Η Ξενιτιά

ΑΠΟ: tsatsarois - Μαρ• 29•16

Το γένος των Ελλήνων, από την εποχή που οριστικοποίησε την παρουσία του σ’ αυτή τη γωνιά του πλανήτη, ένιωθε ότι ο χώρος δεν το χωρά. Το ανήσυχο πνεύμα μας,  ο φτωχός τόπος μας και η στενότητα της οικονομικής κατάστασης ανά περιόδους έσπρωχναν συνεχώς τους συμπατριώτες μας εκτός συνόρων. Ήδη από αρχαιοτάτων χρόνων οι θαλάσσιοι δρόμοι και η ενασχόλησή μας με τη ναυτική τέχνη  έστειλαν τους πρώτους μετανάστες στα πέρατα του τότε κόσμου, από τις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ) έως τη Σκυθία, όπου στις πλούσιες, ερημιές και παρθένες περιοχές ίδρυσαν πολλές και λαμπρές πόλεις (αποικίες) με έντονο το ελληνικό στοιχείο. Κι επειδή το ελληνικό αίμα διατηρήθηκε γνήσιο δια μέσου των αιώνων, αυτή η τάση φυγής, εξάπλωσης,  γνώσης , εξερεύνησης  οποιουδήποτε  καινούργιου και αναζήτησης μιας καλύτερης τύχης διατηρήθηκε έως σήμερα, με τη διαφορά ότι διευρύνθηκαν οι τόποι προορισμού και έγιναν υπερπόντιοι.Έτσι, από τις αρχές του περασμένου αιώνα εκατοντάδες χιλιάδες (ίσως και εκατομμύρια) Ελλήνων μετανάστευσαν σε όλο τον κόσμο, μεταφέροντας κομμάτια Ελλάδας στις πέντε ηπείρους.maxresdefault Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αυτών των ανθρώπων προόδευσε στη δεύτερη πατρίδα του, καθώς και ένα εξίσου πολύ μεγάλο ποσοστό εκδήλωσε σε κάποια φάση της ζωής του την επιθυμία να επιστρέψει στη χώρα που γεννήθηκε, στη χώρα που άφησε το πατρικό του σπίτι, στη χώρα που τάφηκαν οι γονείς και οι πρόγονοί του, στη χώρα των παιδικών του αναμνήσεων. Είναι απολύτως φυσιολογικό για τον Έλληνα, και ταιριάζει με τον χαρακτήρα και την κοινωνική και οικογενειακή του δομή, η έντονη διάθεση επιστροφής, ο γυρισμός στις ρίζες, αυτό που ο Όμηρος έλεγε «νόστιμον ήμαρ». Αυτό το αμέτρητο πλήθος,   αυτοί οι γνήσιοι Έλληνες που δεν ξέχασαν στιγμή τη μάνα – Ελλάδα, όπου κι αν πήγαν, αυτοί οι άνθρωποι που γνώρισαν στις τέσσερις γωνιές του κόσμου όλες τις φυλές, όλες τις γλώσσες, όλες τις θρησκείες, όλα τα ήθη και έθιμα άλλων ανθρώπων διαφορετικών σε όλα, αυτοί οι μέτοικοι που έζησαν το πιο παραγωγικό κομμάτι της ζωής τους σε ένα ξένο κράτος με άλλους νόμους, με άλλο διοικητικό, πολιτικό, πολιτιστικό, σωφρονιστικό και οικονομικό σύστημα,  θέλησαν κάποτε να ξαναγυρίσουν στην Ελλάδα.

Η ξενιτιά παραμένει ένα έντονο φαινόμενο στις μέρες μας. Τα δημοτικά τραγούδια που ακολουθούν είναι αποκαλυπτικά του πόνου του ξενιτεμένου για τα αγαπημένα του πρόσωπα αλλά και της νοσταλγίας που νιώθουν μακριά από την πατρίδα.

Της ξενιτιάς ο πόνος

Για σένα κλαίγω, μάνα μου γλυκιά,
και υποφέρω αχ μες στην ξενιτιά.

Δε θέλω, μάνα, ποτέ να κλάψεις
για το παιδί σου κερί ν” ανάψεις.

Ο ξένος μες στην ξενιτιά

Όλα τα νησοτόπαιδα στις ξενιτιές γυρνούνε
κι οι μάνες τους παρακαλούν με το καλό να ‘ρθούνε.
Κατακαημένα μου παιδιά, γεράσατε στην ξενιτιά.

Ανάθεμά σε ξενιτιά, εσύ και τα καλά σου,
μας πήρες όλα τα παιδιά μέσα στην αγκαλιά σου.
Πανάθεμά σε ξενιτιά, σκλαβώνεις γέρους και παιδιά.

Ο ξένος μες στην ξενιτιά σαν το πουλί γυρίζει
και κάθε μέρα βάσανα το στήθος του γιομίζει.
Κατακαημένα μου παιδιά, γεράσατε στην ξενιτιά

 

Με γέρασε η ξενιτιά

Με γέρασε η ξενιτιά και λιώνει τη ζωή μου

δεν την αντέχω, αχ μάνα μου, φθείρεται το κορμί μου.

Η ξενιτιά έχει καημούς, τα πιο πολλά φαρμάκια
διώχνει παιδάκια απ’ τη ζωή και λιώνει τα κορμάκια.

Θα φύγω, μάνα μ’, δεν μπορώ, κοντά σου θα γυρίσω
κι από τον καημό της ξενιτιάς, μάνα μου, να γλιστρήσω.

 

Το παράπονο του ξενιτεμένου

Σαν απόκληρος γυρίζω,
στην κακούργα ξενιτιά
περιπλανώμενος, δυστυχισμένος,
μακριά απ’ της μάνας μου την αγκαλιά.

Κλαίνε τα πουλιά γι’ αέρα
και τα δέντρα για νερό,
κλαίω, μανούλα μου, κι εγώ για σένα
που έχω χρόνια για να σε ‘δω.

Χάρε, πάρε την ψυχή μου,
ησυχία για να βρω
αφού θέλησε η μαύρη μοίρα
μες στη ζωή μου να μη χαρώ

 

Ανάθεμά σε ξενιτιά

Ανάθεμά σε ξενιτιά
καταραμένη να “σαι,
μας παίρνεις τους λεβέντες μας
μανούλες δεν λυπάσαι.

Είναι φριχτό στον άνθρωπο
να “ναι ξενιτεμένος,
μακριά από κείνους π” αγαπά
μέσα στους ξένους ξένος.

Κλαιν οι μανούλες μοναχές
που λείπουν τα παιδιά τους,
την Παναγιά παρακαλούν
αχ να “ρθουν ξανά κοντά τους.

 

Το ψωμί της ξενιτιάς

Το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό,
το νερό της θολό,
και το στρώμα σκληρό.
Τα λεφτά που αποκτάς τα βλασφημάς,
υποφέρεις, πονάς,
την πατρίδα ζητάς.

Κλέφτρα ξενιτιά, τα παλικάρια κλέβεις,
μάγισσα κακιά, με τα λεφτά μαγεύεις,
πάντα μ’ απονιά χωρίζεις μάνες και παιδιά.
Κάνε, Παναγιά, η ξενιτιά να πάψει
κι άλλη μάνα πια για χωρισμό μη κλάψει
κι όλα τα παιδιά στο σπίτι τους να ‘ρθουν ξανά.

Συντάκτρια:

 Σωτηρίου Κατερίνα

Σχολιάστε

Top