Πώς γιόρταζαν τα Κούλουμα το 1880…
Mασκαράδες και πολίται
Στις Κολώνες να βρεθήτε.
Και οι «πανηγυρισταί», όπως τους αποκαλούσαν, ανταποκρίνονταν με μεγάλο ενθουσιασμό. Ας δούμε, όμως, πρώτα πώς γίνονταν οι προετοιμασίες (το Σαββατοκύριακο πριν την Καθαρά Δευτέρα) και στη συνέχεια πώς γιορταζόταν η αρχή της Σαρακοστής.
Η εφημερίδα του 1880 «Ραμπαγάς» αναφέρει:
«Ήτο θέαμα εκ των σπανιωτέρων η όψις της αγοράς. Ουδέποτε τόσος κόσμος επυκνώθη υπό τας ετοιμορρόπους των οψοπωλείων εκεί στέγας και τους λασπώδεις στενούς διαδρόμους. Οι συνήθως δι” υπηρετών οψωνίζοντες το κρέας, τους γάλους, το κυνήγι και τας οπώρας των, ενόμισαν ότι ώφειλον αυτοπροσώπως να εκλέξουν τις πίνες, τις καλόγνωμες, το χταπόδι, το χαβιάρι και τις λαγάνας των.
Πωληταί και αγορασταί ήσαν χθες ηδελφωμένοι. Συμφωνίαι σχεδόν δεν εγίνοντο. Αι φωναί δε των πωλούντων τα χάβαρα (σ.σ.χαβιάρι) αντήχουν από μακράν ως ιαχαί στρατού μαχομένου.
Η όψις των θαλασσινών, μυριζόντων την ευωδίαν των, τοις έδιδε μοναδικήν όψιν. Τα παντοπωλεία ήσαν αρειμανιώτατα περιβεβλημένα. Όλος ο Παρνασσός τα είχε στεφανώσει. Ουδέποτε τόσαι δάφναι εκόσμησαν τα Φάρσαλα. Δεν επρόφθαινον οι παντοπώλαι να ζυγίζουν, να δίδουν, να εκτιμούν, να λογαριάζουν. Υφίστατο τακτική πολιορκία, δι” ην εδέησε να προσκαλέσουν και επικούρους δυνάμεις…
Αι παρέαι ενέσκηπτον μαζί συντεταγμέναι και ήκουες πλέον τα συμβούλιά των:
_Να πάρουμε και “μύγδαλα
_Όχι φθάνουν τα πορτοκάλια
_Μωρέ η ρετσίνα ταραμά σηκόνει και τίποτ” άλλο!
Και οι αρτοπώλαι αυτοί, οι καθ” όλας τας γαστρονομικάς ώρας του έτους διατηρούντες μονοτονίαν ανεμομύλου, είχον προχθές την ποίησίν των.Επώλουν αφράτας, μαλακάς, ολίγον λιψάς λαγάνας, ήτοι κυρίαι μου, πίτας, έθιμον και αυτό της Καθαράς Δευτέρας».
Μετά τις πυρετώδεις προετοιμασίες που έκαναν οι πρόγονοί μας για μια από τις πιο πανηγυρικές τους γιορτές, ας δούμε τώρα τι γινόταν την Καθαρή Δευτέρα:
Απ’ όλα τα σημεία της πόλης ξεκινούσαν πρωΐ-πρωΐ με τα πόδια, «συν γυναιξί και τέκνοις», οι εορτασταί ή πανηγυρισταί, όπως αποκαλούνταν, για να βρεθούν στο μεγάλο και γραφικό χώρο, όπου βρίσκονταν οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός. Οι μικροπωλητές είχαν πιάσει εν τω μεταξύ όλα τα επίμαχα πόστα, περιμένοντας χρυσές δουλειές με τα καλούδια που είχαν κουβαλήσει: κρητικά πορτοκάλια, χουρμάδες, φουντούκια, φιστίκια, στραγάλια, παστέλια, ζαχαρωμένους κοκορίκους, το μελένιο το χαλβά, που τον έκοβαν με το σκεπαρνάκι, ελιές, ταραμάδες, θαλασσινά, αχινούς, μύδια, στρείδια, κρεμμύδια, σκόρδα, λαγάνες, κρασιά, καρύδια, σύκα, χαϊμαλιά, σουτζούκια, σταφίδες, κυδωνόπαστα, κουλούρια με σουσάμι. Άλλοι με τη στάμνα στον ώμο πουλούσαν «κρυονέρι απ’ του παπά τ’ αμπέλι»:
«Εδώ είναι το κρύο, μια πενταρούλα δύο
Εδώ είναι το μπούζι… γλυκό σαν το καρπούζι
Πάρτε, παιδιά, να πιήτε… πάρτε να δροσιστήτε».
Φυσικά, όλα αυτά αγοράζονταν ως έξτρα, διότι κάθε οικογένεια ερχόταν οργανωμένη, με τις δικές της προμήθειες.
Η βελέντζα στρωνόταν στο γρασίδι και τα καλάθια άνοιγαν στη μέση, γεμάτα νηστίσιμες λιχουδιές. Όλοι έτρωγαν με τα δάχτυλα, η μια παρέα κολλητά στην άλλη. Τα αστεία και τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν, ενώ οι νεαρότεροι χόρευαν ακατάπαυστα, κυρίως τσάμικο.
Οι προχειροφτιαγμένοι χάρτινοι αετοί είχαν την τιμητική τους …
Νωρίς το απόγευμα, το σκηνικό έμοιαζε με πεδίο μετά τη μάχη. Πολλοί οι μεθυσμένοι ενώ άλλοι κοιμούνταν ξαπλωμένοι στα χόρτα με ένα μαντίλι στο πρόσωπο για τον ήλιο».
Όσο προχωρούσε το μεσημέρι οι φωνές και τα τραγούδια, οι γκάιντες και τα νταούλια αντηχούσαν όλο και λιγότερο. Νύχτωνε νωρίς. Σε λίγο ο χώρος θα άδειαζε.Τι έμενε; Χιλιάδες φλούδες από πορτοκάλια, μυριάδες όστρακα θαλασσινών και φυσικά κάθε μορφής παλιόχαρτο. Όλοι εύχονταν ότι ο αέρας θα τα στροβίλιζε προς τη μεριά της «χωματερής», στο Θησείο…
Πηγή: Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)