Το γαϊτανάκι είναι ένα από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια στις μέρες μας. Ήρθε στην Ελλάδα από τον Πόντο και την Μικρά Ασία. Οι πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα μετά τον διωγμό που βίωσαν, έφεραν μαζί τους και τα έθιμά τους, κληρονομιά των προγόνων τους. Η λέξη γαϊτανάκι είναι υποκοριστικό της μεσαιωνικής λέξης γαϊτάνιν που σημαίνει το μεταξωτό κορδόνι και προέρχεται από την ελληνιστική λέξη γαϊτάνη. Σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης, προέρχεται από την κέλτικη πόλη Γαέτα, όπου παρήγαγαν κορδέλες.
Το γαϊτανάκι χρειάζεται δεκατρείς χορευτές. Ό ένας κρατάει τον μεσαίο στύλο και οι άλλοι κρατούν δώδεκα κορδέλες, κάθε μια σε διαφορετικό χρωματισμό. Οι χορευτές σχηματίζουν έξι ζευγάρια και χορεύουν αντικριστά, περνώντας μία φορά από κάτω από τον συγχορευτή τους και μια από πάνω. Τραγουδώντας ένα παραδοσιακό τραγούδι, οι κορδέλες μπλέκονται και σχηματίζουν ένα ωραίο σχέδιο. Αφού έρθουν όλοι πολύ κοντά, τότε αρχίζουν και χορεύουν από την αντίθετη φορά, το γαϊτανάκι ξεμπλέκεται και ο χορός τελειώνει.
Σε πολλές κοινωνίες, κυρίως αγροτικές, συμβολίζει την ομόνοια και τη συναδέλφωση. Ο κυκλικός χορός, κατά περίπτωση, υποδηλώνει τον κύκλο της ζωής, από την ζωή στον θάνατο, από την λύπη στην χαρά και από τον χειμώνα στην άνοιξη.
Τραγούδι:
Γαϊτάνιν είχα στο πλεχτρί και τσόχαν εις το ράφτη,
ωχ, και τσόχαν εις το ράφτη,
και ξένον εις την ξενιτιά και καρτερώ τον να ’ρθει,
ωχ, και καρτερώ τον να ’ρθει.
Γαϊτανάκι μου πλεγμένο
στην ανέμη τυλιγμένο.
Pοδίτικο ’ναι το νερό, ροδίτικια κι η βρύση,
Pοδίτισα κι η κοπελιά που πάει γιά να γεμίσει.
Γαϊτανάκι μου πλεγμένο
στην ανέμη τυλιγμένο.
Pοδίτικο ’ναι το πανί, ροδίτικο το χτένι,
Pοδίτισα κι η κοπελιά που κάθεται και υφαίνει
Γαϊτανάκι και μπιρσίμι
μου ’στειλαν από τη Σύμη
για να ράψουν οι κοπέλες
των αντρών τους τις φανέλες.
Ερευνήτριες:
- Μαντζαβίνου Αφροδίτη
- Πρίφτη Μαρία
- Σιακαβάρα Θεμιστοκλεία