
Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, μία από τις πρώτες Ελληνίδες συγγραφείς, έζησε σε μια εποχή που οι γυναίκες είχαν περιορισμένες ευκαιρίες. Ωστόσο, η φωνή της, μέσα από την «Αυτοβιογραφία» της, παραμένει δυνατή και επίκαιρη, καθώς θίγονται θέματα όπως η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, η σημασία της εκπαίδευσης και η ανάγκη για ελευθερία έκφρασης. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, οι μαθητές του Γ4 «συνάντησαν» την Ελισάβετ και της «πήραν» μια συνέντευξη, εστιάζοντας σε αυτά τα θέματα και αναδεικνύοντας τη διαχρονική αξία των σκέψεών της.
Δημοσιογράφος: Είναι μεγάλη τιμή για μας που δεχτήκατε να μας παραχωρήσετε αυτή τη συνέντευξη και να δώσετε την ευκαιρία τόσο σε μας όσο και στο αναγνωστικό μας κοινό να σας γνωρίσουμε καλύτερα. Ας αρχίσουμε, λοιπόν.
Πότε και πού γεννηθήκατε;
Ελισάβετ: Γεννήθηκα στις 2 Οκτωβρίου 1801 στη Ζάκυνθο, στη δύσκολη προεπαναστατική περίοδο.
Δημοσιογράφος: Ποια ήταν η οικογένειά σας και το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσατε;
Ελισάβετ: Η οικογένεια στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα ήταν μια αριστοκρατική και ευκατάστατη οικογένεια, από τις επιφανέστερες της Ζακύνθου, η οποία εμφανίζεται στο Libro d’ Oro από το 1633. Ο πατέρας μου ήταν ο Φραγκίσκος Μουτζάν, ο οποίος πρωταγωνίστησε στον δημόσιο βίο της εποχής, καταλαμβάνοντας υψηλά πολιτικά και διοικητικά αξιώματα, και μητέρα μου η Αγγελική Σιγούρου. Μεγάλωσα σε ένα πολύ αυστηρό και καταπιεστικό περιβάλλον. Η ελευθερία και οι δυνατότητές μου ήταν εμφανώς περιορισμένες εξαιτίας του φύλου μου. Οι γυναίκες της εποχής και κυρίως οι γυναίκες της αριστοκρατίας της Ζακύνθου ζούσαμε κλεισμένες μέσα στο σπίτι. Κοινωνική ζωή δεν είχαμε. Οι άντρες έπαιρναν τις αποφάσεις. Η ισότητα δεν υπήρχε τότε. Τα μακριά φορέματά μας ήταν τα ρούχα της γυναικείας σκλαβιάς.
Δημοσιογράφος: Ποια ήταν τα ενδιαφέροντά σας από μικρή ηλικία;
Ελισάβετ: Όπως καταγράφω και στην «Αυτοβιογραφία» μου, από μικρή ηλικία, συγκεκριμένα από 8 ετών, είχα πάθος για τη γνώση. Είχα ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα και γενικά λάτρευα τη μόρφωση. Τα πρώτα μου γράμματα τα έμαθα από τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου. Η μητέρα μου στήριζε τη μόρφωσή μου, αλλά ο πατέρας μου δεν θεωρούσε απαραίτητη την πνευματική εξέλιξη των γυναικών της οικογένειας. Υπήρξα κυρίως αυτοδίδακτη. Αρχικά με τη βοήθεια των τριών κληρικών δασκάλων μου και στη συνέχεια με προσωπική μελέτη στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου κατάφερα να μάθω αρχαία ελληνικά, γαλλικά και ιταλικά. Στα 14 είχα καταφέρει να γράφω και να μεταφράζω κείμενα από τα γαλλικά. Όνειρό μου ήταν να ασχοληθώ με τη συγγραφή, να καταγράψω τις προσωπικές μου σκέψεις και εμπειρίες. Ακόμα και όταν δεν μου το επέτρεπε αυτό η οικογένειά μου, εγώ κατάφερνα να βρίσκω έστω και ελάχιστο χρόνο, για να κάνω αυτό που αγαπώ. Κλεισμένη μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου, στην πλατεία Ρούγα, αναζητούσα την ηρεμία, για να μελετήσω.
Δημοσιογράφος: Πώς αποφασίσατε να καταγράψετε την αυτοβιογραφία σας; Ποια ήταν τα κίνητρά σας; Ήταν το γράψιμο για σας μια διαφυγή ή ένας τρόπος να εκφράσετε τις βαθύτερες σκέψεις και τα συναισθήματά σας;
Ελισάβετ: Κύριος λόγος αυτής της απόφασης ήταν να μιλήσω για τα εμπόδια που έπρεπε να ξεπεράσω ως γυναίκα εκείνης της εποχής προκειμένου να καταφέρω να μορφωθώ. Λόγω του εγκλεισμού μου μέσα στο σπίτι το γράψιμο ήταν η μοναδική μου διέξοδος, ήταν μια διαφυγή από τη σκληρή πραγματικότητα και παράλληλα ικανοποιούσε τη ζωτική μου ανάγκη για επικοινωνία. Ήθελα να ακουστώ. Να εκφράσω τη γνώμη μου, χωρίς κανείς να με κατακρίνει, για την καταπίεση των γυναικών και, αν ήταν δυνατόν, να εμπνεύσω και άλλες καταπιεσμένες γυναίκες, φυλακισμένες από τους άντρες μέσα στα ίδια τους τα σπίτια, να κινητοποιηθούν. Μέσω της αυτοβιογραφίας μου θέλησα επίσης να εκφράσω την αγάπη μου για την πατρίδα και αργότερα, όταν ξέσπασε η Επανάσταση, τη βαθύτατη επιθυμία μου να πάρω μέρος σε αυτήν.
Δημοσιογράφος: Ποιες ήταν οι προσδοκίες της κοινωνίας για τις γυναίκες της εποχής σας; Πώς αυτές οι προσδοκίες συγκρούονταν με τις προσωπικές σας φιλοδοξίες;
Ελισάβετ: Οι προσδοκίες της κοινωνίας εκείνης της εποχής για τις γυναίκες διέφεραν σημαντικά από τις δικές μου φιλοδοξίες. Για να γίνω πιο συγκεκριμένη, η κοινωνία ήθελε την κάθε γυναίκα παντρεμένη από μικρή ηλικία, για να κάνει οικογένεια νωρίς. Αντιμετώπιζαν τη γυναίκα σαν αντικείμενο, χωρίς ελεύθερη βούληση και η αρμοδιότητά της ήταν να μένει στο σπίτι. Εννοείται ότι η επιλογή του συζύγου γινόταν από τους άντρες της οικογένειας. Εγώ πάντα πίστευα ότι η γυναίκα θα πρέπει να αποφασίζει ελεύθερα η ίδια αν θέλει να παντρευτεί ή όχι και να επιλέγει γενικότερα αυτή τι θα κάνει στη ζωή της, καθορίζοντας η ίδια το μέλλον της.
Δημοσιογράφος: Ποια ήταν τα εμπόδια που αντιμετωπίσατε ως γυναίκα συγγραφέας της εποχής σας;
Ελισάβετ: Εκείνη την εποχή δεν πίστευα ούτε η ίδια ότι μπορούσα να είμαι συγγραφέας. Λόγω των αντιλήψεων που υπήρχαν για τις γυναίκες, δεν φαινόταν φυσιολογικό ακόμα και το να βγαίνω από το σπίτι. Ο θείος μου και ο αδελφός μου δεν συζητούσαν μαζί μου, επειδή είμαι γυναίκα. Αν και κατάφερα να γράψω και να μεταφράσω ορισμένα έργα σε νεαρή ηλικία, όταν έφτασα σε μια πιο ώριμη ηλικία, η οικογένειά μου θεωρούσε ότι η μόνη μου επιλογή είναι ο γάμος. Έτσι, όχι μόνο δεν με υποστήριξαν, αλλά μου απαγόρευσαν να γίνω συγγραφέας και όσα συγγράμματα είχα με απειλούσαν ότι θα τα καταστρέψουν. Όταν μάλιστα προσπάθησα να εκδώσω το έργο μου, με απέρριψαν μόνο και μόνο επειδή ήμουν γυναίκα.
Δημοσιογράφος: Ποιο θεωρείτε το σημαντικότερο μήνυμα που θέλετε να περάσετε μέσα από το έργο σας;
Ελισάβετ: Αν και τα μηνύματα που ήθελα να περάσω μέσα από το έργο μου ήταν πολλά, το σημαντικότερο από αυτά ήταν να τονίσω την ανάγκη να υπάρξει ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα και να μην καταπιέζονται πια οι γυναίκες. Με το έργο μου ήθελα να δώσω σε όλους να καταλάβουν ότι οι γυναίκες έχουν ελεύθερη βούληση, έχουν όνειρα και όρεξη για συνεισφορά. Πρέπει λοιπόν να μην περιορίζονται από κάποιες απαρχαιωμένες πεποιθήσεις που κρατάνε πίσω τον κόσμο.
Δημοσιογράφος: Σε ποιους απευθύνεστε με το συγγραφικό σας έργο;
Ελισάβετ: Με το συγγραφικό μου έργο απευθύνομαι σε όλες τις γυναίκες αλλά και σε κάθε αναγνώστη, για να τονίσω την αξία της ελευθερίας και της ισότητας των γυναικών με τους άντρες, ιδιαίτερα μέσα από την αναφορά του χαρμόσυνου γεγονότος της έναρξης της Επανάστασης. Η απελευθέρωση από τη σκλαβιά των Τούρκων να γίνει η αφορμή να συνειδητοποιήσουν όλοι, και κυρίως οι άντρες, ότι δεν πρέπει κανένας άνθρωπος να αντιμετωπίζεται σαν σκλάβος, ούτε οι γυναίκες. Η νέα γενιά θα πρέπει να μάθει τις δυσκολίες του παρελθόντος και τη σημασία της ισότητας. Οι γυναίκες πρέπει να κινητοποιηθούν, οι άντρες να γίνουν πιο υποστηρικτικοί και οι ηλικιωμένοι να αλλάξουν τις πεποιθήσεις τους.
Δημοσιογράφος: Πώς βλέπατε την Επανάσταση του 1821 και ποια ήταν τα συναισθήματά σας γι’ αυτήν;
Ελισάβετ: Αν και βρισκόμουν στη Ζάκυνθο και η είδηση της έναρξης της Επανάστασης άργησε να φτάσει στο νησί, χάρηκα τόσο πολύ που η πατρίδα μου επιτέλους βρισκόταν σε θέση να απαλλαγεί από τον τουρκικό ζυγό, να σταθεί στα πόδια της και να αποκτήσει την πολυπόθητη ελευθερία. Με το που άκουσα από τον δάσκαλό μου, τον Θεοδόσιο Δημάδη, ανήμερα του Ευαγγελισμού το 1821, ότι οι Έλληνες πήραν τα όπλα εναντίον των Τούρκων, άναψε η φλόγα μέσα μου, ένιωσα το αίμα μου να βράζει, επιθυμούσα με όλη μου την καρδιά, να ζωστώ και εγώ τα άρματα και να μπω στην Αγώνα, να πολεμήσω για την Πατρίδα μας, για τη Θρησκεία μας, για την Ελευθερία μας. Ήθελα να γίνω ενεργό μέλος της Επανάστασης, ήθελα πραγματικά να βοηθήσω. Έβλεπα τους συνανθρώπους μου να πεθαίνουν για την Πατρίδα κι ένιωθα την ανάγκη να συμβάλω και εγώ στην κοινή προσπάθεια. Η σκληρή πραγματικότητα όμως δεν με άφηνε να ξεχάσω πως είμαι μια γυναίκα εγκλωβισμένη στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου, χωρίς τη δυνατότητα να κάνω κάτι από όλα αυτά που επιθυμούσα. Έζησα τη σκλαβιά μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Παρακάλεσα όμως τον Θεό να βοηθήσει τους Έλληνες αγωνιστές να πετύχουν τον στόχο τους. Για το καλό όλων μας!
Δημοσιογράφος: Πώς πιστεύετε ότι θα βοηθούσατε τον ένοπλο Αγώνα, αν είχατε τη δυνατότητα να συμμετάσχετε;
Ελισάβετ: Αν είχα τη δυνατότητα να βοηθήσω, θα ήθελα να χρησιμοποιώ όπλα, να βοηθάω τους τραυματίες, να τονώνω το ηθικό τους, να ανεφοδιάζω τους κλέφτες στα βουνά με όπλα, σφαίρες και φαγητό και γενικά να θυσιάσω τη ζωή μου για την Πατρίδα. Θα μπορούσα επίσης να ενισχύσω τον Αγώνα οικονομικά, δίνοντας χρήματα από την προίκα μου ή να γράφω επαναστατικές προκηρύξεις, ξεσηκώνοντας τους συμπατριώτες μου ή και να στέλνω επιστολές σε Έλληνες του εξωτερικού και φιλέλληνες προκειμένου να τους κινητοποιήσω για να βοηθήσουν και αυτοί.
Δημοσιογράφος: Πώς η ιστορική περίοδος που ζήσατε επηρέασε τη ζωή σας και το γράψιμό σας;
Ελισάβετ: Η ιστορική περίοδος στην οποία έζησα επηρέασε σαφέστατα τη ζωή και το έργο μου. Η απομόνωσή μου μέσα στο σπίτι και το γεγονός ότι δεν μου επιτρεπόταν να πάρω ενεργά μέρος στον Αγώνα ήταν οι κυριότεροι λόγοι που ασχολήθηκα με το γράψιμο. Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, ενδεχομένως να μην ξεκινούσα ποτέ. Οι άντρες της οικογένειάς μου δεν μου επέτρεπαν να βγαίνω από το σπίτι, θεωρώντας ότι ο προορισμός μου ήταν να κάνω οικογένεια. Ούτε σε μοναστήρι δεν με άφησαν να πάω. Ήταν αδιανόητο για μια γυναίκα να ασχολείται με το γράψιμο, γι’ αυτό και πολλές φορές με απέρριπταν και με περιφρονούσαν. Αυτός ήταν και ο λόγος που σταμάτησα το γράψιμο σε τόσο νεαρή ηλικία. Πρόλαβα βέβαια όλα αυτά που απασχολούσαν τη σκέψη μου και βασάνιζαν την ψυχή μου να τα γράψω στην αυτοβιογραφία μου.
Δημοσιογράφος: Πώς νιώθετε για την καταπίεση που δεχτήκατε;
Ελισάβετ: Όλη αυτή η καταπίεση μου προκάλεσε διάφορα συναισθήματα. Εκείνη την περίοδο της ζωής μου ειδικά βρισκόμουν σε ένα απόλυτο αδιέξοδο. Ήμουν θλιμμένη, ένιωθα φυλακισμένη μέσα στο ίδιο μου το σπίτι και απογοητευμένη για το μέλλον μου. Ακόμα και τώρα αισθάνομαι οργισμένη για τη συμπεριφορά και τις αντιλήψεις των ανδρών της οικογένειάς μου. Δεν μου επιτρεπόταν να ασχοληθώ με αυτό που αγαπούσα περισσότερο, το γράψιμο, και μου επέβαλαν μια ζωή αβάσταχτη.
Δημοσιογράφος: Έχετε δεχτεί ποτέ κακοποιητική συμπεριφορά; Αν ναι, έχετε κάνει κάτι για να την αλλάξετε;
Ελισάβετ: Αν και δεν έχω δεχτεί ποτέ βίαιη συμπεριφορά, ο εγκλεισμός μου μέσα στο σπίτι, η απομόνωσή μου και η επιβολή μιας ζωής που δεν ήθελα ήταν μια ψυχολογική κακοποίηση που βίωνα καθημερινά. Με αντιμετώπιζαν ως πλάσμα κατώτερης ευφυίας και όχι ως άνθρωπο. Οι στόχοι μου ήταν υπερβολικά φιλόδοξοι για τις αντιλήψεις της εποχής, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να τους εκπληρώσω. Αναγκάστηκα να παντρευτώ χωρίς να μου αφήσουν κανένα περιθώριο επιλογής. Γιατί αυτός ήταν ο προορισμός μου… Όσο και αν προσπάθησα να αντιστρέψω την κατάσταση, να αλλάξω τη μοίρα μου, δεν τα κατάφερα. Η θέση μου ως γυναίκα δεν μου το επέτρεπε. Οι άντρες της οικογένειας με αντιμετώπιζαν ως παράλογη, διότι επιθυμούσα να ασχοληθώ με τα γράμματα αντί να παντρευτώ. Ή θα συμβιβαζόμουν ή θα έμενα διά παντός κλεισμένη στο σπίτι! Οφείλω, βέβαια, να σας ομολογήσω ότι κάποια στιγμή έκανα μια προσπάθεια να φύγω κρυφά από το νησί, μεταμφιεσμένη ως γυναίκα του λαού, με προορισμό την Ιταλία, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Περιπλανήθηκα μια ολόκληρη μέρα και ξαναβρέθηκα στην πόρτα του σπιτιού μου…
Δημοσιογράφος: Τι ήταν αυτό που σας τρόμαζε τόσο πολύ στο ενδεχόμενο ενός γάμου;
Ελισάβετ: Φοβόμουν όλα εκείνα τα κακά που μπορούν να συμβούν σε μια παντρεμένη γυναίκα, αλλά περισσότερο από όλα φοβόμουν μην τύχει και πάρω κανέναν από εκείνους τους άντρες που θέλουν να έχουν τη γυναίκα τους σαν σκλάβα και, όταν αυτή δεν θέλει να συμπεριφέρεται σαν σκλάβα, τη θεωρούν κακή.
Δημοσιογράφος: Τελικά παντρευτήκατε. Μιλήστε μας λίγο για τον γάμο σας.
Ελισάβετ: Όπως σας είπα και πριν, εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ. Ήθελα μόνο να διαβάζω και να γράφω. Προτιμούσα να κλειστώ σε μοναστήρι και να έχω την ησυχία μου. Η ανδροκρατούμενη κοινωνία της Ζακύνθου, όμως, και οι πολιτικές φιλοδοξίες του πατέρα μου απαιτούσαν γάμο. Και τελικά βρέθηκε το «κατάλληλο» πρόσωπο. Ο πολιτικός Νικόλαος Μαρτινέγκος, από τον οποίο είχε πολλές προσδοκίες ο πατέρας μου και, εννοείται, ότι δεν θα επέτρεπε να σταθώ εγώ εμπόδιο σε αυτές. Σύρθηκα, λοιπόν, σε έναν γάμο με έναν άντρα είκοσι χρόνια μεγαλύτερό μου. Ο σύζυγός μου ήταν ηθικός χαρακτήρας αλλά φιλοχρήματος. Καρπός αυτού του γάμου υπήρξε ο γιος μου, ο Ελισαβέτιος, ο οποίος γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1832.
Δημοσιογράφος: Πώς φαντάζεστε το μέλλον για τις γυναίκες; Ποια είναι τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν και ποιες είναι οι δυνατότητες που πρέπει να αξιοποιηθούν;
Ελισάβετ: Για το μέλλον ελπίζω και εύχομαι η θέση της γυναίκας και οι αντιλήψεις της κοινωνίας να αλλάξουν. Ελπίζω σε ένα πιο αισιόδοξο μέλλον, όπου η γυναίκα θα έχει ελεύθερη βούληση, θα επιβραβεύεται για τις προσπάθειές της και θα είναι ίση με τον άντρα. Αν και τα εμπόδια είναι πολλά, καθώς οι αντιλήψεις της ανδροκρατούμενης κοινωνίας έχουν παγιωθεί, πιστεύω ότι θα ξεπεραστούν με τη βοήθεια των επαναστατικών κινημάτων και των φιλελεύθερων ιδεών της Ευρώπης. Ο κόσμος αλλάζει και πρέπει να αλλάξουμε και εμείς. Πεποίθησή μου είναι ότι οι γυναίκες θα πρέπει να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, να γίνουν πιο δυναμικές και ανεξάρτητες και να διεκδικήσουν αυτό που τους αξίζει. Ελπίζω κάποια στιγμή να αναγνωριστεί το δικαίωμά τους να επιλέγουν τη ζωή τους χωρίς να κατευθύνονται από κάποιον άντρα. Πρέπει οι μελλοντικές γενιές να απαλλαγούν από τις προκαταλήψεις, να αναγνωρίσουν και να εκτιμήσουν την ευφυία και τις δυνατότητές των γυναικών. Στην κοινωνία του μέλλοντος οι γυναίκες θα πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους άντρες.
Δημοσιογράφος: Πώς θα θέλατε να σας θυμούνται οι μελλοντικές γενιές;
Ελισάβετ: Κατά προτίμηση οι μελλοντικές γενιές θα ήθελα να με θυμούνται ως μια δυναμική γυναίκα που προσπάθησε να αλλάξει μια εποχή, ως μια γυναίκα, η οποία, παρ’ όλο που ήταν πολύ καταπιεσμένη, προσπάθησε πολύ σκληρά να αποκτήσει αυτό που θέλει και να γίνει παράδειγμα για τις γυναίκες της εποχής της. Οι μελλοντικές γενιές που θα μάθουν για μένα μέσα από τα κείμενά μου επιθυμώ να με αναγνωρίζουν ως μια αγωνίστρια που πάλεψε μόνη της, χωρίς καμιά βοήθεια, με όλη τη δύναμη της ψυχής της, για να υπερασπιστεί τις προσωπικές της απόψεις, απέναντι σε μια αυταρχική ανδροκρατούμενη κοινωνία. Έτσι, θέλω να εμπνεύσω τις μελλοντικές γενιές να ακολουθούν με πείσμα τα όνειρά τους, χωρίς να αφήνουν κανέναν να τους εμποδίζει και να αντιστέκονται σε κάθε καταπίεση.
Δημοσιογράφος: Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξή μας θα θέλαμε να σας κάνουμε μια τελευταία ερώτηση. Ποια είναι η σημασία της «Αυτοβιογραφίας» σας για την ελληνική λογοτεχνία;
Ελισάβετ: Αγαπώ όλα μου τα έργα, όπως η μάνα αγαπάει τα παιδιά της. Είναι τα πνευματικά μου παιδιά και πάντα είχα την αγωνία για το ποιο θα είναι το μέλλον τους. Έχω ίσως μια ιδιαίτερη αδυναμία στην «Αυτοβιογραφία» μου. Το πόσο σημαντική είναι η συμβολή της στην ελληνική λογοτεχνία θα το αποφασίσουν σίγουρα οι αναγνώστες. Ευελπιστώ ότι το κείμενό μου θα αναγνωριστεί τόσο ως η ιστορία μιας γυναίκας που διεκδικεί τα δικαιώματά της όσο και ως ένα ιστορικό, σε έναν βαθμό, σύγγραμμα που εξιστορεί ορισμένα από τα δεδομένα της καθημερινότητας του 19ου αιώνα. Στο έργο μου περιγράφω με λεπτομέρεια τη ζωή και την κοινωνική θέση της γυναίκας της αριστοκρατικής τάξης στη Ζάκυνθο. Εκτός αυτού, θέλω να πιστεύω ότι ως μία από τις πρώτες Ελληνίδες συγγραφείς, έδωσα την αφορμή να αναπτυχθεί η φεμινιστική σκέψη και να απελευθερωθεί το γυναικείο φύλο στην Ελλάδα. Ελπίζω το έργο μου να γίνει η φωνή πολλών καταπιεσμένων γυναικών και να τις βοηθήσει να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και να παλέψουν για το μέλλον τους.
Δημοσιογράφος: Σας ευχαριστούμε πολύ για όλα όσα μοιραστήκατε μαζί μας. Είμαστε σίγουροι ότι οι αναγνώστες μας θα διαβάσουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη συνέντευξη που μας παραχωρήσατε.
Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου
Σημείωση: Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου πέθανε το 1832, 16 ημέρες μετά τη γέννηση του γιου της. Δεν πρόλαβε να δει δημοσιευμένο κανένα από τα έργα της. Η πρώτη έκδοση της «Αυτοβιογραφίας» της, του πιο γνωστού έργου της, έγινε το 1881, με επιμέλεια του γιου της, Ελισαβέτιου Μαρτινέγκου, ο οποίος φρόντισε να κάνει και κάποιες περικοπές στο κείμενο που θεώρησε απαραίτητες.
Η εργασία αυτή αποτελεί μια δραστηριότητα δημιουργικής γραφής και υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Οι μαθητές εργάστηκαν σε ομάδες, δημιούργησαν το ερωτηματολόγιο της συνέντευξης και στη συνέχεια, αξιοποιώντας υλικό από το σχολικό βιβλίο καθώς και πληροφορίες που αναζήτησαν μέσω διαδικτύου για τη ζωή και το έργο της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, «μπήκαν» στη θέση της και απάντησαν στις ερωτήσεις.
Γ4 – Ομάδες εργασίας:
-
Άγγελος Φάκλαρης, Γιώργος Χαντάς, Γιάννης Κόκλας
-
Μιχάλης Σιώπης, Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Γιάννης Χρονάς
-
Θάνος Τριανταφυλλίδης, Ζήσης Σιτσάνης, Μόδεστος Σιτσάνης, Γιώργος Τιπτιρής, Παναγιώτης Χριστοφής
-
Λευτέρης Χατζόπουλος, Ντιόνις Χοτζάι
-
Χριστίνα Τσιρώνη, Αντωνία Τσουμάνη, Σοφία Χατζηαντωνίου, Λίλα Στέφα
-
Άννα Τζέλο, Κριστιάνο Χοτζάι
-
Μαρία Τσακάλη, Γεωργία Συναδινού, Κατερίνα Χατζηκωσταρά
-
Ελένη Χαλιλάι, Αλκμήνη Χρόνη
