την ξανανταμώσει, αυτή τη φορά σε έναν άλλο κόσμο. Και με την σκέψη αυτή, η μάνα συνέχισε τον δρόμο της.
Παναγιώτης Χρονάς

