γράφουν η Καρολίδου Κατερίνα και η Νταλαγιώργου Αθανασία, μαθήτριες της Γ” τάξης
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά σε ένα από τα πιο ανατριχιαστικά ποιήματα το 1956 από τον Allen Ginsberg. Συχνά η ονομασία αυτή απευθύνεται σε κάποιον ο οποίος ασχολείται με οτιδήποτε εκτός του θεσπισμένου mainstream, ιδιαίτερα όσον αφορά τη μουσική.
Θα μπορούσαμε παραλληλίσουμε με το σήμερα και να πούμε ότι οι χίπστερς ξέρουν όλα τα hypes και ακούνε Lana Del Ray. Προφανώς όσοι αγοράζουν από το top shop δεν είναι χίπστερ. Το να τρέχεις, όμως, να προλάβεις κάθε meet market και κάθε second hand, κάθε φορά που γίνεται bazzar, το να μετράς τις μέρες για το Plissken Festival, να έχεις tumblr, η αρχική σου σελίδα να είναι γεμάτη από newsfeed, το να έχεις όμπρε, παπούτσια δίπατα, το να έχεις το Nylon για βιβλίο, να έχεις προσπαθήσει να είσαι vegan, αλλά το μπεργκεράκι ποιος το αποχωρίζεται και, βέβαια, το #foodporn στη γλώσσα του instagram, όλα αυτά είναι σίγουρα γνωρίσματα των hipster.
Ο hipster είναι είρωνας. Έχοντας βασίσει το οικοδόμημα της προσωπικότητάς του στην πνευματική, πολιτισμική και στιλιστική ανωτερότητα σε σχέση με τον εκάστοτε mainstream βαρετό βλάχο, εκ των πραγμάτων αισθάνεται υπεροπτικά απέναντι στη μάζα. Το αποδεικνύει φορώντας βαμβακερό σαρκασμό, μπλούζες με αφοριστικά ή ακατανόητα μηνύματα, εικόνες από πόλεις του κόσμου που ονειρεύεται να ζήσει.. Μεγάλη αγάπη, επίσης, επιδεικνύει ο hipster και για οτιδήποτε ρετρό, ντεμοντέ, ξεπερασμένο και κιτς, με έμφαση στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 – επαναφέροντας στο προσκήνιο μνήμες της παιδικής του ηλικίας, στην οποία, πιθανόν, θα ήθελε να επιστρέψει.
Οι χίπτερς, λοιπόν, είναι άτομα με ένα διαφοροποιημένο και μοναδικό στυλ. Οι διαφορές αφορούν τη μουσική που συνηθίζουν να ακούν, τις σελίδες που επισκέπτονται με μεγάλη συχνότητα στο διαδίκτυο και τον τρόπο που αρέσκονται να ντύνονται. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως η διαφορετικότητά τους αυτή είναι πάντοτε αρνητική.